Αμέριμνη απελπισία

Αμέριμνη απελπισία Facebook Twitter
0

Τον τελευταίο καιρό ο Μαρμαρινός βασανίζεται από ένα ερώτημα που δεν έχει απάντηση: Πώς να είσαι επαναστατικός σε μια εποχή που είναι επίσημα Σχιζοφρενική. Αναρωτιόταν στον Στάλιν, αναρωτιέται πάλι τώρα στο Πεθαίνω σαν Χώρα. Η αρρώστια δεν είναι πια κάτι γραμμικό, μονοκόμματο. Στρίβεις στη γωνία και έχει μεταλλαχτεί σε κάτι όμορφο. Εμπεριέχει το όμορφο. Λες, όλα είναι χάλια, και κατεβαίνεις με το αυτοκίνητο στη θάλασσα, σε ένα μικρό λιμάνι που πάνε τα λαϊκά ζευγάρια με κλειστά αμάξια, ακούς παλιό μπουζούκι στην υπερυψωμένη καντίνα στη στροφή στο Κερατσίνι, τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα τα φυσάει ο αέρας, κι εκεί μες στη νύχτα, νομίζεις ότι είναι όμορφα - και πιθανότατα είναι. Μιλάς για επανάσταση, αλλά για να μπορέσεις να μιλήσεις, πρέπει μια μεγάλη εταιρεία και το «σάπιο κράτος» να σπονσοράρουν το έργο σου. Ζεις το εξόχως σχιζοφρενικό: Στην πρεμιέρα του έργου σου, που δονείται από αντιεξουσιαστικά συνθήματα και βαθιά απελπισία, στην πρώτη σειρά, καλεσμένοι να κάθονται υπουργοί και παλιόφατσες του Εμπορίου.

Κι όμως. Έτσι είναι. Ζούμε την εποχή της «Συνειδητής Πολυσχιδούς Σχιζοφρένειας», όπως σωστά λέει ο Δημητριάδης. Ξεφύγαμε πια κι από την Εποχή του Καλαμπουριού ή την Εποχή της Φαντασίας (όταν γελάγαμε με τα ίδια μας τα χάλια, ή θέλαμε να γδάρουμε την άσφαλτο για να βρούμε την αμμουδιά από κάτω) - τώρα όλα είναι παραδοχή και εμμένεια, νομοθετούν οι καταθλιπτικοί και σιωπηρά εμείς διαπιστώνουμε την κρυφή πλέξη της σχιζοφρένειας μέσα σε κάθε μας πράξη: Λύκοι και πρόβατα μαζί - ταυτοχρόνως λύκος και πρόβατο καθένας από εμάς. Η Δύση περνά το βαθύ γήρας της, ψελλίζοντας σαν την τρελή Μαρία (που τραγουδάει και τραγουδώντας κλαίει) Tραγούδια από το Δεύτερο Όροφο.

Μου άρεσε πάρα πολύ η παράσταση του Μαρμαρινού πάνω στο αριστούργημα του Δημήτρη Δημητριάδη Πεθαίνω σαν Χώρα. Περιγράφει στην εντέλεια το Πύρινο Κενό που ζούμε (να ακόμα μια έκφραση που δεν στέκει: Το κενό δεν περιγράφεται ποτέ ενδελεχώς!). Είναι κι αυτό ένα έπος της παρακμής. Μεγάλες χειρονομίες, μεγάλα λόγια, μεγάλοι θρήνοι, μπιτάτη απελπισιά. Στο τρέκλισμα της Μπέμπας Μπλανς (που σε πολλούς δεν άρεσε, αλλά νομίζω λειτούργησε ερήμην και ιδιοφυώς) διακρίνεις την άπατη κοινωνική κουφάλα, που μέσα της πέσαμε μετά τον πόλεμο, και έκτοτε κυνηγάμε την ουρά μας, ταλαιπωρημένοι από έναν ακόμα πιο μεγάλο πόλεμο, τον εσωτερικό, από τον οποίο νικητής βγαίνει εξακολουθητικά μόνο το Μάρκετινγκ. Το Κράτος και το Μάρκετινγκ. Οι καλλιτέχνες σήμερα υπάρχουν μόνο για να περιγράφουν (όπως οι παλιοί αριστεροί) την Ήττα.

Αυτό περιγράφει όλη η μοντέρνα τέχνη. Την ήττα της φαντασίας. Τη νίκη του εμπορίου. Αυτό περιγράφει ο Μαρμαρινός. Αυτό εκφράζει η LifO. Ένα μπέρδεμα, ένα μπουρδούκλωμα - όπου ο καπιταλισμός μισθώνει τους εκφραστικότερους αρνητές του, για να εξακολουθούν να τον αρνούνται με σπόνσορινγκ. Ουσιαστικά, για να ακυρώσει τα λόγια τους, να τα αποχυμώσει από κάθε πραγματική απειλή. Π.χ. ήταν ακραία και έξυπνη η σημειολογική επίθεση του Μιχαήλ στο 2004, αλλά την ίδια ώρα έξω στο φουαγιέ του θεάτρου, όλος ο τοίχος ήταν ντυμένος πράσινος από τη μπίρα χορηγό. Επαναλαμβάνω: Είναι άπατη η κοινωνική κουφάλα. Το φως ίσως διασώζεται σε ορισμένους που ζουν και δημιουργούν εκτός κοινωνίας - κοντά στα θηρία, τα τελευταία αθώα και μονοκόμματα πλάσματα των πόλεων.

Ζω κι εγώ τη «Συνειδητή Πολυσχιδή Σχιζοφρένεια» της εποχής μου, σε έναν διαρκή μετεωρισμό. Είναι πολύ δύσκολο να παραμείνεις ανθρώπινος! Είναι σχεδόν σίγουρο ότι υγιής δεν θα υπάρξεις ποτέ. Κι αν αυτό είναι δύσκολο για έναν δημοσιογράφο, για έναν καλλιτέχνη θα πρέπει να είναι σπαρακτικό. Εκτιμώ βαθιά εκείνους που περιγράφουν με ειλικρίνεια τη σχιζοφρένειά τους, αλλά ακόμα πιο πολύ εκείνους που την αρνούνται την ώρα που την αναπαράγουν. Οι καχύποπτοι τους ονομάζουν κίβδηλους, αλλά εγώ ξέρω ότι μέσα τους ζει κάτι από την παλιά ενότητα της ζωής πριν η καρδιά μας σπάσει.

Ο Μαρμαρινός είναι ένα τέτοιο παιδί.
Τον αγαπώ.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ