«Από εκεί και πέρα, για τον Μαρξ παραγωγή δε σημαίνει μόνο παραγωγή πραγμάτων, αλλά και παραγωγή ιδεών, παραγωγή μορφών επικοινωνίας, παραγωγή κοινωνικών σχέσεων. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα των ιστορικών συνθηκών, αλλά ταυτόχρονα ο πρωταγωνιστής, αυτός που τις μεταβάλει με τη δράση του για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του μέσα στις κάθε φορά συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες: «Η υλιστική διδασκαλία για τη μεταβλητότητα των καταστάσεων και της εκπαίδευσης ξεχνά πως οι άνθρωποι μεταβάλλουν τις καταστάσεις, πως ο ίδιος ο εκπαιδευτής πρέπει πρώτα να εκπαιδευθεί, και ως εκ τούτου χωρίζει την κοινωνία σε δύο μέρη, εκ των οποίων το ένα υψώνεται πάνω από την ίδια. Η σύμπτωση της μεταβολής των καταστάσεων με τη δραστηριότητα του ανθρώπου ή την αυτομεταβολή του, μπορεί να συλληφθεί και να κατανοηθεί λογικά, μόνο σαν επαναστατική πράξη». Επίσης, στηΓερμανική Ιδεολογία υπάρχει μια σημείωση που γράφει: «Η λεγόμενη αντικειμενική ιστοριογραφία είναι αυτή ακριβώς που εξετάζει τις ιστορικές συνθήκες ανεξάρτητα από τη δραστηριότητα. Αντιδραστικός χαρακτήρας». Αν λοιπόν, διατηρώντας αυτό το πλαίσιο σκέψης που στις παραπάνω γραμμές εκτίθεται σε αφηρημένο επίπεδο, μετακινηθούμε στη συγκεκριμένη μορφή ταξικής εκμετάλλευσης που είναι η καπιταλιστική παραγωγική σχέση, μπορούμε να κατανοήσουμε ότι κάθε στιγμή της καπιταλιστικής παραγωγής είναι στιγμή της ταξικής πάλης. Οι «εσωτερικές και αντικειμενικές αντιφάσεις» του καπιταλιστικού συστήματος εντοπίζονται ακριβώς στη συγκεκριμένη μορφή με την οποία αντλείται υπερεργασία από τους άμεσους παραγωγούς και τη σύγκρουση που αυτή γεννά. Η πρόταση «οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής» (την οποία ο παραδοσιακός μαρξισμός θεώρησε ως την κλασική έκθεση της μαρξικής θεωρίας της κρίσης και της καταστροφής του καπιταλισμού, ενώ ο Καστοριάδης ως την πιο ξεκάθαρη έκφραση του τεχνολογικού ντετερμινισμού του Μαρξ) λαμβάνει ένα ολότελα διαφορετικό νόημα αν σκεφτούμε ότι για τον Μαρξ η θεμελιώδης παραγωγική δύναμη είναι η ίδια η ζωντανή εργασία. Aν μάλιστα σκεφτούμε την παραγωγή ως παραγωγή κοινωνικών σχέσεων και ανθρώπινης επικοινωνίας, τότε γίνεται ξεκάθαρο ότι η μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη είναι το επαναστατημένο προλεταριάτο. Τέλος, αυτό που καλείται «οι νόμοι κίνησης της οικονομίας» ή «η αντικειμενική ιστορική κίνηση της ανάπτυξης του κεφαλαίου», δεν είναι παρά η αποκρυστάλλωση της πορείας της σύγκρουσης ανάμεσα στις τάξεις.»Από το δεύτερο τέυχος του περιοδικού Blaumachen (πρώην καστοριαδικοί).Όλο το τεύχος, όπου, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνεται και μία εκτενής κριτική στο σύνολο του καστοριαδικού έργου, εδώ:http://www.blaumachen.gr/blaumachen/pdfs/pdfs/Blaumachen_Issue_2.pdfΕίναι προφανές ότι ο Καστοριάδης, όπως τόσοι και τόσοι όψιμοι επικριτές του μαρξισμού (και κυρίως του ίδιου του Μαρξ), φτιάχνουν μία καρικατούρα μαρξισμού (ορμώμενοι βέβαια και από την υπαρκτή στον 20ό αιώνα τάση απολίθωσης της μαρξικής θεωρίας σε δόγμα, σε ένα σετ εκ των προτέρων καθορισμένων συνταγών δια πάσα χρήση), ώστε να μπορούν ύστερα με βολικές και εύκολες ταμπελίτσες ("οικονομισμός", "ντετερμινισμός", "οι επιστημονικοί νόμοι κίνησης της ιστορίας και της κοινωνίας") να ξεμπερδεύουν γρήγορα μαζί του. Είναι απίστευτη η ζημιά που έχει κάνει ο Καστοριάδης και οι υπόλοιποι (Αξελός, Παπαϊωάννου) στην πρόσληψη του μαρξικού έργου σήμερα, ιδίως από τη νεολαία η οποία, όπως παρατηρώ και στα βιβλιοπωλεία, αγοράζει τα βιβλία του Καστοριάδη λες και είναι φρέσκα κουλούρια. Προσεγγίζουν έτσι το μαρξικό έργο όχι απροκατάληπτα, αλλά έχοντας ήδη στο μυαλό τους την - αναπόδεικτη - σύνδεση: μαρξισμός-> λενινισμός-> σταλινισμός (άρα, στρατόπεδα συγκέντρωσης, εσωτερικές εκκαθαρίσεις κ.λπ.). Έτσι, το ποιοτικά νέο που κομίζει η σκέψη του Μαρξ, η ιστορική της πρωτοτυπία και ιδιοτυπία, μένουν στην αφάνεια. Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι αυτά που λέει ο Καστοριάδης τα έχουν αναπτύξει διάφοροι προγενέστεροι συντηρητικοί στοχαστές πολύ πριν από τον ίδιο, και με μεγαλύτερη θεωρητική ευστοχία. Το να αναγορεύεται, π.χ., το θρησκευτικό φαινόμενο σε θέμα ταμπού για τις σύγχρονες κοινωνίες, όταν έχει προηγηθεί ο γαλλικός Διαφωτισμός ή οξυδερκής κριτική του Feuerbach στον χριστιανισμό τον 19ο αιώνα, είναι εντελώς γελοίο. Τη σύνδεση του Πλάτωνα με τον Μαρξ και την αποκήρυξη τους ως "εχθρούς του δημοκρατικού πολιτεύματος" την έχει επιχειρήσει ήδη ο Popper από το 1945 κιόλας (βέβαια ο τρόπος που μεταχειρίζεται ο Popper τον Πλάτωνα και τον Hegel είναι για τα γέλια, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα). Είναι πραγματικά απορίας άξιον πώς φτάσαμε στο σημείο να θεωρείται ο Καστοριάδης ένας από του μεγαλύτερους στοχαστές του 20ού αιώνα· θα μπορούσε «Η άνοδος της ασημαντότητας» να αναφέρεται στον ίδιο και το έργο του, αν είχε ίχνος αυτογνωσίας!
Σχολιάζει ο/η