Η ενσωμάτωση των ESG κριτηρίων από τις ελληνικές επιχειρήσεις - Οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες για το μέλλον

Η ενσωμάτωση των ESG κριτηρίων από τις ελληνικές επιχειρήσεις - Οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες για το μέλλον

Πλέον όλο και περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις τίθενται στο μικροσκόπιο των διεθνών.

Οι επενδύσεις ESG σημειώνουν εκθετική αύξηση, με την Ευρώπη να παραμένει μακράν η πιο ανεπτυγμένη και ποικιλόμορφη αγορά, ακολουθούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

 

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεσή της Morningstar, το τρίτο τρίμηνο του 2021 η Ευρώπη αντιπροσώπευε το 77% των καθαρών εισροών σε επενδυτικά προϊόντα που εστιάζουν στο ESG, ενώ οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το 11% του συνόλου. Το Κρατικό Επενδυτικό Ταμείο 1,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων της Νορβηγίας εκτιμά ότι υπάρχει προοπτική «τεράστιων» ροών στην αγορά ESG.

 

Σε διεθνές επίπεδο, η κλιματική αλλαγή υπερισχύει ως βασικός παράγοντας λήψης αποφάσεων για τις επενδύσεις ESG, οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο το περιβαλλοντικό κριτήριο («E») στην πρώτη γραμμή. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας της Ένωσης Επενδύσεων (AIC), το 56% των επενδυτών δηλώνει ότι εστιάζει σε θέματα που αφορούν το κλίμα, ενώ η προτεραιοποίηση των κριτηρίων επηρεάζεται από δημογραφικά στοιχεία των επενδυτών όπως η ηλικία, το φύλο και ο πλούτος τους. Τα κοινωνικά θέματα είναι πιο σημαντικά για όσους έχουν λιγότερα χρήματα να επενδύσουν, με τους συμμετέχοντες που έχουν λιγότερες από 100.000 λίρες σε περιουσιακά στοιχεία να κατατάσσουν τα κοινωνικά ζητήματα στο 3,5 (σε μια κλίμακα σπουδαιότητας από 1 έως 5), ενώ όσοι διαθέτουν περισσότερες από 500.000 λίρες σε περιουσιακά στοιχεία να τα κατατάσσουν στο 2,8.

 

Την ώρα που γίνεται μια συστημική αλλαγή στην αγορά που στοχεύει στις βιώσιμες και πράσινες επενδύσεις, αναδύονται και προκλήσεις, όπως η αποθάρρυνση του λεγόμενου «πράσινου ξεπλύματος» (greenwashing), μια τάση η οποία βαίνει αυξανόμενη. 

 

Η ελληνική πραγματικότητα

Η Ελλάδα ακολουθεί τις διεθνείς τάσεις και ενσωματώνει ευρωπαϊκά πρότυπα, όπως αυτά ορίζονται από την ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία. Ωστόσο, η ωριμότητα των εταιρειών όσον αφορά τη βιώσιμη ανάπτυξη, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την ύπαρξη και δημοσιοποίηση ποσοτικών στόχων έναντι των ποιοτικών, βρίσκεται ακόμη σε χαμηλά επίπεδα. Για τον λόγο αυτό, αλλά και δεδομένου ότι το θεσμικό πλαίσιο βαίνει προς ολοκλήρωση, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη η ιεράρχηση που κάνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις ως προς τις πρακτικές ESG.

 

Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η τελευταία έρευνα του Κέντρου Αειφορίας (CSE) για τις ελληνικές παρατηρήσεις, η οποία παρατηρεί ότι το 21% των εκθέσεων βιώσιμης ανάπτυξης για το 2019-2020 περιλαμβάνει ποσοτικούς στόχους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή (περιορισμός των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, εξοικονόμηση καυσίμων, χρήση ΑΠΕ), ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο μία εταιρεία έχει δηλώσει ως στόχο της την κλιματική ουδετερότητα. 

 

Ωστόσο, μια πρώτη «γεύση» για τις προτιμήσεις των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες ουσιαστικά ανήκουν στην «οικογένεια» του ESG, μπορεί να δώσει πρόσφατη έρευνα της ICAP για την εταιρική κοινωνική ευθύνη (ΕΚΕ). Η έρευνα εστιάζει στις στρατηγικές των επιχειρήσεων αναφορικά με την υγειονομική κρίση και επισημαίνει την εστίαση στην κοινωνία και στο ανθρώπινο δυναμικό, καθώς, όπως αναφέρεται, οι ενέργειες των εταιρειών που αφορούν την κοινωνία και το ανθρώπινο δυναµικό καλύπτουν το μεγαλύτερο μερίδιο (31% και 30% αντίστοιχα το 2021) στον συνολικό προϋπολογισµό τους για δράσεις ΕΚΕ.

 

Η ενσωμάτωση των ESG κριτηρίων από τις ελληνικές επιχειρήσεις - Οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες για το μέλλον

 

Οι αξιολογήσεις και οι δείκτες βιωσιμότητας

Πλέον όλο και περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις τίθενται στο μικροσκόπιο των διεθνών οίκων αξιολόγησης και ήδη ένα μέρος των εισηγμένων αξιολογείται από διεθνή ESG Ratings. Όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τη δεύτερη κατά σειρά έρευνα ESG που πραγματοποίησε το CSE πριν από λίγες ημέρες, από τις 110 εταιρείες που εξέδωσαν έκθεση βιώσιμης ανάπτυξης για το 2019-2020, 32 έχουν παρουσία σε ένα ή περισσότερα ESG Ratings, με την πλειονότητα να έχει σχετικά χαμηλές έως μεσαίες αξιολογήσεις. Από τις 32 εταιρείες, το 75% (24 εταιρείες) είναι μέρος του νέου δείκτη ESG του Χρηματιστηρίου Αθηνών, αν και παρουσιάζονται διαφορές μεταξύ των αξιολογήσεων των διεθνών οίκων και αυτών του δείκτη ΕSG του Χρηματιστηρίου).

 

Αν και η συντριπτική πλειονότητα των μεγάλων εισηγμένων, ειδικά στους τρεις κλάδους που στην Ελλάδα ηγούνται του ESG (τράπεζες, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες), χρησιμοποιεί ήδη κάποια αξιόπιστα πρότυπα αξιολόγησης, οι αξιολογήσεις που λαμβάνουν από έγκυρους φορείς αξιολόγησης (ESG Rating Αgencies), όπως οι CDP & ΜSCI, βρίσκονται σε μέτριο επίπεδο.

 

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι πάροχοι δεικτών ορίζουν το ESG, μια διαδικασία η οποία αποδεικνύεται περίπλοκη, καθώς πολλοί ήδη χρησιμοποιούν ή αναπτύσσουν δικά τους συστήματα βαθμολόγησης με διαφορετικά κριτήρια και στρατηγικές, οι οποίες πολλές φορές μάλιστα μπορεί να είναι και ασυνεπείς.

 

Σημειώνεται ότι το καλοκαίρι του 2021 η ελληνική αγορά απέκτησε τον Δείκτη Athex ΕSG, ο οποίος παρακολουθεί τη χρηματιστηριακή απόδοση των εισηγμένων που υιοθετούν και προβάλλουν πρακτικές σε θέματα ESG, ενώ στη διεθνή αγορά υπάρχουν πολλοί δείκτες, όπως ο S&P Dow Jones, ο οποίος προσφέρει επί του παρόντος 39 δείκτες που σχετίζονται με ESG, διαθέτοντας ταυτόχρονα και το δικό του σύστημα βαθμολόγησης.

Το θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα

Το θεσμικό πλαίσιο για τα κριτήρια ESG ολοκληρώνεται και εμπλουτίζεται με νέες παραμέτρους, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ο κανονισμός 2019/2088 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις γνωστοποιήσεις περί βιώσιμης χρηματοδότησης (SFDR-Sustainable Finance Disclosure Regulation) τέθηκε σε ισχύ το Μάρτιο του 2021 και αποτελεί μια πολύ σημαντική τομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό τον περαιτέρω μετασχηματισμό των αγορών και τη συμπερίληψη κριτηρίων βιώσιμης ανάπτυξης σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα. 

 

Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, από την 1η Ιανουαρίου του 2022 θα καταστεί υποχρεωτική η γνωστοποίηση πληροφοριών ESG για τις μεγάλες εισηγμένες, ενώ μέσα στην ίδια χρονιά, όπως εκτιμά η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, θα είναι έτοιμο και το θεσμικό πλαίσιο για τη μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση των υπόλοιπων εισηγμένων αλλά και των μεγαλύτερων μη εισηγμένων. Έτσι, από το 2023-2024 και οι μη εισηγμένες εταιρείες θα καλούνται να δημοσιεύσουν πληροφορίες για ESG, κάτι που δημιουργεί νέες προκλήσεις προσαρμογής, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) καλούνται να επωμιστούν το κόστος μετάβασης, ένα εμπροσθοβαρές ουσιαστικά κόστος, το οποίο πρέπει να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί σωστά για να μπορέσουν οι εταιρείες να το ισοσκελίσουν και να δημιουργήσουν πρόσθετη αξία. 

 

Τα κενά στο θεσμικό πλαίσιο και το greenwashing

Την ώρα που γίνεται μια συστημική αλλαγή στην αγορά που στοχεύει στις βιώσιμες και πράσινες επενδύσεις, αναδύονται και προκλήσεις, όπως η αποθάρρυνση του λεγόμενου «πράσινου ξεπλύματος» (greenwashing), μια τάση η οποία βαίνει αυξανόμενη. Πρόσφατη έρευνα του Sustainable Development & Circular Economy Club του MBA International του Οικονομικού Πανεπιστημίου για το greenwashing αναφέρει ότι πράγματι παρατηρείται αυξανόμενη τάση του φαινομένου, ενώ άλλη έρευνα από την Util, μια εταιρεία fintech που εδρεύει στο Λονδίνο, αναφέρει ότι εξακολουθεί να αποτελεί βραχνά για το ESG, κάτι που ευνοείται από την απουσία κοινών κανονισμών και αρχών κοινής αποδοχής. Στο πλαίσιο αυτό, πληθαίνουν οι εκκλήσεις από την πλευρά της αγοράς και των θεσμικών φορέων για τη διασφάλιση της αύξησης των βιώσιμων κεφαλαίων. Ενδεικτικό είναι ότι πρόσφατα το ΔΝΤ ζήτησε από τις κυβερνήσεις και τις ρυθμιστικές αρχές να λάβουν μέτρα προκειμένου να προστατευτούν οι επενδυτές από το greenwahsing και να επιτευχθεί η μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία.

 

Good Living
 
 
 
 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ