Η «τέχνη του ταξιδιού» – αντίλογος στον Αlain de Botton

Facebook Twitter
0

Σου μίλησα για τη φυγή – για την ορμή που σπρώχνει πολλούς μας να «ξεφύγουμε» με την πρώτη ευκαιρία. Περιέργεια για το άγνωστο, διάθεση εξερεύνησης, ψάρεμα εμπειριών, δίψα για γνώση, ανάγκη για «αλλαγή παραστάσεων», φυγή από την καθημερινότητα ή τα προβλήματα μιας σχέσης; Καθένας βιώνει την πίεση της φυγής και ψάχνει στην απόδραση πράγματα διαφορετικά. «Θα σε πάρω να φύγουμε»,  «Time to Move On» ή «Όταν βλέπω αεροπλάνο μου’ ρχεται να σου την κάνω»; Η επιθυμία της απόδρασης μπορεί να πλήξει τους πάντες – ακόμη και τις λαϊκές αοιδούς.

Για τους περισσότερους τα ταξίδια αποτελούν πολυτέλεια στην οποία ενδίδουν μία, άντε δύο φορές το χρόνο. Υπάρχει όμως και μια κατηγορία μυστήριων πλασμάτων, για τα οποία η περιπλάνηση αποτελεί ανάγκη και καθημερινότητα. Ξοδεύουν όλα τους τα χρήματα όχι σε ψώνια ή σε «περιττές πολυτέλειες», αλλά στα «απαραίτητα» γι’ αυτούς ταξίδια. Οι ιδιόμορφοι αυτοί χαρακτήρες δράττονται κάθε αφορμής για να φύγουν. Δε διστάζουν στιγμή να επιστρέψουν για πέμπτη ή έκτη φορά στον ίδιο προορισμό, ενώ υποφέρουν όταν αισθάνονται «καθηλωμένοι» στο ίδιο μέρος για καιρό. Σ’ αυτήν την παράδοξη φυλή των σύγχρονων νομάδων/περιπλανώμενων Ιουδαίων ανήκουμε η συνταξιδιώτισσά μου Αθηνά Καζολέα και η αφεντιά μου. Με παίρνει η Αθηνά τηλέφωνο με τα νεύρα τσατάλια. «Δεν αντέχω άλλο, θέλω πάλι να φύγω». Θα’ χει περάσει κανας μήνας από το τελευταίο ταξίδι μας. «Αθηνά μου σε καταλαβαίνω». Και το εννοώ.

Με πρόθεση να σου γράψω και θέλοντας να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου, λοιπόν, άρχισα να διαβάζω την «Τέχνη του Ταξιδιού» του Alain de Botton (The Art of Travel, Penguin / Η Τέχνη του Ταξιδιού, Πατάκης). Και τσίνισα σχετικά γρήγορα, ίσως και αδικαιολόγητα. Τσίνισα, νομίζω, γιατί το ευφάνταστο και καλογραμμένο πόνημα του σύγχρονού μας διανοητή δεν απευθύνεται στην κατηγορία Αθηνάς – Αλέξανδρου. Απευθύνεται στον φυσιολογικό άνθρωπο που μία στο τόσο νιώθει την ανάγκη να κάνει ένα ταξίδι. Έχει γεμίσει την απόδραση αυτή με προσδοκίες, ενίοτε εξωπραγματικές, συχνά φεύγει απροετοίμαστος ή παραπλανηθείς και, μοιραία, απογοητεύεται. Όχι, ο de Botton δε γράφει για «επαγγελματίες περιπλανητές» (κάποιες κακές γλώσσες μας είπαν και επαγγελματίες τουρίστες, από ψαροκόκκαλο θα πάνε να μου το δεις).

η θέα από το αεροπλάνο πάντα μου προκαλεί έκσταση

Ήδη από τις πρώτες σελίδες ένιωσα πως ο Alain και εγώ ανήκουμε σε πολύ διαφορετικές κατηγορίες ταξιδευτή. Ξεκινά περιγράφοντας πώς παρασύρθηκε σε ένα ταξίδι στα Barbados από μία φωτογραφία τουριστικού φυλλαδίου, μια στιγμή που πάσχιζε να ξεφύγει τον γκρίζο χειμώνα της Αγγλίας. Αμέσως σκέφτηκα πως ποτέ μια φωτογραφία από μόνη της δε με παρέσυρε ποτέ σε ταξίδι. Από τα είκοσί μου και πέρα, κάθε εισιτήριο που αγόρασα προς άγνωστο προορισμό ήταν η κατάληξη εβδομάδων διαβάσματος – ταξιδιωτικοί οδηγοί, βιβλία – και πολλών ωρών στο διαδίκτυο. Στη συνέχεια ο de Botton, που καθώς διαφαίνεται από τη διήγησή του κάθε άλλο παρά ενθουσιάστηκε στα Barbados, μιλά για τη διάσταση ανάμεσα στην προσδοκία και την πραγματικότητα του ταξιδιού.

Κατά τον de Botton, η προσδοκία είναι το καλύτερο κομμάτι της ταξιδιωτικής εμπειρίας. Μαζί με την πραγματικότητα ελλοχεύει πάντοτε και η απογοήτευση, πιστεύει, και μας δίνει πολλά παραδείγματα είτε από τη λογοτεχνία είτε από τη δική του εμπειρία. Και η Αθηνά και εγώ θα διαφωνήσουμε. «Όχι» ανέκραξε η Αθηνά και με ξεκούφανε. «Το ωραιότερο κομμάτι του ταξιδιού είναι η διάρκειά του.  Όταν βρίσκεσαι εκεί». Ούτε η Αθηνά ούτε εγώ απογοητευθήκαμε ποτέ από την πραγματικότητα που συναντήσαμε. Βρήκαμε σχεδόν πάντα πάνω-κάτω αυτά που περιμέναμε, αυτά για τα οποία είχαμε διαβάσει. Σχεδόν πάντοτε, όλες οι εκπλήξεις μας ήταν προς το θετικό: όλα μου τα διαβάσματα συνέτειναν στο ότι η παλιά Δαμασκός είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αλλά κανένα δε με είχε προετοιμάσει για την πιο ρομαντική πόλη στη Μέση Ανατολή. Ήξερα πολύ πριν πατήσω στη Βαρκελώνη, το Κάιρο ή τη Λισαβώνα ότι θα με ξετρέλλαιναν, ότι η Αντίς Αμπέμπα θα μου έφερνε κρίσεις αγοραφοβίας και η Ταγγέρη θα με άφηνε αδιάφορο.

Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι και εγώ και η Αθηνά έχουμε αποκρυσταλλώσει πια τα γούστα μας, ενώ διαβάζουμε μανιωδώς πριν το κάθε ταξίδι; Το ότι ξέρουμε ακριβώς γιατί διαλέξαμε τον τάδε προορισμό και τι θέλουμε να δούμε/ζήσουμε/γνωρίσουμε εκεί;  Ίσως γιατί, παρότι «κοσμογυρισμένοι», δεν έχουμε γίνει μπλαζέ; Νομίζω πως διαβάζοντας και μελετώντας πάντα αποκτώ μια επαρκέστατη ιδέα για έναν ενδεχόμενο προορισμό. Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι το Μπουένος Άιρες θα το αγαπήσω, το Σίδνεϋ θα το βρω υπερτιμημένο, το Λος Άντζελες μάπα και την Ιαπωνία θανατερά πληκτική. Φυσικά και θα πάω, αν μπορέσω, σ΄όλα αυτά τα μέρη, δε νομίζω όμως πως η πραγματικότητα θα διαψεύσει τις προσδοκίες μου, πόσο μάλλον πως θα με σοκάρει.

στο Τελ Αβίβ Μαροκινοί Εβραίοι μας έγνεψαν να μπούμε σε ένα πάρτι γενεθλίων...

Αισθάνομαι πάντα, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, πως ζω στο full. Όλες μου οι αισθήσεις βρίσκονται σε έξαρση. Πάει η γνώριμη υπνηλία του πρωινού: αντί να χρειάζομαι μιάμιση ώρα να σηκωθώ πετάγομαι από το κρεβάτι εντός λεπτών. Περιφέρομαι με τετράδιο και κρατώ συνέχεια σημειώσεις – τι βλέπω, τι αισθάνομαι, τις αναρίθμητες συνομιλίες με πρόσωπα που συναντώ. Η δε Αθηνά (φωτογράφος γαρ) είναι για ώρες στην τσίτα με την τεράστια φωτογραφική μηχανή. Οι μέρες μοιάζουν τεράστιες, γεμάτες περιστατικά. Ο χρόνος δε φτάνει ποτέ για όσα έχουμε προγραμματίσει και δίνουμε πάντα υποσχέσεις στον εαυτό μας και ο ένας στον άλλο πως θα ξανάρθουμε. Και μόλις φύγουμε, τόσο εγώ όσο και η Αθηνά πέφτουμε σε αυτό που εκείνη περιγράφει ως «μετα-ταξιδιωτική κατάθλιψη». Κρατά καμμιά βδομάδα, και κατά τη γνώμη μου δεν είναι παρά εξάντληση από τους Duracell ρυθμούς του ταξιδιού.  Όποτε σκέφτομαι την Αθηνά, που μου ρίχνει κάποια χρόνια, χαμογελώ: αυτό το κορίτσι δε θα γεράσει ποτέ, σκέφτομαι. Και ξέρεις πολύ καλά πώς το εννοώ. Όσο υπάρχουν τα ταξίδια, θα βρίσκει πάντοτε τον ενθουσιασμό που την τρέφει και την βάζει στη δημιουργική και ευτυχή τσίτα. Ελπίζω το ίδιο να ισχύσει και για μένα.

Ένα περίεργο πράγμα μου συμβαίνει στα ταξίδια. Το περιέγραψε καλύτερα απ’ όλους η φίλη μου Υβέτ Ναχμία στην Ιερουσαλήμ, που έχει ασχοληθεί αρκετά με τον πνευματισμό. «Είναι φοβερό», είπε, «πώς όταν ταξιδεύεις όλα έρχονται προς τα σένα». Τό ’χουμε συζητήσει τόσες φορές αυτό με την Αθηνά. Στα ταξίδια μάς τυχαίνουν οι πιο απρόσμενες συναντήσεις, τα πιο αναπάντεχα περιστατικά, που μας αφήνουν έντονες μνήμες – είτε γιατί μας συγκίνησαν, είτε γιατί μας έμαθαν κάτι. Ειδικά όταν συνδυαζόμαστε με την Αθηνά, γίνεται της κακομοίρας. Πώς να ξεχάσω πώς συναντήσαμε, την ίδια μέρα στη Δαμασκό, μία από τις γνωστότερες ζωγράφους και τη μοναδική τραγουδίστρια όπερας της χώρας; Τυχαίες συναντήσεις στο δρόμο. Ή τότε πάλι στην Ανδαλουσία – στην Κόρδοβα πέσαμε στη γιορτή της Ελεούσας και σε τρεις εξηντάχρονες ντίβες που τα ’χαν πιει μεσημεριάτικα και τραγουδούσαν φλαμένκο σε ένα έρημο μεζεδοπωλείο, ενώ στα βουνά πάνω από τη Σεβίλλη πετύχαμε ένα τσιγγάνικο πανηγύρι και μία αυθόρμητη σύναξη με τραγούδι τρελλό σε ένα ερημικό ταβερνείο. Ίσως είναι θέμα καρμικό. Ο de Boton όμως δεν αναφέρεται πουθενά στις ευχάριστες εκπλήξεις, που ελλοχεύουν παντού αρκεί να έχεις τα μάτια σου ανοικτά.

Ο συγγραφέας μιλά εκτενώς για την ανάγκη διαφυγής από μία ανιαρή καθημερινότητα και μία κουραστικά γνώριμη χώρα, προς μέρη «εξωτικά», δηλαδή διαφορετικά. Αυτό είναι ένα συναίσθημα που όλοι έχουμε γνωρίσει. Πριν φύγω για την Πόλη, η Αθήνα, που τώρα μου αρέσει όλο και περισσότερο, μου έμοιαζε με τάφο. Ανία και αίσθημα πνιγμού. Ευκαιρία δεν άφηνα να το σκάσω. Αλλά όλα αυτά αποτελούν παρελθόν. Ούτε εγώ ούτε οι στενότεροι φίλοι και μανιακοί ταξιδιώτες παίρνουμε τα αεροπλάνα επειδή βαριόμαστε την καθημερινότητά μας. Εγώ ειδικότερα, την αγαπώ πολύ: έχω κατορθώσει να την προσαρμόσω στις επιθυμίες μου και περνώ τις μέρες διαβάζοντας και γράφοντας. Όχι λοιπόν, δεν είναι πάντοτε τόσο απλά τα αίτια της ταξιδιωτικής παρόρμησης.  Δεν είναι η ανάγκη «αλλαγής» per se που μας κινεί.

σε ένα χωριό στο Τιγκράι της Αιθιοπίας πετύχαμε έναν αρραβώνα

Γράφοντας πως η προσμονή είναι το ωραιότερο κομμάτι του ταξιδιού, ο de Botton με πρότρεψε να διαφωνήσω, αλλά και να αρχίσω να σκέφτομαι. Αναζητώντας ποιο είναι, για μένα, το ωραιότερο κομμάτι της ταξιδιωτικής εμπειρίας, νομίζω πως βρήκα και το τι με ωθεί στις συχνές αποδράσεις. Σίγουρα, αισθάνομαι πως ζω στο έπακρο όταν είμαι «εκεί», όπως και η φωτογράφος φίλη μου. Εκστασιάζομαι καθώς τα ερεθίσματα περνούν μπροστά στα μάτια μου. Ακόμη καλύτερο, όμως, είναι για μένα το κομμάτι των αναμνήσεων. Όταν, έχοντας επιστρέψει, κουλουριάζομαι στον καναπέ και αναπολώ, αναμοχλεύοντας όσα είδα και έμαθα. Οι πιο ευτυχισμένες στιγμές είναι όταν ξανακοιτώ τις φωτογραφίες και τις σημειώσεις μου και γράφω, πια, για το συγκεκριμένο ταξίδι. Τα πάντα τότε περνούν ολοζώντανα μπροστά μου.

Αναρίθμητες οι μνήμες. Με την Αθηνά κάθε τόσο τις πιάνουμε. «Θυμάσαι πώς μυρίζαν τα ροδάκινα που μας κέρασε εκείνη η οικογένεια, που μας κάλεσαν στο σπίτι τους στο Ταρτούς; Θυμάσαι πώς περάσαμε τον μοτέλ-πορνείο για ξενοδοχείο στη Μεκαλέ και περάσαμε εκεί το βράδυ; Θυμάσαι πώς γκρεμοτσακίστηκα και κουτροβαλιάστηκα μέσα στις λάσπες στη Λαλιμπέλα και συ και οι Αιθίοπες κακαρίζατε, μοσχάρα; Θυμάσαι τι μας λέγαν οι νέοι ηθοποιοί στη Δαμασκό για τις ελευθερίες που τους λείπουν; Πόσο φοβισμένοι ήταν οι Χριστιανοί στο Τουρ Αμπντίν; Πώς κανείς δεν τολμά να σου πιάσει πολιτική συζήτηση στην Αιθιοπία; Πόσο ρεζίλι γίναμε με την ιστορία για τη φερετρού στην Άντις;» Και μόλις πιάνουμε το νήμα των αναμνήσεων, και μόλις κάθομαι να γράψω για ένα μέρος, αμέσως μας πιάνει αυτή η επιθυμία να γυρίσουμε. «Ευχαρίστως θα ξαναπήγαινα... και συ;  Λοιπόν, τώρα που βλέπω στο ίντερνετ, έχει ένα εισιτήριο...»

Αυτό μάλλον είναι που μας σπρώχνει, σκέφτομαι. Η δίψα για τη γνώση που αποκομίζεις από την εμπειρία, κυρίως από τις συζητήσεις και τις συναναστροφές που, για μένα τουλάχιστον, αποτελούν και τον κύριο λόγο του ταξιδιού. Το ταξίδι σε μαθαίνει να σπάσεις το μικρό κόσμο των βεβαιοτήτων στον οποίο σε έχουν εγκλείσει, να βάλεις τα πάντα σε μια ευρύτερη προοπτική και να τα αξιολογήσεις σωστότερα. Σε μαθαίνει τη σχετικότητα πολλών πραγμάτων αφενός, την οικουμενικότητα πολλών άλλων αφετέρου.  Σε ωριμάζει και σε αλλάζει.

χωρίς να γνωρίζουμε ο ένας τη γλώσσα του άλλου, μια χαρά συννενοηθήκαμε με τις γυναίκες που καλλιεργούσαν φύκια στη Ζανζιβάρη

Ο de Botton ισχυρίζεται πως στο ταξίδι δε θα βρεις ποτέ την απόλυτη ευτυχία που ονειρεύτηκες, καθώς παίρνεις μαζί σου και τον εαυτό σου. Δε γίνεται να γλιτώσεις από τον εαυτό σου και τις έγνοιες του και τα ψυχολογικά του που τον ταλαιπωρούν, τονίζει. Και θυμίζει βέβαια τον Καβάφη. «Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς [...] δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό». Καμμία αντίρρηση, το ταξίδι δε θα σε βοηθήσει να ξεφύγεις/γλιτώσεις από τον εαυτό σου. Θα σε βοηθήσει όμως να τον βρεις. Μόλις βρίσκεσαι ξαφνικά σε ένα άγνωστο μέρος, ειδικά σε κάποιο μακρινό, ξυπνούν όλα τα ένστικτά σου της προσαρμογής. Η περιπέτεια, οι συναντήσεις, τα πρακτικά προβλήματα, οι ερωτήσεις που αναφύονται στο μυαλό σου και οι συναισθηματικές σου αντιδράσεις  σε όσα συναντάς σου δείχνουν, πολύ γρήγορα και ξεκάθαρα, ποια είναι τα όριά σου. Πλευρές του εαυτού σου και προβληματισμοί ως τώρα άγνωστοι έρχονται στην επιφάνεια.

Όχι, το ταξίδι δεν είναι διαφυγή από τον εαυτό μας. Είναι άσκηση αυτογνωσίας και σχολείο. Είναι θησαυρός που ζητάς να τον μοιραστείς. Ο de Botton μας δίνει μια σειρά εύστοχων παρατηρήσεων: «Τα καίρια συστατικά της ευτυχίας ποτέ δεν είναι υλικά ή αισθητικά, αλλά επίμονα ψυχολογικά», και «Αυτό που βρίσκουμε εξωτικό αλλού, μπορεί να είναι αυτό για το οποίο αδημονούμε στο σπίτι μας» και «Η ευτυχία που αποκομίζουμε από ταξίδια εξαρτάται περισσότερο μάλλον από τη νοοτροπία, με την οποία εκκινούμε, παρά από τον προορισμό μας». Δεν ασχολείται, ωστόσο, με τη φύση, την ουσία του ταξιδιού ως εξερεύνησης, όχι ενός μέρους, αλλά του ίδιου του εαυτού μας, ως πράξης επιμόρφωσης και αυτογνωσίας. Το βιβλίο δε με απογοήτευσε. Χάρηκα που διάβασα την «Τέχνη του Ταξιδιού» γιατί με έσπρωξε να σκεφτώ, συστηματικά, όσα συζητάμε χρόνια τώρα με την Αθηνά...

ο εκκεντρικός, ρακένδυτος ζωγράφος στη Σφαξ έγινε ο αυτόκλητος ξεναγός μας, μιλώντας μας "έξω απ' τα δόντια" για το καθεστώς

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ