Απεργία την Πρωτομαγιά

Δεν είναι περίεργο να διαμαρτύρεται κανείς για τις συνθήκες που επικρατούν στα νησιά λόγω του μεταναστευτικού και δεν τον χαρακτηρίζει de facto ως ρατσιστή και απολίτιστο. Όταν όμως αρχίζει να λερώνει τον δημόσιο λόγο με συνομωσιολογικές και ρατσιστικές μουτζούρες και μάλιστα ως έχων επίσημη θέση, δίνει πολλά, πολλά δικαιώματα. Και καταντά επικίνδυνος.ΥΓ - Επίσης, και προς επίρρωσιν του σχολίου του Μαύρου Γάτου:Με το πέρασμα του χρόνου, οι περισσότεροι πρόσφυγες προτίμησαν να ελαχιστοποιούν ή και να αποσιωπούν εντελώς την εχθρότητα που αντιμετώπισαν αρχικά εκ μέρους των γηγενών. Και οι γηγενείς, από την πλευρά τους, είχαν κάθε λόγο να ξεχάσουν την τότε συμπεριφορά τους. Ωστόσο, υπήρξε βαθύ και τοξικό το χάσμα μεταξύ προσφύγων και γηγενών. Η ελλαδική κοινωνία, η οριζόμενη από τα στενά σύνορα του νεοελληνικού κράτους και η ίδια κυριαρχούμενη από τον αρχικό του πυρήνα (την Παλαιά Ελλάδα), ήταν οπωσδήποτε ξένη για τους περισσότερους πρόσφυγες, παρά τους κοινούς δεσμούς θρησκείας, γλώσσας και εθνικής ταυτότητας. Μολονότι ίσχυαν σε ένα γενικό και αφηρημένο επίπεδο, οι προσφιλείς αυτές παραδοχές αντιμετώπισαν σοβαρή δοκιμασία μόλις ήρθαν σε επαφή τα συγκεκριμένα και ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία που είχαν διαμορφωθεί λίγο-πολύ ανεξάρτητα, κάτω από ριζικά διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Όπως θα περίμενε κανείς, οι αντιλήψεις και οι μορφές που είχαν πάρει η Ορθοδοξία, η ελληνική γλώσσα και η ίδια η «ελληνικότητα» στο πλαίσιο της προσφυγικής πολιτισμικής κληρονομιάς ήσαν –ή πάντως φαίνονταν– τόσο διαφορετικές από εκείνες των γηγενών, ώστε και οι δύο πλευρές βίωσαν ένα οδυνηρό ξάφνιασμα, ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ. Αρκεί να επισημάνει κανείς τα χαρακτηριστικά επώνυμα των προσφύγων με την τουρκική κατάληξη -ογλου, καθώς και τη γλώσσα, που για πολλούς δεν ήταν καν η ελληνική. Σχεδόν 10% όσων ήρθαν μετά την Καταστροφή ήσαν τουρκόφωνοι, σύμφωνα με την απογραφή του 1928. Γλωσσικές ιδιομορφίες και μάλιστα παράξενα ιδιώματα, όπως η ποντιακή διάλεκτος, τρόποι, συνήθειες, όχι μόνο ξεχώριζαν τον πρόσφυγα αλλά και ενίσχυαν τη συνείδηση της ιδιαιτερότητάς του, ενώ εμπόδιζαν την επικοινωνία του με τους γηγενείς και το κράτος «τους». Είτε ήσαν κοσμοπολιτικής παιδείας (όπως η αστική τάξη της Σμύρνης) είτε όχι (όπως οι χωρικοί του εσωτερικού της Μικράς Ασίας), οι πρόσφυγες βρέθηκαν τελείως αποξενωμένοι από τον ασφυκτικό επαρχιωτισμό του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας του. Εξάλλου, καταλυτική σημασία είχε η οικιστική και, κατά συνέπεια, γενικότερη κοινωνική απομόνωση. Οι περισσότεροι πρόσφυγες, αγρότες και «αστοί», ήσαν συγκεντρωμένοι σε κυρίως ή και αποκλειστικά προσφυγικά χωριά, συνοικισμούς και γειτονιές, όπως υπαγορεύθηκε από την πιεστική αντικειμενική ανάγκη ταχύτερης στέγασής τους. Αλλά η αφομοίωση εμποδίστηκε επίσης από το σύνολο των παραστάσεων, αντιλήψεων και συμπεριφορών των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες, που άγγιξε (ή και ξεπέρασε) τα όρια του αληθινού ρατσισμού. Στο επίπεδο των παραστάσεων, οι γηγενείς αμφισβητούσαν ή και αρνούνταν την ίδια την «ελληνικότητα» των προσφύγων, ενώ εκείνοι πίστευαν ότι ήσαν οι πιο ακραιφνείς Έλληνες. Αυτή η βασική πρόσληψη εκ μέρους των γηγενών αποτυπώνεται σε περιφρονητικές ονομασίες όπως «τουρκόσποροι», «τουρκογεννημένοι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι», που είχαν χρησιμοποιηθεί και παλαιότερα από τους Παλαιοελλαδίτες για τους Έλληνες των Νέων Χωρών, για τους πρώτους πρόσφυγες και για τους αλύτρωτους πληθυσμούς της Τουρκίας. Όπως είναι φανερό, με τα επίθετα αυτά αμφισβητείται ευθέως η «γνησιότητα» και η «καθαρότητα» στο βιολογικό επίπεδο. Αυτήν ακριβώς την αμφισβήτηση συνόψισε αριστοτεχνικά ο κατεξοχήν ιδεολογικός εκφραστής του Αντιβενιζελισμού Γ. Α. Βλάχος, γράφοντας στην «Καθημερινή» για τους πρόσφυγες: ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Δηλαδή, τελικά δεν είναι αδελφοί! Αμφισβητείται όμως ακόμη και η αυθεντικότητα της oρθόδοξης πίστης των προσφύγων, αφού λέγεται ότι δεν βαφτίστηκαν κανονικά σε νερό αλλά... σε γιαούρτι. Επιπλέον, η κατάληξη -ογλου προσφερόταν για άπειρα ρατσιστικά ευφυολογήματα. Έτσι π.χ. το 1923 αντιβενιζελική εφημερίδα μιλούσε για «πανουγλίτιδα» επειδή στην Αθήνα είχαν τάχα ψηφίσει μόνο οι «Συμεωνόγληδες». Αλλά και ο Αντώνης Τραυλαντώνης μιλάει για «ογλοκρατία» στο μυθιστόρημά του Λεηλασία μιας ζωής. Ανάμεσα στα άλλα αρνητικά στερεότυπα των γηγενών για τους πρόσφυγες πρέπει να υπογραμμιστούν ιδιαίτερα όσα αναφέρονται στη σεξουαλικότητα και στα δήθεν «ελαφρά» ήθη των γυναικών προσφύγων. Πρόκειται για τυπικό σύνδρομο γενικά των ρατσιστικών αντιλήψεων (π.χ. του αντισημιτισμού). Στην περίπτωση των γυναικών προσφύγων, τα στερεότυπα αυτά είχαν πραγματικές αφορμές και τρέφονταν από πραγματικές καταστάσεις. Εξαιτίας των μεγάλων απωλειών μεταξύ του ανδρικού πληθυσμού, πολλές χιλιάδες ήσαν χήρες ή ορφανές. Δεν είχαν άνδρα (σύζυγο, πατέρα, αδελφό) για να προστατέψει την «τιμή» τους, σύμφωνα με τις επικρατούσες παραδοσιακές αντιλήψεις. Η έλλειψη προστάτη τις καθιστούσε ακόμη πιο ευάλωτες σε εργοδότες και άλλους εκμεταλλευτές από τη στιγμή που ήσαν αναγκασμένες να βρουν οπωσδήποτε εργασία. Από τη δική τους πλευρά, είχαν να προσφέρουν και υλικά οφέλη για να δελεάσουν τον σύζυγο-προστάτη που χρειάζονταν: αγροτικό κλήρο οι αγρότισσες, προίκα σε ομολογίες οι «αστές». Αυτό το είδος «αθέμιτου ανταγωνισμού» εξαγρίωνε ακόμη περισσότερο πολλές γηγενείς γυναίκες εναντίον των προσφύγων. Ιδωμένος ως ξένος, ο πρόσφυγας ενέπνεε αισθήματα φόβου, αηδίας, μίσους και απέχθειας. Η κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη με εκείνην που δημιουργήθηκε στην Κύπρο το 1974, για την οποία έγινε τότε μια εξαιρετικά διαφωτιστική και αναλυτική εμπειρική έρευνα από τον Τάκη Ευδόκα και την ομάδα του. Διαπίστωσε ότι η μεγάλη πλειονότητα των προσφύγων (σχεδόν 70%) πίστευαν ότι ήσαν ανεπιθύμητοι από τους άλλους Ελληνοκυπρίους, που τους έβλεπαν «σαν ανθρώπους που δεν υπήρξαν ποτέ άνθρωποι, ούτε έζησαν σαν άνθρωποι». Σαν γύφτους, αλήτες, τιποτένιους, ζητιάνους κ.ο.κ. Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των προσφύγων του 1974 και των άλλων Ελληνοκυπρίων ήσαν απειροελάχιστες, συγκρινόμενες με εκείνες μεταξύ προσφύγων και γηγενών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο καταλύτης που πυροδοτεί τον αντιπροσφυγικό ρατσισμό μεταξύ ομοεθνών δεν είναι τόσο πολιτισμικός όσο ψυχολογικός. Είναι η απώθηση που προκαλεί η θέα της εξαθλίωσης, ο ενδόμυχος τρόμος ότι θα μπορούσες κι εσύ να βρεθείς στην ίδια θέση, ο εξορκισμός ενός τέτοιου ενδεχόμενου. Ότι αποδίδεται –εντελώς παράλογα– στους ίδιους τους πρόσφυγες η ευθύνη για την κατάστασή τους αποτελεί κατεξοχήν μορφή εξορκισμού. Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, το χάσμα φορτίζεται εκρηκτικά από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό προσφύγων και γηγενών στη διεκδίκηση της γης (αγροτικής και αστικής), στην αγορά εργασίας αλλά και στις κάθε λογής και κλίμακας επιχειρηματικές δραστηριότητες (από το μικρεμπόριο μέχρι τη βιομηχανία). Δηλητηριάζεται, τέλος, και αναπαράγεται συνεχώς από τις πολιτικές συγκρούσεις, αφού οι πρόσφυγες είναι εκείνοι που εξασφαλίζουν την εκλογική επικράτηση του Βενιζελισμού και την επιβολή της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Για μεγάλο μέρος των γηγενών –ιδίως αυτό που εκπροσωπεί ο Αντιβενιζελισμός– οι πρόσφυγες είναι με δυο λόγια οι ξένοι που ήρθαν να τους εκτοπίσουν τόσο από την οικονομική, όσο και από την πολιτική ζωή του τόπου τους. Ο Αντιβενιζελισμός αποτελεί έκφραση εκείνων των γηγενών που αρνούνται τόσο την αποκατάσταση όσο και την πολιτική ενσωμάτωση και ισοτιμία των προσφύγων. https://www.lifo.gr/articles/archaeology_articles/123667/mythoi-kai-alitheies-gia-toys-prosfyges-toy-1922
Σχολιάζει ο/η