Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Το τρένο που αγαπήσαμε

Ο ρόλος των τρένων ως πρωταγωνιστή της ιστορίας.

ΚΥΡΙΑΚΗ Το τρένο που αγαπήσαμε

«ΑΝ ΧΑΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ σιδηροδρόμους, δεν θα έχουμε χάσει απλώς ένα πολύτιμο πρακτικό εφόδιο… Θα έχουμε αποδεχθεί ότι λησμονήσαμε πώς να ζούμε συλλογικά», έγραφε ο σπουδαίος ιστορικός Τόνι Τζαντ στο περίφημο δοκίμιό του «Η δόξα των σιδηροδρόμων» (ΜΙΕΤ, 2013).

Το ίδιο ακριβώς ανάγνωσμα μού ήρθε στον νου αυτές τις μέρες που όλοι μιλάνε για τα τρένα. Παρότι ζούσε και εργαζόταν στις ΗΠΑ, κοινώς σε μια χώρα η οποία ήδη από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα πριμοδότησε πεισματικά άλλου είδους συγκοινωνίες, ο εκλιπών προ δεκαετίας πλέον Βρετανός ιστορικός εξέφρασε τη λατρεία του για τον σιδηρόδρομο.

Μέσα από μια θέαση φύσει ευρωπαϊκή και σοσιαλδημοκρατική, ο Τζαντ πίστευε πως, παρά τη γενική απαξίωση των δημόσιων αγαθών, δεν επρόκειτο να φτάσουμε στο σημείο να μην μπορούμε να ξοδεύουμε συλλογικούς πόρους για τα τρένα στο μέλλον, ειδικά δεδομένης της κλιματικής αλλαγής.

Το μεγάλο του παράπονο, δε, ήταν πως λόγω της σπάνιας μυατροφικής σκλήρυνσης από την οποία έπασχε, πιθανότατα δεν θα ξανάμπαινε ποτέ σ’ αυτό το υπέροχο μέσο, πράγμα που δυστυχώς επαληθεύτηκε.

Τα τρένα ήταν και οχήματα συναισθημάτων: πόσες ερωτικές ιστορίες, συναντήσεις και αποχαιρετισμοί δεν έγιναν σε σταθμούς τρένων; Οι δε σταθμοί ως τόποι αναχώρησης και αποχωρισμών συχνά μετατράπηκαν στις κατεξοχήν αφετηρίες στερήσεων και βασάνων.

Σκεφτόμουν, έχοντας συναίσθηση της άτοπης σύγκρισης, πόσο με στενοχωρεί ακριβώς η ιδέα πως για ένα τουλάχιστον διάστημα δε θα ξαναμπώ σε ελληνικό τρένο. Γιατί το τρομακτικό δυστύχημα στα Τέμπη δεν επέφερε μόνο ένα τεράστιο πλήγμα στην αίσθηση των πολιτών ότι το κράτος τους προστατεύει, υποσκάπτοντας και την αξιοπιστία του ίδιου του μέσου στη χώρα μας – ενός μέσου λαϊκού, οικονομικού, οικολογικού και, σε γενικές γραμμές, ασφαλούς. Επέφερε κι ένα μεγάλο πλήγμα στο ίδιο το φαντασιακό μας.

Ανήκω στη γενιά του InterRail, του φοιτητικού ονείρου μιας άλλης εποχής, όπου όλα κάπως περνούσαν μέσα από τα τρένα και πηγαινοέρχονταν με αυτά. Ταξίδεψα με τρένα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στην Αμερική, πέρασα πολλαπλές φορές κάτω από τη Μάγχη και κοιμήθηκα σε κουκέτες βραδινών τρένων που συνέδεαν τη Φλωρεντία με το Παρίσι, την Αγία Πετρούπολη με τη Μόσχα και τη Θεσσαλονίκη με την Κωνσταντινούπολη.

Στα τρένα αυτά δεν μπήκα μόνο για πρακτικούς και οικονομικούς λόγους αλλά και επειδή το φαντασιακό μου, όπως και τόσων άλλων, έχει διαμορφωθεί μέσα από μια μακρά γενεαλογία που εξιδανίκευσε το εν λόγω μεταφορικό μέσο, η φύση του οποίου επιτρέπει την παρακολούθηση της πορείας, το διάβασμα, την περισυλλογή αλλά και τη συναναστροφή με άλλους συνταξιδιώτες.

Η αντίληψη του χρόνου είναι πολύ διαφορετική στο τρένο και σου επιτρέπει να συνειδητοποιήσεις την απόσταση που καλύπτεις επί του εδάφους, «ζώντας» πολλών ειδών εμπειρίες, σε αντίθεση με το αεροπλάνο, στο οποίο αυτή ακριβώς η μετάβαση είναι ενίοτε σχεδόν ακαριαία.

Το τρένο της διαδρομής Βόλου - Άνω Λεχώνια (;), ημερομηνία άγνωστη, από το βιβλίο «Σιδηρόδρομοι στενού εύρους στην Ελλάδα, Πελοπόννησος και Θεσσαλία», του Hans-Bernhard Schönborn.

Η γενεαλογία αυτή μεταμόρφωσε βαθιά το βλέμμα μας και τροφοδότησε τη φαντασία μας σε σχέση με αυτά. Εικόνες τρένων είναι πανταχού παρούσες με διαφορετικούς τρόπους στον Τέρνερ, στον Μονέ, στον Χόπερ, στον Ντε Κίρικο, στον Μαγκρίτ αλλά και μυθοπλαστικά οχήματα της πλοκής στον Τολστόι, τον Πιραντέλο και τον Καλβίνο. Ο Καζαντζάκης ταξίδευε μονίμως με τρένο και κατέγραφε τις εμπειρίες του μέσα στα βαγόνια, ενώ ο Σβέβο, φανατικός των τρένων, έγραψε ένα «σιδηροδρομικό» μυθιστόρημα σχετικά με τη διαδρομή Μιλάνο - Τεργέστη. Το Όριεντ Εξπρές της Άγκαθα Κρίστι είναι απλώς η κορωνίδα μιας μακράς λίστας τρένων ως τόπων μυθιστορηματικών εγκλημάτων.

Και βέβαια αμέτρητες κινηματογραφικές ταινίες έβαλαν τρένα και σταθμούς σε πρώτο πλάνο, με πρώτη και καλύτερη φυσικά εκείνη των αδελφών Λουμιέρ το μακρινό 1895, που έδειχνε ένα τρένο να έρχεται καταπάνω στους άβγαλτους ακόμα στα κατορθώματα της έβδομης τέχνης θεατές, οι οποίοι έτρεξαν πανικόβλητοι να σωθούν.

Δεν είναι τυχαίο πως πάνω από έναν αιώνα μετά στην αυτοβιογραφική ταινία του The Fabelmans ο Στίβεν Σπίλμπεργκ διηγείται πώς μια κινηματογραφική σκηνή του Όγδοου Θαύματος (1952) του Σεσίλ ντε Μιλ, την οποία παρακολούθησε στο σινεμά όντας πολύ μικρός, ουσιαστικά καθόρισε όλη του τη ζωή, σπρώχνοντάς τον προς τη μαγεία της εικόνας και της αναπαράστασης. Λεπτομέρεια: η κρίσιμη σκηνή αφορούσε τη σύγκρουση μεταξύ δύο τρένων, στην οποία ο πρωταγωνιστής έβρισκε φρικτό θάνατο.

Το τρένο ήταν εξαρχής φορέας αλλαγών, συνώνυμο της ταχύτητας και της προόδου· δεν είναι τυχαίο πως μία από τις πλέον γνωστές μεταφορές του Μαρξ ήταν η επανάσταση ως «λοκομοτίβα της ιστορίας». Οι πολλαπλές αναπαραστάσεις του τρένου τροφοδότησαν και την πραγματικότητα, με σταθμούς, άλλοτε υπέρλαμπρους και μεγαλειώδεις και άλλοτε λιτούς και μοντερνιστικούς, να αντικατοπτρίζουν το χαρακτήρα κάθε εποχής, υπογραμμίζοντας τη συμβολική σημασία αυτού του μέσου.

Σε σταθμούς τρένων έγιναν πολιτικές δολοφονίες ή έστω απόπειρες, όπως αυτή κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Γκαρ ντε Λυών του Παρισιού το 1920, ενώ στον σταθμό της Εντάγια στα Πυρηναία έγινε η περίφημη συνάντηση του Χίτλερ με τον Φράνκο είκοσι χρόνια μετά. Εικόνες τρένων που μεταφέρουν χαρούμενους φαντάρους στο μέτωπο έχουμε στον νου μας όταν σκεφτόμαστε τις απαρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σφραγισμένο τρένο μετέφερε τον Λένιν από τη Γερμανία στη Ρωσία το 1917, ενώ βέβαια τρένα μετέφεραν και τους Εβραίους της Ευρώπης στα στρατόπεδα εξόντωσης της Πολωνίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια εικόνα που στοίχειωσε για πάντα το φαντασιακό μας και αποτύπωσε έξοχα στη μνημειώδη Σοά ο Κλοντ Λανζμάν.

Ο ρόλος του τρένου, λοιπόν, ως πρωταγωνιστή της Ιστορίας. Τα τρένα όμως ήταν και οχήματα συναισθημάτων: πόσες ερωτικές ιστορίες, συναντήσεις και αποχαιρετισμοί δεν έγιναν σε σταθμούς τρένων; Οι δε σταθμοί ως τόποι αναχώρησης και αποχωρισμών συχνά μετατράπηκαν στις κατεξοχήν αφετηρίες στερήσεων και βασάνων.

Θυμάμαι πως ως νεαρός φοιτητής στο Μόναχο πήγαινα τις Κυριακές ν’ αγοράσω ελληνικές εφημερίδες στον συνήθως παγωμένο κεντρικό σταθμό, τον Hauptbahnhof, τον ίδιο που ο Άκης Πάνου είχε κάποτε τραγουδήσει ως το κλασικό locus εξορίας για τους εργάτες του ’60: «Στον σταθμό του Μονάχου, με πέταξε άχου, η μαύρη η μοίρα μου, μάνα κακομοίρα μου».

Σκέφτομαι τις άπειρες αναφορές σε τρένα στο ελληνικό λαϊκο τραγούδι: «τα τρένα που φύγαν», «κάποιο τρένο θα περάσει απ’ τη ζωή μας βιαστικό», «ένα εξπρές είσαι και συ», και πόσα άλλα. Το τρένο, λοιπόν, μας συντροφεύει συναισθηματικά εδώ και δεκαετίες ως όχημα νοσταλγίας ή μελαγχολίας.

Η σημασία της διάχυσης του τρένου δεν έχει να κάνει μόνο με τη λειτουργία του ως επαναστατικού και κατεξοχήν νεωτερικού μέσου μεταφοράς (πλέον ανακαλύψαμε και την «πράσινη» διάστασή του), συνυφασμένου με την ιστορία (οικονομική, πολιτική, κοινωνική) μιας χώρας, κατά τον Τζαντ, αλλά και με τις φανταστικές αναπαραστάσεις του και τις αισθητηριακές απολήξεις του. Το φαντασιακό μας όμως πλέον μολύνθηκε ανεπανόρθωτα από τις πολύ πραγματικές εικόνες δυο τρένων που συγκρούστηκαν στ’ αλήθεια και με θύματα πολλούς και νέους ανθρώπους.

Δεν είναι, φυσικά, το πρώτο ατύχημα με αμαξοστοιχίες στην ιστορία της χώρας μας και μάλλον δεν θα είναι ούτε το τελευταίο. Όμως για την ώρα ο φρικτός τρόπος που συνέβη το συγκεκριμένο δυστύχημα και τα διάφορα κλισέ που το «έντυσαν» δημοσιογραφικά, με τις συνεχείς αναφορές σε λιωμένες λαμαρίνες και άμορφες μάζες, αποίκισαν αυτό το (εν πολλοίς μυθοπλαστικό) φαντασιακό, σηματοδοτώντας μια απότομη απομάγευση της αμαξοστοιχίας για όσους από εμάς την αγαπήσαμε ανιδιοτελώς. Ελπίζω όχι για πολύ.

Ο Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.