Είχα μια παρόμοια εμπειρία όταν ήμουν νεότερη, που ίσως με έναν παράξενο τρόπο να αποτελεί την συνέχεια της δικής σου ιστορίας, δηλαδή της ιστορίας ζωής ενός ...επιτυχημένου ανθρώπου. Του ανθρώπου που ενδεχομένως θα γνωρίζαμε αν τον βρίσκαμε στην επόμενη φάση ζωής από εκείνη που περιγράφει ο δικός σου τύπος. Παρομοίως και η δική μου ιστορία διαδραματίζεται προ κρίσης. Αρχές καλοκαιριού περίπου, βράδυ κατά τις 21.00 θα ήταν, σε ένα ελληνικό νησί, παρέα με ένα φιλαράκι, έχουμε στηθεί και περιμένουμε σε κάποιο σημείο, με μια αλάνα έμοιαζε, το λεωφορείο της γραμμής για να μας πάει στο λιμάνι να πάρουμε το πλοίο να πάμε κάπου.. (ούτε θυμάμαι πού). Εκεί στην στάση που αραξαντάν εμείς την έχουμε πέσει κάπως αποκαμωμένοι από την αψάδα της περιπετειώδους ημέρας (ζωή και κότα την επερνάγαμε τότε με τα λεφτά του ντάντυ), σκάει μύτη ένας μεσήλικας, κύριος κανονικός, ευγενής φυσιογνωμία, μεστή ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία, με το σεμνό κοστουμάκι του, τον χαρτοφύλακά του. Εμείς φοιτηταριό, με το backpack, την σαγιονάρα, με ρούχα που είχαν να πλυθούν τουλάχιστον τριήμερο, και το τσιγαράκι στο χείλος α λα Κλιντ, λέσια. Όμως... ευτυχισμένα λέσια. Δύο κόσμοι που συναντιούνται ένα βράδυ στην στάση ενός λεωφορείου, στο νησί(!). Πάνω στην κοινή αναμονή (ένα ήταν το γαμολεωφορείο και αργούσε) πιάνει λοιπόν ο κύριος και μας ρωτάει από πού είμαστε, τί κάνουμε εκεί, τί σπουδάζουμε και τα κλασικά. Ντόπιος αυτός. Του προσφέρω τσιγάρο ενώ απαντώ, αρνείται ευγενικά γιατί το έχει κόψει εδώ και κάποια χρόνια, και ακολούθως μιας που τα λέγαμε ωραία, τον ρωτάω και εγώ με ενδιαφέρον τί επαγγέλεται. Καθώς μας λέει ότι έχει δική του επιχείρηση (ανάθεμα και αν θυμάμαι με τί, αλλά δεν είχε σημασία, για αυτό δεν το συγκράτησα, θα καταλάβετε παρακάτω), καρφώνει που λέτε στοχαστικά το βλέμμα του στο κενό (απέναντι δηλαδή, είχε και ανοιχτωσιά) και αρχίζει να μας αφηγείται τη μελαγχολία της ψυχής του με ένα ύφος 'κάπου να καταθέσω το φορτίο μου, σε κάποιον που να με ακούσει' και έναν τόνο στη φωνή του αμιγώς εξομολογητικό και συνάμα εκπληκτικά ανεπιτήδευτο. Δεν έλεγε ακριβώς καμιά πρωτοτυπία, όμως ήταν ο τρόπος του, το πλαίσιο, και το γεγονός ότι το μοιραζόταν με αγνώστους, που μάλιστα δεν είχανε και κανένα κοινό βιωματικό υπόβαθρο με εκείνον, που σου προκαλούσε την περιέργεια, σχεδόν δημιουργούσε μια υφέρπουσα έξαψη, σου αιχμαλώτιζε την προσοχή. Αν δεν ήταν και ολίγον σουρεαλιστικά ασυνήθιστο όλο το σκηνικό (έκοβες την αντίστιξη στην ατμόσφαιρα με το μαχαίρι λέμε), θα μπορούσε να είναι έως και κατανυκτικό. Εν τω μεταξύ ησυχία γύρω τριγύρω, εμείς 3 και ο κούκος στην στάση στη μέση του πουθενά να ακούμε μια εκ βαθέων εξομολόγηση. Ότι ήταν πάντα προκομένος, δούλεψε πολύ σκληρά, το έβαλε στόχο από νέος να καταφέρει κάτι καλό, και αγωνίστηκε μόνος του για να καταφέρει κάτι, έχτισε μια ολόκληρη καλή και επικερδή επιχείρηση από το μηδέν, ταυτόχρονα έκανε οικογένεια, απέκτησε δύο κόρες, οι κόρες του θέλει να συνεχίσουν τη δουλειά του, τις σπούδασε πάνω στο αντικείμενο, τους έχει εξασφαλίσει μια άνετη και ωραία ζωή δίχως να χρειαστεί να αγωνιούν για κάτι, δίχως να έχουν ανάγκη να αγωνιστούν, να δυσκολευτούν, να ανησυχήσουν και αυτές όσο αγωνίστηκε, δυσκολεύτηκε, μάτωσε εκείνος, του ίδιου δεν του λείπει τίποτα πια, έβγαλε πολλά χρήματα και ζει άνετα. Όμως... δεν είναι ευτυχισμένος! Μα γιατί, τολμάμε να ρωτήσουμε. Γιατί δεν είχα χρόνο για να γευτώ τίποτα παιδιά μου, μας λέει. Όλη μου τη ζωή μέχρι τώρα κλεισμένος μέσα σε ένα γραφείο από το πρωί μέχρι το βράδυ, δούλευα. Καθημερινές φυσικά δούλευα. Τα σαββατοκύριακα και αυτά φυσικά δούλευα. Τόσα πολλά χρόνια, όλα αυτά τα χρόνια δούλευα. Για να καταφέρω όλα όσα κατάφερα, δούλευα πάάάρα πολύ. Δούλευα συνέχεια. Δεν χάρηκα το παραμικρό, δεν χάρηκα ούτε τα παιδιά μου να μεγαλώνουν, δεν είχα χρόνο. Ναι, έφτιαξα κάτι σημαντικό για αυτά (για τα παιδιά μου), αλλά δεν απόλαυσα τίποτα, ούτε καν αυτά τα ίδια (τα παιδιά μου). Νιώθω πως δεν έζησα τίποτα-τίποτα και τώρα το συνειδητοποιώ, τώρα που πέρασαν τα χρόνια και αυτά τα χρόνια δεν γυρίζουν... Παίρνω λοιπόν τότε το θάρρος, με την άγνοια και την αφέλεια της νιότης που με διέκρινε, ή ίσως και το θράσος, και του λέω «Αυτός όμως ήταν ο στόχος σας και τον πετύχατε! Γιατί δεν χαίρεστε για αυτό; Μπορεί να μην κάνατε τίποτα άλλο, όμως κάνατε αυτό το οποίο βάλατε σκοπό σας και μάλιστα άξια. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εσείς εκπληρώσατε το όνειρό σας. Κάνατε πραγματικότητα την επιθυμία σας. Παλέψατε για αυτήν σκληρά και ανταμειφθήκατε για τον μεγάλο κόπο που απερίσπαστος καταβάλλατε. Και δεν ήταν μικρός ο στόχος που θέσατε... ειδικά αν μας λέτε ότι ξεκινήσατε από το μηδέν. Πιστέψτε μας, εμείς που το ακούμε ως νεότεροι, μας φαίνεται βουνό! Μας ακούγεται σπουδαίο επίτευγμα και καθόλου δεν σας το λέω για να σας κολακεύσω. Μου προκαλεί μεγάλη εντύπωση που αισθάνεστε έτσι... Θα φανταζόμουν πως θα αισθανόσασταν ικανοποίηση μετά από όσα καταφέρατε.». Εκείνος τότε λέει απέριττα, με μεγάλη σοβαρότητα, και πάντα με την καθαρή εξομολογητική χροιά που σε αφόπλιζε και ας μην είχε αφοπλίσει εμένα ακόμα «Μπα. Δεν αισθάνομαι ικανοποίηση. Αισθάνομαι πίκρα.», το βλέμμα πάντα καρφωμένο υπαρξιακά στο κενό (της ύπαρξης μάλλον). Του λέω εγώ (επίμονη εγώ) «Μα δεν έχει λογική όλο αυτό! Στη ζωή πάντα - ό, τι και να επιλέξουμε - πάντα πάντα πάντα κάτι κερδίζουμε και στη θέση του κάτι άλλο χάνουμε! Όλα έχουνε ένα τίμημα. Πώς να γίνει δηλαδή; Mήπως δεν τα σκέφτεστε σωστά, μήπως απλώς είναι μια στιγμή που σαν άνθρωπος και εσείς μελαγχολείτε, σε όλους συμβαίνει, και δεν αισθάνεστε πραγματικά τόσο δραματικά όσο μας λέτε;». «Όχι.», επιμένει και αυτός, λιτά και ανυπόκριτα. «Έτσι ακριβώς αισθάνομαι, όπως σας το λέω. Τί νόημα είχε για εμένα η ζωή;». Το νόημα που της δώσατε εσείς, του λέω. Το νόημα του σκοπού σας. «Το τίμημα όμως που είπες είναι όλο το θέμα!» μου λέει. «Δεν είχα υπολογίσει καλά το τίμημα που θα πλήρωνα, το τίμημα που πλήρωσα.». Εκείνη την στιγμή τον ρωτάω ευθέως «Μα τί εννοείτε, ότι μετανιώσατε για αυτό που πετύχατε και ότι αν σας δινόταν η ευκαιρία να γυρίσετε το χρόνο πίσω, να γίνετε πάλι νέος και απένταρος, άφτιαχτος εντελώς, στο απόλυτο μηδέν όπως ήσασταν, ξέροντας όμως όσα ξέρετε τώρα για όλα, για την επιτυχία, για το τίμημά της, για όλα όσα θα περάσετε και θα καταφέρετε και θα πληρώσετε και θα πάθετε και θα γνωρίσετε και από την καλή και από την ανάποδη, δεν θα το ξανακάνατε;; Θα προτιμούσατε να μην πετύχετε όσα πετύχατε;». Πονηρά σκεπτόμενη η αλεπού, είπα να το θέσω ακόμη πιο δελεαστικά το δίλημμα... (και να λαϊκίσω ανελέητα! Να την κορυφώσω την συναισθηματική επίκληση!) οπότε στην τελευταία μου φράση προλαβαίνω να συμπληρώσω καπάκι « Θα προτιμούσατε να μην είχατε βγάλει λεφτά;; Να μην είχατε εξασφαλίσει τις κόρες σας;; » χεχε.. λέω από μέσα μου, να δω τώρα ΤΙ θα μου απαντήσεις. (Ήμουν σκληρή εξομολόγος, το παραδέχομαι. Eεε sorry but I give tough love) Σε αυτό το σημείο, γυρνάει και με κοιτάει. Μου απαντάει λοιπόν χωρίς ίχνος δισταγμού, απλά, ήρεμα, εξομολογητικά, το ίδιο σοβαρά όσο μιλάει τόση ώρα : Ναι. Θα προτιμούσα να μην είχα βγάλει λεφτά και να μην εξασφαλίσω τις κόρες μου. Αν είχα ξανά την ευκαιρία να ζήσω από την αρχή, δεν θα δούλευα τόσο πολύ, και ας μην πετύχαινα τίποτα.
Σχολιάζει ο/η