Ένα ξεχασμένο διαμάντι του αμερικανικού σινεμά

Ένα ξεχασμένο διαμάντι του αμερικανικού σινεμά Facebook Twitter
6
Ένα ξεχασμένο διαμάντι του αμερικανικού σινεμά Facebook Twitter
Ο λόγος που ήθελα να ασχοληθώ με την ταινία του Λίο Μακάρεϊ είναι η μικρή απόπειρα να επανορθώσω μια αδικία, για τους ειδικούς και τις λίστες που προαναφέρθηκαν στο κείμενο- διότι, το σινεμά πάντα προοδεύει από τη ματιά των δημιουργών με όραμα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως ένας δημιουργός έχει όραμα μόνο όταν παλεύει στο περιθώριο της μαζικής βιομηχανίας.

Το Make Way for Tomorrow ήταν χαμένη υπόθεση πριν βγει στις αίθουσες των ΗΠΑ, τον Μάϊο του 1937. Ποιός θα πήγαινε να δει μια ταινία για ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, που μάλιστα τους υποδύονταν οι σχετικά άγνωστοι καρατερίστες Βίκτορ Μουρ και Μπιούλα Μπόντι, με φόντο την οικονομική κρίση και θέμα την αναγκαστική πώληση του σπιτιού τους λόγω χρεών, και την άρνηση των πέντε ενήλικων παιδιών τους να στεγάσουν και τους δύο; Τότε γιατί έγινε, θα ρωτήσει κάποιος εύλογα. Η απάντηση ακούει στο όνομα Λίο Μακάρεϊ. Κακώς αυτός ο Αμερικανός σκηνοθέτης δεν συγκαταλέγεται ποτέ στη λίστα των σπουδαίων, όπως εξάλλου δεν συμπεριλαμβάνεται ο επίσης τιμημένος με Όσκαρ και επιτυχημένος εμπορικά, Γουίλιαμ Γουάϊλερ. Στην περίπτωση και των δύο, η έλλειψη εμφανούς σκηνοθετικού στιλ, ευδιάκροτου πλαναρίσματος και επαναλαμβανόμενων εμμονών κάθε είδους, περιορίζει την εκτίμηση των ειδικών, θεωρητικών και επαγγελματιών του σινεμά, που κατά καιρούς αξιολογούν και κρίνουν αναδρομικά. Ο Γουάϊλερ στο δράμα και ο Μακάρεϊ στην κωμωδία άφηναν το σενάριο και τους ηθοποιούς να μιλήσουν περισσότερο από τους ίδιους, αν και στα πλατό κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει την ικανότητα και την εξουσία τους- η εμπορικότητα των ταινιών τους εξασφάλισε την αυτονομία και την ελευθερία κινήσεων.

Για μια γεμάτη δεκαετία, ο Μακάρεϊ θεωρείτο ο πάπας της κωμωδίας, έχοντας υπογράψει τις αστειότερες βωβές των Λόρελ και Χάρντι, καθώς και το αριστουργηματικό Duck Soup των Αδελφών Μαρξ, αλλά κυρίως έχοντας τελειοποιήσει το δύσκολο και απαιτητικό είδος του screwball, μιας αστικής κομεντί που ανακάτευε φάρσα, τρέλα, ρομάντσο, καυγάδες, τούμπες, πλάκες και θανατηφόρες ατάκες. Φρανκ Κάπρα, Ερνστ Λιούμπιτς, Πρέστον Στάρτζες και Λίο Μακάρεϊ γνώριζαν καλά τι θα βάλουν και τι θα αφήσουν έξω από το shaker, κατασκευάζοντας ένα σοφιστικέ πανηγύρι όπου τα δύο φύλα πολεμούσαν για επικράτηση, με απώτατο σκοπό να διασκεδάσουν την καταπιεσμένη φτωχολογιά με τις ταπεινωτικές περιπέτειες τους.

Όταν ο Μακάρεϊ τιμήθηκε με το πρώτο από τα δύο Όσκαρ σκηνοθεσίας μερικούς μήνες αργότερα, το 1938, για το υπέροχο The Awful Truth, ευχαρίστησε την Ακαδημία, επισημαίνοντας ωστόσο πως του το έδωσαν για τη λάθος ταινία!


Επειδή ο Μακάρεϊ μετέτρεπε σε χρυσό όποια ταινία έπιανε, ο αφέντης Έϊντολφ Ζούκορ και η ισχυρή Paramount του έκαναν τη χάρη και του επέτρεψαν να γυρίσει την ταινία που επιθυμούσε, όπως και με όποιον ήθελε. Όταν κατάλαβαν τι ακριβώς είχε στο μυαλό του, προσπάθησαν να τον εμποδίσουν, τουλάχιστον αλλάζοντας το αποκαρδιωτικό φινάλε. Ακόμη κι εκεί, ο Μακάρεϊ υπήρξε αμετάπειστος: δεν συμφώνησε ποτέ να χρυσώσει το χάπι με ένα ευτυχές τέλος και το στούντιο τον τιμώρησε αφήνοντας την ταινία στην τύχη της, χωρίς προώθηση και στήριξη. Παρά τις θετικές κριτικές, το Make Way for Tomorrow παίχτηκε και εξατμίστηκε, σα να μην έγινε ποτέ, αφήνοντας ανάμεικτα συναισθήματα στον σκηνοθέτη, που ναι μεν πραγματοποίησε το όνειρο του, αλλά δεν το μοιράστηκε με τον κόσμο. Όταν μάλιστα ο Μακάρεϊ τιμήθηκε με το πρώτο από τα δύο Όσκαρ σκηνοθεσίας μερικούς μήνες αργότερα, το 1938, για το υπέροχο The Awful Truth, ευχαρίστησε την Ακαδημία, επισημαίνοντας ωστόσο πως του το έδωσαν για τη λάθος ταινία! Η καριέρα του ανέκαμψε θριαμβευτικά μετά από μια μικρή κάμψη, με την τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία του Going My Way με τον Μπινγκ Κρόσμπι το 1945, αν και πάλι έδωσε τη δική του μάχη με ένα σεναριακό υλικό που φόβισε το στούντιο λόγω του επίφοβου πορτρέτου ενός καθολικού ιερέα που τραγουδάει.

Ένα ξεχασμένο διαμάντι του αμερικανικού σινεμά Facebook Twitter


Το Make Way for Tomorrow κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια από την Criterion και μου έκανε εντύπωση γιατί δεν το είχα ακούσει ποτέ, πιστεύοντας μάλιστα πως ήταν μια χαμένη κόπια που βρέθηκε ως εκ θαύματος. Άργησα να τη δώ αλλά αποζημιώθηκα και με το παραπάνω: το φιλμ είναι πραγματικό διαμάντι και η μαεστρία του Μακάρεϊ φαίνεται σε πολλές σκηνές, τόσο σοφά και με αυτοπεποίθηση φτιαγμένες, που σε κάνει να πιστεύεις, όπως υπογραμμίζει και ο έμπειρος στα του παλιού Χόλιγουντ Πίτερ Μπογντάνοβιτς, πως πρόκειται για μια ταινία που δεν προέρχεται από το Χόλιγουντ ή την Αμερική, αλλά από την Γαλλία. Ανέκαθεν ο Μακάρεϊ είχε μια ιδιοτροπία: απαιτούσε από τους ηθοποιούς του αυτοσχεδιασμό για να μοιάζει φρέσκος ο διάλογος και να "πετάνε" οι σκηνές, και όταν δεν το πετύχαινε, διέκοπτε τα γυρίσματα και έπαιζε πιάνο στο πλατό, για να διασκεδάσει την ένταση και να κατεβάσει καινούριες ιδέες. Η ανορθόδοξη προσέγγιση μπέρδευε και τσάντιζε το καστ, και σε μια ταινία του, ο Κάρι Γκραντ αποχώρησε αγανακτισμένος, και χρειάστηκε παρέμβαση τρίτων για να ανακαλέσει την παραίτηση του (δεν του βγήκε σε κακό, αφού την περσόνα του εκκεντρικού, ενεργητικού Μακάρεϊ δανείστηκε με αναίδεια και χάρη ο Γκραντ και λόγω του Μακάρεϊ έγινε αυτό που αργότερα τελειοποίησε στο βαθμό που παραδέχτηκε πως δεν ήταν ο εαυτός του, αλλά ο "Κάρι Γκραντ" των ταινιών).


Στην παρένθεση, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, της φιλμογραφίας του, ο Μακάρεϊ δεν αποφάσισε να φτιάξει ένα χαριτωμένο δράμα, αλλά να ποτίσει μια εξόχως δραματική ιστορία, θλιβερή όσο δεν πάει άλλο, με τον ανθρώπινο τρόπο που γνώριζε καλά. Προσπάθησε δηλαδή να βρει την τρυφερή πλευρά των χαρακτήρων του, όπως έκανε και με τις κωμωδίες, για να κάνει πιό ανεκτό τον πόνο τους και να τον φωτίσει διεξοδικότερο, προφανώς όντας οπαδός της θεωρίας πως τίποτε δεν είναι απόλυτα γελοίο ή τραγικό. Κανείς δεν είναι άγιος στην ταινία, και όλοι έχουν κάποιο λόγο που συμπεριφέρονται σκληρά. Όταν ο Μπαρκ και η Λούσι Κούπερ μαζεύουν τα παιδιά τους για να τους ανακοινώσουν τα κακά μαντάτα, βλέπουμε φευγαλέα την αμηχανία που προκαλεί η ειλημμένη, αναγκαστική απόφαση στα σφιγμένα πρόσωπα του.

Σκέφτονται εγωιστικά, καθώς η ανιδιοτέλεια που οφείλουν να έχουν τα παιδιά στους ανήμπορους πλέον ανθρώπους που τους μεγάλωσαν, δίνει τη θέση της στο βάρος που καλούνται να επωμιστούν, Αμέσως η ταινία γίνεται οικουμενική- όλοι ταυτιζόμαστε με μια επονείδιστη αχαριστία απέναντι στους γονείς, που ωστόσο έχουμε μάθει να θεωρούμε δυνατότερους μας. Η συγκατάβαση είναι το αρχικό και όπως αναπτύσσεται στο σενάριο της Βίνια Ντελμάρ, κυρίαρχο συναίσθημα και την ξανασυναντούμε στην πρώτη αριστουργηματική σεκάνς τηα ταινίας, όταν η μάνα φιλοξενείται στο λουσάτο διαμέρισμα του γιού της. Η σύζυγος του οργανώνει βραδιές μπριτζ διδάσκοντας έναντι αμοιβής ευκατάστατους και διακεκριμένους πολίτες της Νέας Υόρκης. Η γραφική γιαγιά δεν θέλει να ενοχλήσει αλλά θεωρεί υποχρέωση της να παρευρεθεί στο σαλόνι, και να χαιρετήσει ευγενικά καθέναν χωριστά, όπως έκαναν οι παλιοί στο χωριό, φέρνοντας σε μάλλον δύσκολη θέση την νύφη της- η οποία είναι συγκρατημένα ευγενής, εννοεί καλό, αλλά φαίνεται στην άκρη της έκφρασης της πως δεν θα το ανεχτεί για πολύ καιρό ακόμη. Όταν η γηραιά Λούσι Κούπερ δέχεται τηλεφώνημα από τον άντρα της που μένει στο σπίτι μιας από τις κόρες (που δεν βλέπουμε ποτέ) στη μακρινή Καλιφόρνια, μιλάει δυνατά, σα να έχει πιάσει ακουστικό ελάχιστες φορές στη ζωή της, προκαλώντας θυμηδία στους χαρτοπαίχτες.

Ένα ξεχασμένο διαμάντι του αμερικανικού σινεμά Facebook Twitter
Το αποκορύφωμα της ταινίας έρχεται προς το τέλος, όταν ο Μπαρκ και η Λούσι συναντιούνται μετά από μήνες στη Νέα Υόρκη.

Η αργή, γεμάτη αυτοπεποίθηση, μετάβαση της περιπαιχτικής διάθεσης των καθημένων στο άκουσμα της μεγαλόφωνης, ιδιωτικής συνομιλίας σε μια αμήχανη υπενθύμιση της οικειότητας που τους λείπει, με εναλλαγές σε κοντινά πλάνα και points of view, μετατρέποντας, έστω και προσωρινά, μια ψυχρή συνάρθροιση, στη μητρική αγκαλιά και στις πιο ζεστές αναμνήσεις, σαν τις ιστορίες γύρω από το τζάκι, έγινε με το πιό ανεπαίσθητο και συγκινητικό ράψιμο που θα μπορούσε να ονειρευτεί ο οπαδός της αντι-loud, αόρατης σκηνοθεσίας. Όλοι έσκυψαν το κεφάλι, από ντροπή ή διακριτικότητα. Ή και τα δύο, γιατί, σε μια ανύποπτη, τυπική βραδική έξοδο τους, αντί να σκοτώσουν ευχάριστα την ανία τους με ένα καινούριο χόμπι, έγιναν άθελα τους κοινωνοί μιας ερωτικής εξομολόγησης ενός γηραιού ζευγαριού, που θα μπορούσαν να είναι οι παραμελημένοι γονείς τους. Οι σταράτες κουβέντες σκέπασαν τα χάχανα. Ο θεατής βλέπει την πλάτη μιας γριούλας που είναι σα να λαμβάνει το αντίδωρο της σχέσης της, και όλοι κάνουν ησυχία για μην διακόψουν το μυστήριο. Μια σπουδαία σκηνή, που πρέπει να είσαι αναίσθητος για να μην εκτιμήσεις. Είναι ένας από λόγους που ο Όρσον Γουέλς λάτρεψε την ταινία και ομολόγησε πως μόνο οι πέτρες δεν κλαίνει βλέποντας την.

Είναι μια απίστευτα μαύρη ιστορία, που βρίσκει εύσχημες και έγκυρες λύσεις για όλες τις πλευρές, αλλά και τον ωφέλιμο φιλμικό χρόνο για να τις αποτυπώσει με εσωτερκότητα και ευκρίνεια


Το αποκορύφωμα της ταινίας έρχεται προς το τέλος, όταν ο Μπαρκ και η Λούσι συναντιούνται μετά από μήνες στη Νέα Υόρκη. Τα σώματα τους είναι κουρασμένα, αλλά η σπίθα υπάρχει ακόμη, και μάλιστα νιώθουν την ανάγκη να ανανέωσουν προφορικά και απλά τους προσωπικούς τους όρκους, γιατί έχουν κάθε λόγο να φοβούνται πως δεν θα ξαναβρεθούν ποτέ. Κι ενώ τα παιδιά τους έχουν οργανώσει ένα δείπνο αποχαιρετισμού, κάτι σαν παρηγοριά στον άρρωστο, ή μια τελευταία χάρη στον μελλοθάνατο, εκείνοι εκμεταλλεύονται την ευκαιρία για μια βόλτα στη Νέα Υόρκη που έχουν να δουν από το ταξίδι του μέλιτος και αρνούνται να υπακούσουν στο πρόγραμμα των αχάριστων τέκνων τους.

Αφού μπαίνουν τσάμπα σε ένα ολοκαίνουριο αυτοκίνητο και βολτάρουν σαν σκανταλιάρικα παιδιά, επισκέπτονται το ξενοδοχείο που στέγασε την πρώτη νύχτα γάμου τους, αναπολώντας αλλά και θαυμάζοντας την μεγαλοπρεπή προσαρμογή του στη σύγχρονη εποχή. Σε μια ευχάριστη αλλαγή τέμπου, ο Μακάρεϊ διατηρεί μεν τον στενόχωρο ιστό της ιστορίας του, αλλά δίνει ανάσα, και επιφυλάσσει γενναία δόση καλωσύνης από τους άγνωστους: τον διευθυντή του ξενοδοχείου που καλωσορίζει τους "ιστορικούς" πελάτες και τους κερνάει ποτό και ωραίο δείπνο, και τον μαέστρο της ορχήστρας, που διατηρεί τη μουσική στον ρυθμό που δύο ηλικιωμένοι μπορούν να αντέξουν για να χορέψουν. Είναι το κύκνειο άσμα, πάνω σε έναν ρετρό μουσικό σκοπό του Βίκτορ Γιανγκ, η αναλαμπή δύο ανθρώπων στο λυκόφως τους, αλλά με αυθεντικό χαμόγελο και αισιοδοξία που υπερβαίνει τα αντικειμενικά δεδομένα, δηλαδή τη φτώχεια, την έλλειψη άλλων επιλογών και το επιπλέον ξεσπίτωμα, καθώς η Λούσι σύντομα θα πάει σε οίκο ευγηρίας για να μην επιβαρύνει την κοσμική ζωή του γιού της, αλλά δεν το λέει ποτέ στον Μπαρκ για να μην κλονίσει την βεβαρυμένη υγεία του με μία ακόμη δυσάρεστη είδηση.

Το βαλς του αποχαιρετισμού, μαζί με την εγκαρδιότητα λίγο πριν ο Μπαρκ επιβιβαστεί στο τρένο της επιστροφής, είναι το κερασάκι σε μια ταινία που μαρκάρει ασφυκτικά το μελόδραμα και φλερτάρει επικίνδυνα με μια ευκολία που ευτυχώς δεν έρχεται ποτέ. Όχι πως το μελό δεν είναι σπουδαίο όταν καταφέρνει να ξεγυμνώσει τις ψυχές των χαρακτήρων και να τους οδηγήσει σε μια παράδοση σπαρακτική. Το Make Way for Tomorrow δεν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Είναι μια απίστευτα μαύρη ιστορία, που βρίσκει εύσχημες και έγκυρες λύσεις για όλες τις πλευρές, αλλά και τον ωφέλιμο φιλμικό χρόνο για να τις αποτυπώσει με εσωτερκότητα και ευκρίνεια- προσέξτε πόσο αποτελεσματικοί είναι στους μικρούς τους ρόλους και ανάμεσα στις γραμμές που εκφέρουν, οι σπουδαίοι Τόμας Μίτσελ και Φέϊ Μπέϊντερ, ο γιός και η νύφη που φιλοξενούν τη Λούσι.

Ένα ξεχασμένο διαμάντι του αμερικανικού σινεμά Facebook Twitter
Το βαλς του αποχαιρετισμού, μαζί με την εγκαρδιότητα λίγο πριν ο Μπαρκ επιβιβαστεί στο τρένο της επιστροφής, είναι το κερασάκι σε μια ταινία που μαρκάρει ασφυκτικά το μελόδραμα και φλερτάρει επικίνδυνα με μια ευκολία που ευτυχώς δεν έρχεται ποτέ.


Ο λόγος που ήθελα να ασχοληθώ με την ταινία του Λίο Μακάρεϊ είναι η μικρή απόπειρα να επανορθώσω μια αδικία, για τους ειδικούς και τις λίστες που προαναφέρθηκαν στο κείμενο- διότι, το σινεμά πάντα προοδεύει από τη ματιά των δημιουργών με όραμα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως ένας δημιουργός έχει όραμα μόνο όταν παλεύει στο περιθώριο της μαζικής βιομηχανίας.

Ένας από τους ανθρώπους που επηρεάστηκε βαθύτατα από αυτήν την ταινία όταν την πρωτοείδε στη χώρα του, ήταν ο Κόγκο Νόντα, ο οποίος 17 χρόνια αργότερα συνέγραψε το σενάριο του Tokyo Story, μαζί φυσικά με τον Γιασουχίρο Όζου. Το θέμα είναι παρεμφερές αν και ο χειρισμός σαφώς πιό μίνιμαλ και ιαπωνικός, προσαρμοσμένος σε μια άλλη κουλτούρα, που ωστόσο επιφυλάσσει σκληρότητα στους υποτιθέμενα σεβάσμιους γονείς. Το Tokyo Story δίκαια έχει βρει μια μόνιμη θέση στις υψηλές βαθμίδες των κλασσικών αριστουργημάτων, σκαρφαλώνοντας σε εκτίμηση από το 1953 που πρωτοβγήκε στις αίθουσες. Το Make Way for Tomorrow αξίζει περαιτέρω προσοχής, όχι απλά ως πρωτογενές υλικό που επέδρασε σε μεταγενέστερους δημιουργούς, αλλά ως ένα αυτόνομο, τελείως ξεχωριστό δείγμα αμερικανικού σινεμά, που φτιάχτηκε κάτω από τη μύτη ενός εμπορικού κυκλώματος που δεν υπήρχε περίπτωση να το εγκρίνει με πλήρη συνείδηση και σώας τα φρένας, αν ήξερε πόσο αντισυστημικό και σκοτεινό ήταν.

6

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

The Review / «Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

Ο Γιάννης Βασιλείου και ο Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος αναλύουν τη νέα ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ, που μόλις κυκλοφόρησε στις αίθουσες και τρομάζει τους Αμερικανούς θεατές.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μην ανοίγεις την πόρτα

Οθόνες / «Μην ανοίγεις την πόρτα»: Το χειροποίητο αλλά καθόλου ερασιτεχνικό θρίλερ των Unboxholics

Η πρώτη τους ταινία είναι λογικό να αποτελεί τη συνισταμένη των επιρροών τους αλλά και τόσο παρήγορο να συνορεύει με ένα λιντσικό σύμπαν ψυχολογικού θρίλερ, αντί να αναπαράγει απότομες τρομάρες και δωρεάν ανατριχίλες. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
The Sympathizer: Όλοι οι πόλεμοι διεξάγονται δύο φορές, μία στο πεδίο της μάχης και μία  στη μνήμη

Daily / The Sympathizer: Όλοι οι πόλεμοι διεξάγονται δύο φορές, μία στο πεδίο της μάχης και μία στη μνήμη

Σατιρικό δράμα και περιπέτεια κατασκοπίας συγχρόνως, η νέα φιλόδοξη σειρά του HBO διαθέτει, ανάμεσα στα άλλα σημαντικά της ατού, τον Παρκ Τσαν-γουκ στη σκηνοθεσία και τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ σε τέσσερις διαφορετικούς ρόλους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Το νέο Χόλιγουντ των 80άρηδων στο Φεστιβάλ Καννών

Pulp Fiction / Το νέο Χόλιγουντ των 80άρηδων στο Φεστιβάλ Καννών

Ο Κόπολα πούλησε τα φημισμένα αμπέλια του και σκάρωσε ένα από τα ακριβότερα στοιχήματα στην ιστορία του σινεμά. Όμως, το Φεστιβάλ Καννών των auteurs και των κινηματογραφιστών αιχμής έχει τόση ανάγκη τους καταξιωμένους δημιουργούς μιας αλλοτινής εποχής;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιώργος Αρβανίτης: «Έλεγα "είμαι καλύτερος" και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Οι Αθηναίοι / Γιώργος Αρβανίτης: «Πείσμωνα για να γίνω ο καλύτερος και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Από μια νιότη γεμάτη αντιξοότητες, ο τροχός για εκείνον γύρισε, η ζωή του στράφηκε στο φως και έγινε βιβλίο. Η Ευρώπη τον ανακάλυψε από τις ταινίες του Αγγελόπουλου, στις ιστορίες του πρωταγωνιστούν ο Φίνος, ο Μαστρογιάνι και ο Κουροσάβα. Ο πολυβραβευμένος διευθυντής φωτογραφίας που ήταν «πάντα την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος» είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Εμφύλιος πόλεμος

Οθόνες / «Εμφύλιος πόλεμος»: Μυθοπλαστική εικασία ή ρεαλιστικό σενάριο;

Με μια φιλμογραφία γεμάτη ζόμπι, κλώνους και αποκυήματα φαντασίας, αυτή είναι η λιγότερο αλληγορική ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ που επιλέγει να μην εξηγήσει τις αιτίες του διχασμού, επιμένει σε μια πολιτική ασάφεια και δεν κατονομάζει τον Τραμπ.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Baby Reindeer: Ποτέ η φράση “sent from my iPhone” δεν έμοιαζε πιο τρομακτική

Daily / Baby Reindeer: Ποτέ η φράση «sent from my iPhone» δεν έμοιαζε πιο τρομακτική

Ισορροπώντας ανάμεσα στο θρίλερ, το κοινωνικό δράμα και τη μαύρη κωμωδία, η αυτοβιογραφική σειρά του Netflix αφηγείται με συνταρακτικό τρόπο μια αληθινή ιστορία κακοποίησης, μαζοχισμού και τραύματος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Γέλιο-κονσέρβα: Ο θάνατος του πιο απόκοσμου και μισητού ήχου στην τηλεόραση

Οθόνες / Γέλιο-κονσέρβα: Ο θάνατος του πιο απόκοσμου και μισητού ήχου στην τηλεόραση

Το laugh track στις κωμικές σειρές αντιπροσώπευε την ψευδαίσθηση μιας κοινότητας, αλλά τώρα ακόμη κι αυτή η ψευδαίσθηση έχει χάσει τη λάμψη της. Καμία σειρά με γέλιο-κονσέρβα δεν έχει κερδίσει το βραβείο Emmy καλύτερης κωμωδίας εδώ και σχεδόν 20 χρόνια.
THE LIFO TEAM
Σάκης Καρπάς: «O κόσμος θα μας πει να συνεχίσουμε ή θα μας στείλει σπίτι μας»

Οθόνες / Unboxholics: «O κόσμος θα μας πει να συνεχίσουμε ή θα μας στείλει σπίτι μας»

Καθώς το «Μην ανοίγεις την πόρτα», το σκηνοθετικό ντεμπούτο των Unboxholics, ετοιμάζεται να βγει στις αίθουσες, ο Σάκης Καρπάς μας μιλά για το δάσος και άλλα πράγματα που τους τρομάζουν, για αγαπημένες ταινίες και games τρόμου, αλλά και για την άδικη δαιμονοποίηση των gamers.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Γιατί επιστρέφουμε συνεχώς στο σινεμά των 90s;

Pulp Fiction / Γιατί επιστρέφουμε συνεχώς στο σινεμά των '90s;

Είναι η δεκαετία του '90 η καλύτερη όλων στο σινεμά; Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος συζητά με την κριτικό και αρθρογράφο της LiFO Ειρήνη Γιαννάκη για τη δεκαετία που ξεκίνησε με το «Pretty Woman», το «Goodfellas», το «Χορεύοντας με τους λύκους» και το «Μόνος στο σπίτι» και έκλεισε με τα «Μάτια ερμητικά κλειστά», την «Έκτη αίσθηση», το «Matrix» και το «Fight Club».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Ghostwatch»: H ταινία τρόμου που προκάλεσε πανικό στο βρετανικό κοινό

Οθόνες / «Ghostwatch»: Γιατί αυτή η ταινία τρόμου προκάλεσε πανικό στο βρετανικό κοινό το 1992;

H κυκλοφορία του «Late Night with the Devil» στους κινηματογράφους ξαναφέρνει στην επικαιρότητα μια πρωτοποριακή και πέρα για πέρα ανατριχιαστική δημιουργία του BBC, που προκάλεσε πανικό και ακραίες αντιδράσεις στη Βρετανία το 1992, οδηγώντας έναν νεαρό τηλεθεατή στην αυτοκτονία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Πάτρικ Τατόπουλος: Ο designer που σχεδίασε το Μπάτμομπιλ, τον Γκοτζίλα και έναν δονητή για το «Seven»

Οθόνες / Πάτρικ Τατόπουλος: Ο designer που σχεδίασε το Μπάτμομπιλ, τον Γκοτζίλα και έναν δονητή για το «Seven»

Ο διάσημος Ελληνογάλλος σκηνογράφος του Χόλιγουντ μιλά στη LiFO για την τέχνη του, για το «Independence Day», το «Dark City», το «Poor Things» και την «Barbie», και για τότε που ο Φίντσερ του ζήτησε να του σχεδιάσει έναν δονητή.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Back to Black»: Aξίζει η κινηματογραφική βιογραφία της Έιμι Γουάινχαουζ

The Review / «Back to Black»: Είναι η ταινία για την Έιμι Γουάινχαουζ αντάξια του μύθου της;

Ο Γιάννης Βασιλείου και ο Άκης Καπράνος είδαν την ταινία της Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον μέχρι τέλους, επιβίωσαν και βρέθηκαν στο στούντιο της LiFO για να συζητήσουν για την εμπειρία τους και για τα στοιχεία που κάνουν καλή μια κινηματογραφική μουσική βιογραφία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Kirsten Dunst: «Το σενάριο του Ευθύμη Φιλίππου για το “Kinds of Kindness” είναι ό,τι πιο weird έχω διαβάσει ποτέ!»

Οθόνες / Kirsten Dunst: «Το σενάριο του Ευθύμη Φιλίππου για το “Kinds of Kindness” είναι ό,τι πιο weird έχω διαβάσει ποτέ»

Με αφορμή τον πολυσυζητημένο «Εμφύλιο Πόλεμο» του Άλεξ Γκάρλαντ, η Αμερικανίδα ηθοποιός συζητά με τον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο για τους ρόλους που την απελευθερώνουν, για την ανάγκη να υπάρχουν γυναίκες ηγέτιδες στην πολιτική, για τα πιο ιδιαίτερα σενάρια που έχουν πέσει στα χέρια της, όπως αυτό της τελευταίας ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

σχόλια

4 σχόλια
Δεν εχω δει την ταινια .Γνωριζω τον Μακαρευ μονον απο τις -εξοχες-screwball κωμωδιες του,μεταξυ των οποιων ειναι και το αριστουργημα των Αδελφων Μαρξ,Duck Soup.Γνωριζω ομως καλυτερα τον μεγαλο σκηνοθετη Γουιλιαμ Γουαιλερ,τον δημιουργο πολλων σπουδαιων ταινιων ,μεταξυ των τελευταιων απο αυτα τα Ben Hur,The collector,και Funny Girl. Ως "φορο τιμης" στην μνημη του καταθετω το ακολουθο συμβαν.Στα γυρισματα μιας ταινιας του με πρωταγωνιστη τον τεραστιο ηθοποιο και αψογο επαγγελματια Lawrence Olivier υπηρεχε μια μικρη σκην διαλογου,με τον Ολιβιε και μια γυναικα ηθοποιο.Την οποια ο Γουαιλερ γυριζε ξανα και ξανα,λεγοντας το κλασσικο "let's do it once more",αλλα χωρις να δινει νεες οδηγιες προς τους δυο ηθοποιους.Απλα τους ζητουσε να την ξαναπαιξουν.Μετα απο καμμια δεκαπενταρια takes ο παντοτε ευγενης Ολιβιερ βγηκε απο τα ρουχα του ! Πηγε προς τον Wyler και του ειπε ,με εντονα αγανακτισμενο υφος :"Excuse me,mr.Wyler.Could you please tell me how on Earth do you want the bloody scene played ?"Ο Wyler τον κοιταξε μερικα δευτερολεπτα σιωπηλος και μετα απαντησε ,μονολεκτικα:"Better"!!!
To "Make Way for Tomorrow" το ανακάλυψα περίπου το 1997. Ένας αμερικανος φίλος που είχα γνωρίσει σε ένα forum συζητησεων για το σινεμά, με προέτρεψε να δω αυτήν την ταινία που τότε ήταν παντελώς άγνωστη στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να την βρω στην Ελλάδα αλλά και πουθενά αλλού καθώς δεν κυκλοφορούσε σε βιντεοκασέτα ούτε βέβαια σε dvd που τότε είχε αρχίσει να παίρνει τα πάνω του. Ήταν τόση η επιμονή του φίλου μου (που αργότερα αποδείχτηκε οτι μόνο τυχαίος δεν ήταν καθώς ήταν συγγραφέας βιβλίων σχετικά με τον κινηματογράφο) να τη δω που μου έστειλε ένα αντίγραφο γραμμένο από την αμερικάνικη τηλεόραση σε κασέτα NTSC. Εν έτη 1997 τα βιντεο στην Ελλάδα έπαιζαν μόνο σε σύστημα PAL, οπότε έτρεχα από το ένα videoclub στο άλλο προσπαθώντας να μου τη μεταγράψουν.Όμως οι κόποι μου ανταμείφθηκαν, καθώς η ταινία είναι όντως ένα αριστούργημα. Απλή και σεμνή κινηματογράφηση που φλερτάρει έντονα με το μελό χωρίς όμως ποτέ να πέφτει στις παγίδες του. Αντιθέτως έκανε εμένα, ένα 18χρονο τότε, νεαρό να κλαίω βλέποντας την ιστορία δυο ηλικιωμένων ανθρώπων και την νηφάλια αντίδρασή τους στην άδικη αντιμετώπιση των παιδιών τους και ειδικά με την συγκλονιστική ερμηνεία της Beulah Bondi. H έκδοση της Criterion υπήρξε καθοριστική καθώς έκανε την ταινία προσβάσιμη σε όλους τους κινηματογραφόφιλους, αυξάνοντας κατακόρυφα τον κύκλο των θαυμαστών της. Συγχαρητήρια λοιπόν για το άρθρο καθώς ελπίζω οτι θα κάνει έστω και κάποιους από τους αναγνώστες της Lifo να ανακαλύψουν ένα παραγνωρισμένο διαμάντι της αμερικάνικης -όχι μόνο- κινηματογραφίας.
Μα το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα, μόλις διάβασα την υπόθεση στην πρώτη παράγραφο, ήταν "Ηa! Το αμερικάνικο Tokyo Story.". Ε ναι, λογικά συμπεραίνοντας, όπως εξάλλου διαπιστώνεται διαβάζοντας και παρακάτω, υπήρξε σαφής και καθοριστική η επιρροή. Η έμπνευση που αποτέλεσε για τις γνωστότερες ταινίες, ωστόσο, είναι και μόνη της ένας καλός λόγος για να ενδιαφερθεί κανείς για το συγκεκριμένο έργο - αν υποθέσουμε ότι μπορεί να το ξεθάψει. Πάντως, έξοχο κείμενο. Με προδιαθέτει να θέλω να δω την ταινία. Καλά, και ο φοβερός Bogdanovich στο κλείσιμο με αποτέλειωσε.
Όντως είναι το αμερικάνικο Tokyo Story! Αυτό πήγα να γράψω τώρα. Το είδα και σ' αυτό ακριβώς το κλίμα κινείται. Ωστόσο είναι ταινία που αξίζει να την δει κανείς, ακόμη και γνωρίζοντας τις επιρροές της.