ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΜΙΑ επικρατούσα συμβουλευτική γονέων, η μητρότητα δεν είναι μόνο φροντίδα, αλλά και μια σειρά ψυχολογικών παρεμβάσεων που μπορούν να καθορίσουν απολύτως το μέλλον ενός παιδιού. Αυτού του είδους η συμβουλευτική αποτελεί μια εκδήλωση της σύγχρονης «κουλτούρας της θεραπείας» που αναπτύσσεται με αναρτήσεις στο Instagram, με μυριάδες προϊόντα αυτοφροντίδας και με άπειρους οδηγούς αυτοβελτίωσης που ενθαρρύνουν τη συνεχή αυτοεξέταση και την επιδίωξη της συνεχούς προσωπικής βελτίωσης. Πολλά από αυτά απευθύνονται σε όλους τους γονείς, αλλά, τελικά, τείνουν να καταναλώνονται κυρίως από τις μητέρες. Και το μήνυμά τους προς αυτές μπορεί να είναι απίστευτα δελεαστικό: Κάντε αρκετή «δουλειά» με τον εαυτό σας — ρυθμίστε το νευρικό σας σύστημα, μάθετε να συντονίζεστε συναισθηματικά, ακολουθήστε τους κανόνες της σωστής γονικής μέριμνας — για να μπορέσετε να διασφαλίσετε το ψυχολογικό μέλλον του παιδιού σας.
Σε έναν τομέα της ζωής τόσο κρίσιμο και απρόβλεπτο όσο η μητρότητα, αυτή η υπόσχεση ελέγχου μπορεί να φαίνεται καθησυχαστική. Αλλά τελικά είναι μια ψευδαίσθηση, που βασίζεται σε ασταθή επιστημονικά δεδομένα και αποσπά την προσοχή από τις υλικές πραγματικότητες που καθιστούν την ανατροφή των παιδιών τόσο δύσκολη.
Πολλές μελέτες έχουν υποστηρίξει την ιδέα ότι οι γονείς δεν είναι τόσο κρίσιμοι παράγοντες όσο πιστεύουν πολλοί. Τα γονίδια, για παράδειγμα, φαίνεται να παίζουν μεγαλύτερο ρόλο από το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά.
Εξετάζοντας τις ρίζες της σύγχρονης ψυχοθεραπείας σε σχέση με την ανατροφή των παιδιών, γρήγορα συνειδητοποιεί κανείς ότι η επιστήμη αυτή δεν είχε δημιουργήθηκε με προτεραιότητα την υποστήριξη των μητέρων. Το 1946, ο Έντουαρντ Στρέκερ, ψυχίατρος και πρόεδρος της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, χρησιμοποίησε τον όρο «μαμισμός» (“momism”) για να περιγράψει πώς οι αυταρχικές, «ευνουχιστικές» μητέρες είχαν υποτίθεται καταστήσει δύο εκατομμύρια Αμερικανούς άνδρες ψυχολογικά ακατάλληλους για τον πόλεμο. Λίγο αργότερα, η ψυχρή, απόμακρη, «σχιζοφρενογενής» μητέρα κατηγορήθηκε για την πρόκληση της σχιζοφρένειας, ενώ η συναισθηματικά απόμακρη και ψυχρή «μαμά-ψυγείο» κατηγορήθηκε για την πρόκληση του αυτισμού. Μερικοί απέδωσαν ακόμη και δερματικές παθήσεις, όπως το έκζεμα, στην κακή μητρική φροντίδα. «Η προσωπικότητα της μητέρας», ισχυριζόταν ο ψυχαναλυτής Ρενέ Σπιτζ το 1951, «λειτουργεί ως νοσογόνος παράγοντας, ως ψυχολογική τοξίνη».
Σήμερα, τέτοιες θεωρίες μπορεί να φαίνονται σαν απομεινάρια του παρελθόντος. Αλλά η επίρριψη ευθυνών στις μητέρες δεν εξαφανίστηκε ποτέ πραγματικά – απλώς άλλαξε μορφή. Πλέον οι ψυχολόγοι δεν κατηγορούν τις μητέρες ότι προκαλούν σχιζοφρένεια ή αυτισμό. Ωστόσο, μπορεί να ακούσετε κάποιους να μιλάνε για «τραύμα» και «πληγές προσκόλλησης». Αυτός ο τρόπος έκφρασης μπορεί να ακούγεται πιο συμπονετικός. Ωστόσο, το υπονοούμενο παραμένει: μητέρες, αν κάνετε λάθη στην αρχή, τα παιδιά σας θα υποφέρουν τις συνέπειες για πάντα. Τώρα, αυτές οι θεραπευτικές αφηγήσεις εμφανίζονται σε podcast, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε email που απευθύνονται απευθείας στους καταναλωτές.
Στην πορεία, πολλοί από εμάς έχουμε εσωτερικεύσει τη θεωρία ότι το ποιοι είμαστε και οι λόγοι για τους οποίους υποφέρουμε καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο ανατραφήκαμε — και ότι οι αποτυχίες μας, τα προβλήματα στις σχέσεις μας και η αδυναμία μας να θέσουμε όρια μπορούν να αποδοθούν στους γονείς μας, ειδικά στις μητέρες μας. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι για πολλές γυναίκες η μητρότητα είναι γεμάτη άγχος και ενοχές.
Ωστόσο, η σχέση μεταξύ του πώς εξελίσσονται τα άτομα και της ανατροφής τους δεν είναι τόσο άμεση — ή τόσο καθοριστική — όσο πολλοί υποστηρίζουν. Το 1998, η ψυχολόγος Τζούντιθ Ριτς Χάρις υποστήριξε ότι η αντίληψη πως οι γονείς είναι οι κρίσιμοι διαμορφωτές στη ζωή των παιδιών «δεν είναι αλήθεια», αλλά «ένας δημοφιλής πολιτισμικός μύθος». Βασιζόμενη σε εκτεταμένη έρευνα, η Χάρις υποστήριξε ότι η επιρροή των γονιών μπορεί να είναι ασήμαντη σε σύγκριση με άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες —όπως η επιρροή των συνομηλίκων— στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των παιδιών.
Πολλές μελέτες από τότε έχουν υποστηρίξει την κεντρική ιδέα της – ότι δηλαδή οι γονείς δεν είναι τόσο κρίσιμοι παράγοντες όσο πιστεύουν πολλοί. Τα γονίδια, για παράδειγμα, φαίνεται να παίζουν μεγαλύτερο ρόλο από το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά. Και ορισμένες έρευνες σχετικά με τη θεωρία του συναισθηματικού δεσμού υποδηλώνουν ότι ο δεσμός ενός παιδιού με τον γονιό του στην πρώιμη ηλικία έχει μόνο μια ασθενή συσχέτιση με τα πρότυπα σχέσεων του ως ενήλικας. Αυτά τα πρότυπα διαμορφώνονται από μια ολόκληρη σειρά εμπειριών πέρα από την ανατροφή, όπως οι φιλίες αλλά και οι σημαντικοί παράγοντες άγχους που συναντά στη ζωή.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η ανατροφή των παιδιών δεν έχει σημασία. Αν ισχυριστούμε κάτι τέτοιο, θα αρνηθούμε την πραγματική, μακροπρόθεσμη βλάβη που μπορεί να προκληθεί από την κακοποίηση και την παραμέληση, καθώς και τα βαθιά οφέλη του να μεγαλώνεις με αγάπη. Αυτό που ακούν όμως διαρκώς οι γονείς σήμερα – ότι κάθε μικρή στιγμή μπορεί να καθορίσει την ψυχολογική εξέλιξη των παιδιών τους – δεν ισχύει.
Κανείς δεν υποστηρίζει ότι οι μητέρες δεν πρέπει να φροντίζουν τη δική τους ψυχική υγεία ή ότι δεν πρέπει να σκέφτονται βαθιά τον τρόπο με τον οποίο ανατρέφουν τα παιδιά τους. Είναι όμως ανησυχητικό το γεγονός ότι η σύγχρονη κουλτούρα της θεραπείας ωθεί τις μητέρες να κοιτάζουν εμμονικά και ανθυγιεινά προς τα μέσα και αποσπά την προσοχή τους από τις εξωτερικές δυνάμεις (πολιτισμικές, οικονομικές, πολιτικές) που είναι στην πραγματικότητα η πηγή τόσο μεγάλου άγχους. Όταν οι μητέρες επιδιώκουν την ψυχολογική «τελειότητα», το αποτέλεσμα σπάνια είναι η χαρά ή οποιαδήποτε μορφή ψυχικής υγείας. Αντίθετα, πάρα πολλές γυναίκες μένουν με την αίσθηση ότι, όσο σκληρά και αν προσπαθούν, το πιο πιθανό είναι να αποτύχουν — κι αυτό καθόλου δεν ωφελεί ούτε τους γονείς ούτε τα παιδιά τους.
Με στοιχεία από The Atlantic