Ως συγγραφέας, θα ήθελα να προσθέσω και εγώ τη δική μου ταπεινή άποψη σε όλα αυτές που έχουν ήδη διατυπωθεί, χωρίς βέβαια να διεκδικώ κάποιο αλάθητο. 1)... ΓΙΑ ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ: Η συγγραφή αποτελεί –κανονικά– ανάγκη και όχι επάγγελμα. Όπως ο ζωγράφος, για να εκφραστεί, νιώθει την ανάγκη να πιάσει το πινέλο, ο συνθέτης να ακουμπήσει τα δάχτυλά του πάνω στα πλήκτρα ενός πιάνου ή στις χορδές μιας κιθάρας, έτσι και ένας συγγραφέας «εξαναγκάζεται» από τον εαυτό του και τις ιδιαιτερότητες της προσωπικότητάς του να πιάσει το στυλό –για άλλους είναι χρυσοποίκιλτη πένα– για να συγγράψει. Η κατ’ επάγγελμα συγγραφή ενός βιβλίου αποτελεί καινοφανή θεώρηση, αν βέβαια πιστέψουμε στην έννοια της έμπνευσης, η οποία εμφανίζεται μονάχα όταν αυτή το θέλει. Δυστυχώς, όμως, όλα αυτά φαίνεται να αποτελούν προϊόντα μιας άλλης εποχής, έχοντας αντικατασταθεί προ πολλού από την έκφραση «κατά παραγγελία συγγραφή βιβλίων». 2)...ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΑΝΕΙΣΜΟ: Το φαινόμενο αυτό αποτελεί σίγουρα ένα πρόβλημα για όλους τους εμπλεκόμενους με την έκδοση και την κυκλοφορία ενός βιβλίου και ειδικά για τους συγγραφείς που χάνουν πράγματι ένα μεγάλο τμήμα από τα πιθανά κέρδη τους, ωστόσο είναι και μια πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί να αντιμετωπιστεί. Φαντάζει, όμως, κάπως εξωπραγματικό το να ζητάς από έναν αναγνώστη σου να μη δανείζει τα βιβλία σου σε άλλους, ειδικά μάλιστα όταν μια τέτοια απαίτηση διατυπώνεται με ένα τέτοιο ύφος.3)...ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΤΑΜΟΙΒΕΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ: Για τη συντριπτική πλειοψηφία των συγγραφέων αυτές πράγματι κινούνται στα ποσά που ανέφερε η κα Δημουλίδου. Αν, ωστόσο, συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό της σε αυτούς, τότε θα συμφωνήσουμε με την άποψη που διαβάσαμε κάπου στο διαδίκτυο πως μάλλον εξαπατήθηκε από τον εκδοτικό οίκο με τον οποίο συνεργάζεται (κοινώς την «πιάσανε κορόιδο»). Κρίνοντας, όμως, από τη χλιδή της οικίας της, την οποία με αυταρέσκεια επιδεικνύει στις διάφορες φωτογραφίσεις της, ή η ίδια μας δουλεύει ή πράξαμε κακώς που δεν γίναμε αεροσυνοδοί μέχρι τα 40 μας, ώστε αυτό να μας επιτρέψει να ασχοληθούμε ξένοιαστα στο υπόλοιπο της ζωής μας τη συγγραφή των βιβλίων...4) ...ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΥΣ ΟΙΚΟΥΣ: Το θλιβερό –για αναγνωρισμένη συγγραφέα– ύφος που χρησιμοποίησε η κα Δημουλίδου, όπως και τα εκ μέρους της σχόλια που αποκάλυψαν κάποιοι από τους συνομιλητές της στο Facebook, πρωτίστως θα έπρεπε να προβληματίσουν τους εκδότες με τους οποίους έχει συνεργαστεί. Δυστυχώς, όμως, και αυτοί εδώ και καιρό αποτελούν εμπόρους, τους οποίους ενδιαφέρει αποκλειστικά και μόνο το κέρδος και ελάχιστα η ποιότητα. Ας απολαύσουν, λοιπόν, τώρα τα επίχειρα των επιλογών τους όσον αφορά τους συγγραφείς που έχουν επιλέξει, αν και νομίζουμε πως ελάχιστα ενδιαφέρονται γι’ αυτό...5) ...ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ: Μεγάλη βέβαια είναι και η ευθύνη του αναγνωστικού κοινού, γιατί –ας μην το λησμονούμε– αυτό έχει καταξιώσει με τις προτιμήσεις του κάποιους συγγραφείς. Η επιλογή ενός βιβλίου –και κατ’ επέκταση ενός συγγραφέα– δεν θα έπρεπε να στηρίζεται στο γράμμα της αλφαβήτου που υπάρχει στο εξώφυλλο του (Χ, Ψ, Ω) και σε μια άκριτη επιλογή τού οτιδήποτε προβάλλουν ή «πλασάρουν» τα ΜΜΕ, αλλά σε μια ενδελεχή αναζήτηση. Ξέρουμε... Ζητάμε πολλά...6)...ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ: Η έπαρση την οποία τροφοδοτεί η προβολή από κανάλια και δημοσιογράφους –όχι πάντα εγνωσμένης αξίας– αναγκάζει ορισμένους από εμάς τους συγγραφείς να θεωρούμε τους εαυτούς μας ογκόλιθους του πνεύματος, αντίστοιχους ενός Ντοστογιέφσκι, ενός Καζαντζάκη, ενός Ουγκώ κ.ά. Αγνοούμε –ή δεν θέλουμε καλύτερα να αποδεχθούμε– το γεγονός πως τα βιβλία μας χαρακτηρίζονται από ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο (συνήθως ερωτικό) και απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο κοινό (γυναικείο), χωρίς βέβαια τίποτα από όλα αυτά να είναι επιλήψιμο. Ωστόσο, για όνομα του Θεού! Ούτε κοινωνικό ούτε επιμορφωτικό έργο παράγουμε! Εύπεπτα αναγνώσματα δημιουργούμε, λιγότερο ή περισσότερο καλογραμμένα, για να διαβαστούν από τις αναγνώστριές μας συνήθως πάνω στην καλοκαιρινή ξαπλώστρα μιας παραλίας. Ας πατάμε, λοιπόν, και λίγο στη γη και ας έχουμε υπόψη πως μπορεί σήμερα μια εφήμερη δόξα να μας τυλίγει στα φτερά της, αλλά έπειτα από ορισμένες δεκαετίες δεν θα μας θυμάται ή –το σημαντικότερο– δεν θα μας διαβάζει κανείς... Θα μπορούσα να γράψω και άλλα πολλά για την επιστολή της κας Δημουλίδου, η οποία προσωπικά με εξέπληξε, μη μπορώντας να αντιληφθώ πώς είναι δυνατό το χρησιμοποιούμενο σε βιβλία ύφος και λεξιλόγιο ενός συγγραφέα να απέχει έτη φωτός από το αντίστοιχο μιας επιστολής του, αλλά ήδη έχω γράψει πολλά και πιθανότατα σας έχω κουράσει. Γι’ αυτό είναι καλύτερο να κλείσω εδώ...
Σχολιάζει ο/η