ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Μια και το προηγούμενο σχόλιο μου απέσπασε αρνητικές ψήφους, ας σπεύσω να διευκρινίσω τα εξής (και σε όποιον αρέσει): Το ταλέντο δεν της έλειπε της Βουγιουκλάκη, τά ‘λεγε. Μαζί με την επιτυχία όμως, ήρθε ως συνήθως και η μανιέρα. Στυλιζάρισε καμιά ντουζίνα πραματάκια, μούτες, κόλπα, δακρυάκια, χαριτωμενιές, και μ’ αυτά πορεύτηκε στην υπόλοιπη καριέρα της, είτε έπαιζε « Ένα αστείο κορίτσι» είτε Αντιγόνη. A propos, ο Δημήτρη μου Δημήτρη μου ουδέποτε τα έλεγε αλλά φαίνεται ότι είχε άλλες χάρες... Τέλος πάντων. Πώς ήρθε η επιτυχία τώρα. Η σούπερ σταρ Βουγιουκλάκη είναι αποκλειστικό δημιούργημα ενός εξαιρετικού μάρκετινγκ και μιας δεξιάς κουλτούρας που είδε στο πρόσωπό της την πνευματική (!) της ηγερία, το πρότυπό της, τον εαυτό της. Μια κωλοπετσωμένη ξανθιά, (που ήταν μελαχρινή αλλά έκανε δήλωση), από εθνικόφρον σπίτι, ωραιοτάτη (που λένε), έκτακτη ηθοποιός (Μαρίκα μου), του Εθνικού (μεγάλη δουλειά τότε), γκόμενα του διαδόχου (μετά συγχωρήσεως), δουλευταρού, επιχειρηματίας, απολιτίκ (ναι, καλά!) και άλλα ων ούκ εστι αριθμός. Νάτηνε λοιπόν μόνιμο εξώφυλλο σε όλη τη γκάμα των Ντομινό και των Φαντάζιο, πρώτη μούρη στις διαφημίσεις της εποχής, στις κοσμικές στήλες, στο κουτσομπολιό του σαλονιού και του πλυσταριού, στα μέσα και στα έξω το Αλικάκι, ο πόθος των αρσενικών, το wannabe των θηλυκών και το icon της κατινο-gay κουλτούρας. Και μη μου πείτε τώρα ότι έγινε χωρίς την τηλεόραση. Δεν υπήρχε. Γιατί αν υπήρχε, θα έλεγε μέχρι και τις ειδήσεις. Κακιά απ’ ότι ξέρω δεν ήταν (με την έννοια του Αρτέμη Μάτσα), ήταν μάλλον ένα δυστυχισμένο νευρωτικό πλάσμα που διαχειρίστηκε μια καριέρα και δεν κατόρθωσε να διαχειριστεί την ίδια της τη ζωή. Στο τέλος την έφαγε ο τρόμος του κενού και η α λα Ντόριαν (και όχι Καίτη) Γκρέυ αγωνία να παραμείνει μία επιθυμητή γατούλα, εξηντατόσων χρονών γυναίκα. Και τι έμεινε; Σποδός. Τι δίδαξε; Τι έμαθαν οι νέοι ηθοποιοί που λένε πως έμαθαν κοντά της; Να πεταρίζουν ναζιάρικα τις (ψεύτικες) βλεφαρίδες; Ή να παίζουν πάντα ανφάς (γιατί δε λέει το προφίλ); Τα γούστα της, η άποψή της, φαινόταν και στο ρεπερτόριο που ανέβαζε: απαραιτήτως ό,τι είχε ωραία επίπλωση, καμιά εικοσπενταριά τουαλέτες να αλλάζει, μπόλικο μπιζού, κάλτσα δικτυωτή, αγνό ερωτισμό και πάνω απ’ όλα ...τραγούδι. Διότι είχε και αυτή την ψωνάρα, να τραγουδάει. Όϊ όϊ μάνα μου! Έβγαζε και δίσκους (που τους ακούει ο Δελλαπόρτας και πλαντάζει). Ο τρόμος της Ποπίτσας (της έκανε μαθήματα τραγουδιού) και η χαρά του μουσικού που θα έβγαζε κανένα φράγκο. Αυτά κι άλλα πολλά λοιπόν...
Σχολιάζει ο/η