Επειδή ζω στη Λεττονία τα τελευταία χρόνια, ας μου επιτραπεί η κοινότυπη παρατήρηση ότι η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολουθήθηκαν από τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών (σημ: η χώρα από τη 2η ανεξαρτησία της το 1990 και μετά, έχει μόνο κυβερνήσεις συνασπισμού) ήταν τόσο βαριά που δεν θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά παρά μόνο σε ελάχιστες άλλες χώρες. Το να αναφέρουμε πτώση του ΑΕΠ κατά 18% μέσα σε ένα έτος είναι μόνο μία κουβέντα. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τις πρακτικές συνέπειες από τη βίαιη προσαρμογή, με απολύσεις αστυνομικών, δασκάλων, γιατρών, κλείσιμο νοσοκομείων, μειώσεις μισθών και συντάξεων, κτλ. Διαμαρτυρόμαστε για τα μέτρα λιτότητας, αλλά εάν είχαν εφαρμοστεί ανάλογες πολιτικές στη χώρα μας, οι αγανακτισμένοι δεν θα μούντζωναν τους πολιτικούς μας: θα τους είχαν κρεμάσει όλους στην Πλατεία Συντάγματος. (Φανταστείτε τα μέτρα που έχουν ληφθεί στην Ελλάδα εις διπλούν και εκτελεσμένα στο μισό χρόνο). Στη Λεττονία, αντιθέτως, όλα αυτά τα χρόνια υπήρξε μόνο μία απεργία, διάρκειας μίας ημέρας (το 2009). Δεν λέω ότι αυτοί έκαναν καλύτερα ή χειρότερα που έσκυψαν το κεφάλι για να εργαστούν. Αυτό που λέω (και συχνά σε συζητήσεις κάποιοι έλληνες φίλοι παρεξηγούνται) είναι ότι οι Λεττονοί απλά μένουν έκπληκτοι όταν μαθαίνουν στις ειδήσεις ότι στην Ελλάδα έχουμε γενική απεργία: «Μα αφού έχετε χρεοκοπήσει, αντί να δουλέψετε περισσότερο, κάνετε και απεργίες ρίχνοντας ακόμα περισσότερο την παραγωγικότητά σας;» Ο συνδυασμός αυστηρής προτεσταντικής ηθικής και υπακοής στην κεντρική εξουσία/λιτοδίαιτων προτύπων κατανάλωσης (κληρονομιά της σοβιετικής περιόδου ακόμη διάχυτης στο σύνολο της κοινωνίας), επέτρεψε το ξεπέρασμα της κρίσης κατά ένα τρόπο που επαναλαμβάνω: δύσκολα θα εφαρμοζόταν στις περισσότερες χώρες – αδύνατο να εφαρμοζόταν στην Ελλάδα. Όταν έρχομαι τα καλοκαίρια στην Αθήνα παρατηρώ με λύπη ότι μερικά πράγματα δεν έχουν αλλάξει. Πάντα υπάρχει ουρά υποψήφιων θυμάτων (είμαι και εγώ ένα από αυτά, το ομολογώ) που επί ώρα περιμένουν να βρουν τραπέζι στις καφετέριες της παραλιακής (όπερ σημαίνει να πληρώσουν πανάκριβα υπηρεσίες πολύ συχνά χαμηλοτάτου επιπέδου). Σίγουρα υπάρχει κρίση – και πολλοί ζουν πλέον κάτω από το όριο της φτώχιας. Αλλά (για να μην αναφερθούμε σε Μύκονο, κτλ) το παραπάνω περιστατικό (με πρωταγωνιστές όχι τέκνα της μπουρζουαζίας, αλλά μικρομεσαίους) δείχνει ότι τα αίτια που μας οδήγησαν στην χρεοκοπία μάλλον δεν έχουν γίνει απολύτως κατανοητά στο ευρύ κοινό. Συναντιέμαι με φίλους από το σχολείο, που 20 χρόνια μετά, κάνουν ακριβώς τα ίδια πράγματα: μένουν με τους γονείς τους, κουτσοδουλεύουν ή είναι άνεργοι. Η πιθανότητα να μεταναστεύσουν δεν τους περνάει καν από το μυαλό (εκτός από λίγους που έχουν πτυχία, για τους οποίους η μετανάστευση είναι περισσότερο διέξοδος για καριέρα, παρά αναγκαστικό μέσον βιοπορισμού). Στη Λεττονία, αντίθετα, οι πάντες έχουν συγγενείς που εργάζονται στο εξωτερικό, κατά ένα τρόπο που θυμίζει την ελληνική κοινωνία την εποχή των πατεράδων και των παππούδων μας. Ως συνέπεια, ο πληθυσμός εδώ έχει μειωθεί κατά 10% μέσα σε λίγα χρόνια. Το 2012 (και σε περίοδο διεθνούς ύφεσης) το λεττονικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,5%. Σωστή ή λάθος η προσέγγιση των Λεττονών, δεν θα το κρίνω εγώ. Είμαι σίγουρος όμως, ότι η ελληνική κοινωνία, έτσι μαλθακή και κακομαθημένη όπως είχε γίνει τις τελευταίες δεκαετίες, πολύ απλά δεν έχει τα κότσια για να ακολουθήσει το παράδειγμά της. Οπότε, και το να την αναφέρουμε ως τέτοιο, είναι άνευ πρακτικής αξίας.
Σχολιάζει ο/η