Οι παρατηρητές και μελετητές φυτών δεν είναι νέο φαινόμενο, υπάρχουν εδώ και χρόνια, αλλά ο αριθμός τους μετά την έναρξη της καραντίνας έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο οι άνθρωποι που είχαν βγει στα βουνά και στους λόφους γύρω από την Αθήνα ήταν τετραψήφιος, ενώ πάνω από εξακόσια άτομα πέρασαν ως επισκέπτες μόνο από τον Υμηττό. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν βγει για να φωτογραφίσουν ορχιδέες. Και τον Απρίλιο το «κυνήγι της ορχιδέας» είναι στο peak του. 

 

 

«Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου εκατόν ενενήντα είδη ορχιδέας» λέει ο κ. Τάσος Λύτρας, νομικός περιβάλλοντος που ασχολείται ερασιτεχνικά με τις ελληνικές ορχιδέες εδώ και πολλά χρόνια – τα τελευταία δέκα χρόνια συστηματικά. «Στην Αττική μπορεί να δει κανείς περίπου εβδομήντα είδη, αλλά σχεδόν το 1/3 από αυτές βρίσκεται σε μεμονωμένες θέσεις. Συνήθως, αυτές που μπορεί να δει σε σχετική αφθονία και μπορεί να παρατηρήσει και να φωτογραφήσει είναι καμιά σαρανταριά. Φυσικά, για να τις βρεις πρέπει να περπατήσεις σε μονοπάτια, σε διαφορετικούς βιότοπους, σε φρύγανα, γιατί άλλες ευδοκιμούν σε θαμνότοπους, άλλες κάτω από πεύκα.

 

 

Κάθε ορχιδέα έχει τη δική της προσαρμογή σε ένα περιβάλλον και είναι συμβιωτική με κάποια είδη φυτών, κάθε φορά διαφορετικών. Κάποιες είναι δυσδιάκριτες, επειδή συνήθως φυτρώνουν μέσα στα φρύγανα για να πετύχουν προστασία. Μπορείς να δεις ένα θυμάρι και η ορχιδέα να έχει πετάξει τον βλαστό της ανάμεσα απ' το θυμάρι ή άλλους μικρούς θάμνους που έχουν αγκάθια. Πρέπει να κουραστείς λίγο μέχρι να συνηθίσεις να παρατηρείς τις ορχιδέες».

 

 

Ο λόγος που πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί κάθε φορά που βρισκόμαστε σε έναν βιότοπο ορχιδέας είναι ο πολύ ιδιαίτερος τρόπος που πολλαπλασιάζονται, υπό πολύ ειδικές συνθήκες. Χρειάζονται τη βοήθεια συγκεκριμένων εντόμων για τη γονιμοποίησή τους και, αν αυτά χαθούν (από φυτοφάρμακα ή την καταστροφή του περιβάλλοντος), είναι αδύνατο για τις ορχιδέες να παράγουν σπόρους. 

 

 

Ο πολύ μεγάλος αριθμός διαφορετικών ειδών ορχιδέας που μπορεί να συναντήσει κανείς στην Αττική φαίνεται και από τα ποστ που ανεβάζουν τα μέλη της ομάδας «Ελληνικές αυτοφυείς ορχιδέες» στο Facebook, που έχει ξεπεράσει τα 4.600 μέλη. Ορχιδέες κάθε μεγέθους και χρώματος, από κίτρινο και υπόλευκο μέχρι ροζ και λουλακί, ορχιδέες που μοιάζουν με έντομα, με περίπλοκα σχέδια, κάποια μοναδικά. Οι οπαδοί της ορχιδέας ψάχνουν μανιωδώς για υβρίδια που δεν μοιάζουν με κανένα άλλο φυτό, με συνδυασμό χαρακτηριστικών των γονιών του. 

 

 

«Στην Αττική η ανθοφορία ξεκινάει από τα τέλη Δεκεμβρίου και φτάνει μέχρι τον Μάιο» λέει ο κ. Λύτρας. «Εκτός από ένα είδος ορχιδέας, το οποίο ανθίζει μόνο του από Οκτώβρη μέχρι Νοέμβρη, το Spiranthes spiralis. Άρα, αν κάποιος θέλει να δει ορχιδέες, αυτή είναι μια πολύ καλή εποχή για να εξορμήσει στο ύπαιθρο, να τις δει, να τις χαρεί και να τις φωτογραφίσει».

 

 

 

Βέβαια, όταν μιλάμε για «κυνήγι ορχιδέας», εννοούμε μόνο παρατήρηση και φωτογράφιση των φυτών, χωρίς να τα αγγίζουμε, με απόλυτη προσοχή. Οι ορχιδέες είναι ένα φυτό υπό εξαφάνιση, όλα τα ελληνικά είδη τους είναι προστατευμένα και απαγορεύεται η συλλογή τους. Ωστόσο, είναι πολύ οι ασυνείδητοι που μαζεύουν ό,τι λουλούδι βρουν μπροστά τους στη βόλτα τους. «Υπάρχουν κάποιες ορχιδέες που είναι σχετικά μεγαλόσωμες, όπως το Ιμαντόγλωσσο του Ρόμπερτ, η Orchis italica και κάποιες άλλες που στον ανίδεο και περιβαλλοντικά ανενημέρωτο είναι θελκτικές, έτσι τις κόβει, για να τις βάλει στο βάζο του» συνεχίζει ο κ. Λύτρας. Βέβαια, επειδή αυτές δεν κρατάνε στο βάζο, την επόμενη μέρα θα έχουν ξεραθεί. Αυτός που τις κόβει, όμως, δεν το γνωρίζει.

 

 

Επίσης, ένα φαινόμενο που εμφανίζεται, ειδικά στον Υμηττό, είναι να σκάβουν και να παίρνουν τους κονδύλους για να τους μεταφυτέψουν σε γλάστρες, νομίζοντας ότι έτσι θα μπορέσουν να διατηρήσουν τις ορχιδέες. Ακόμα χειρότερα, τις εμπορεύονται σε λαϊκές αλλά και στο διαδίκτυο».

 

 

Είναι πολύ δύσκολο, έως αδύνατο, να διατηρήσεις μια άγρια ορχιδέα σε γλάστρα ή στον κήπο. «Οι ορχιδέες έχουν μια περίεργη βιολογία, είναι συμβιωτικά φυτά, δηλαδή υπάρχουν σε συγκεκριμένο περιβάλλον μέσα στο έδαφος, σε συμβίωση με μικρομύκητες, από τους οποίους αντλούν θρεπτικά συστατικά» εξηγεί ο κ. Λύτρας. «Συνεπώς, αν τις μεταφυτέψουμε σε μια γλάστρα, δεν πρόκειται να επιβιώσουν, πολύ περισσότερο, δε, να πολλαπλασιαστούν.

 

 

Οι ορχιδέες που καλλιεργούν είναι όλες ξενικές και μόνο. Οι αυτοφυείς ελληνικές ορχιδέες δεν καλλιεργούνται. Απ’ ό,τι γνωρίζω, υπάρχουν ιδιώτες ανά την Ελλάδα που προσπαθούν να το πετύχουν προκειμένου να τις εμπορευτούν, ξεκινώντας από τους σπόρους, αλλά δεν έχουν καταφέρει κάτι, γιατί, απλά, δεν γίνεται. Τώρα γίνεται μια προσπάθεια από κάποια ελληνικά πανεπιστήμια να βρουν έναν τρόπο να τις καλλιεργήσουν από σπόρους, αλλά αυτό είναι σε πολύ πρώιμο στάδιο, συγκεκριμένα σε στάδιο μελέτης στο πλαίσιο διδακτορικών διατριβών. 

 

 

Στην Αθήνα μπορείς να δεις ορχιδέες, κάποια είδη τους, σε όλους τους λόφους και στα βουνά γύρω από το Λεκανοπέδιο, σε Υμηττό, Πάρνηθα, Πεντέλη, στο όρος Αιγάλεω, αλλά ακόμα και στα Τουρκοβούνια και στον Λυκαβηττό. Το θέμα είναι ότι οι καλλιεργούμενες ξενικές ορχιδέες που βλέπουμε στα ανθοπωλεία είναι μεγάλες και εντυπωσιακές, σ' εμάς, όμως, είναι μικρούλες, πέντε εκατοστά ή και λιγότερο. Η μεγαλύτερη ορχιδέα της Αττικής μπορεί να φτάσει τα εξήντα εκατοστά. Παρότι οι περισσότερες είναι μικρόσωμες, είναι εξίσου ή και περισσότερο ποικιλόμορφες και όμορφες από αυτές που πουλάνε στα ανθοπωλεία, με περίπλοκους σχεδιασμούς και όμορφα χρώματα. Μερικές από αυτές έχουν και άρωμα κιόλας.

 

 

Για να τις αναγνωρίζει κανείς πρέπει να εξοικειωθεί μαζί τους, να τις μελετήσει, όμως είναι σημαντικό ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι, τουλάχιστον στην Αθήνα και στην Αττική, ασχολούνται ερασιτεχνικά με ορχιδέες και κάνουν εξορμήσεις τα Σαββατοκύριακα για τις φωτογραφίσουν. Φυσικά, αυτοί έχουν και αυξημένη περιβαλλοντική συνείδηση και ξέρουν ότι δεν πρέπει να τις πειράξουν, να τις κόψουν, να τις ενοχλήσουν γενικότερα, για να υπάρχουν και του χρόνου εκεί.  

 

 

Κάθε ορχιδέα χρειάζεται τον δικό της βιότοπο. Χρειάζεται μια σχετική υγρασία, η οποία μπορεί να προέρχεται και από τη θαλάσσια αύρα. Συνήθως φυτρώνουν εκεί όπου υπάρχουν βρύα, γιατί τα βρύα τροφοδοτούν το έδαφος με υγρασία – τέτοιο είναι και το απλό γρασίδι. Άλλες προτιμούν τις ηλιόλουστες θέσεις, να μην έχουν και πολλά είδη κοντά τους, θέλουν μια σχετική άπλα, άλλες θέλουν σκιερά μέρη».

 

 

Παρόλο που το ενδιαφέρον του κόσμου –και μαζί με αυτό η περιβαλλοντική συνείδηση– αυξάνεται όσο περνούν τα χρόνια, ο αριθμός του είδους μειώνεται. «Τα τελευταία δέκα χρόνια έχει μειωθεί δραματικά ο πληθυσμός ορισμένων ειδών» λέει ο κ. Λύτρας. «Υπάρχουν και μερικά είδη που έχουν αναφερθεί πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια, που πλέον δεν τα βρίσκουμε στην Αττική. Η κύρια αιτία γι’ αυτό είναι η καταστροφή των βιοτόπων τους από ανθρώπινες επενέργειες, είτε δόμηση, είτε τεχνικά έργα, είτε από μια απλή απόρριψη μπάζων. Υπάρχει η συνήθεια να πετάνε οι άνθρωποι τα μπάζα ή τα άχρηστα υλικά από τις οικοδομικές δουλειές στο σπίτι στα βουνά γύρω από την Αθήνα.

 

 

Πριν από τέσσερα χρόνια βρήκαμε μια σπάνια ορχιδέα στο Αιγάλεω και επειδή πήγαν κάποιοι εκεί και πέταξαν μπάζα, η ορχιδέα εξαφανίστηκε. Ωστόσο, μεγάλος κίνδυνος για τις ορχιδέες είναι και οι χελώνες, το 1/3 όσων παρατηρούμε έχουν καταστραφεί από χελώνες που τρώνε το λουλούδι τους. Επίσης, τα αγριογούρουνα που έφυγαν από την Πάρνηθα και εμφανίστηκαν στο όρος Αιγάλεω κατασκάβοντας τον τόπο έχουν κάνει ζημιά φέτος.

 

 

Τα υβρίδια είναι πολύ ενδιαφέροντα ως είδη ορχιδέας, γιατί αποτελούνται από δύο διαφορετικούς γονείς και έχουν γνωρίσματα και από τους δύο. Βλέπουμε σχέδια, μορφές που είναι σπάνιες και μοναδικές, γιατί κάθε υβρίδιο θα είναι μοναδικό. Έτσι, τα υβρίδια αποτελούν αγαπημένη απασχόληση πολλών ανθρώπων που, ψάχνοντας για ορχιδέες, αναζητούν υβρίδια. Τα υβρίδια, αν αποκτήσουν μόνιμα χαρακτηριστικά και μπορέσουν να πολλαπλασιαστούν, είναι δυνατό να δημιουργήσουν νέα είδη. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε μεγάλο βάθος χρόνου, μεγαλύτερο από τη διάρκεια ζωής κάθε ανθρώπου που τις παρατηρεί. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν είδη, αναγνωρισμένα σήμερα, ταξινομημένα, που θεωρείται ότι έχουν προέλθει από υβριδισμούς, όπως η Ophrys delphinensis (Οφρύς των Δελφών).  

 

 

 

Μια πολύ σπάνια ορχιδέα που έχει βρεθεί μόνο σε μία θέση στην Αττική είναι η Ophrys reinholdii, παρόλο που δεν είναι σπάνια στην Ελλάδα. Εδώ έχει βρεθεί μόνο ένα άτομο, σε μία περιοχή. Ένα άλλο είδος ορχιδέας που είναι σπάνιο στην Αττική είναι η Anacamptis collina, η οποία κανονικά φυτρώνει σε αφθονία στην Κρήτη. Στην Αττική, και γενικότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα, βρίσκεται σε τρεις-τέσσερις θέσεις και αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι η υπόθεση που κάνουν οι βιολόγοι ότι ενδέχεται να μετακομίζει προς την ηπειρωτική Ελλάδα, προς τα βόρεια, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Γιατί η κλιματική αλλαγή συνδέεται και με τη “μετανάστευση” του είδους.

 

 

 

Άλλα είδη σπάνια στην Αττική είναι η Ophrys ariadnae, η Ophrys omegaifera και το Himantoglossum jankae, με την έννοια ότι βρίσκονται λίγα άτομα σε λίγες θέσεις».

 

 

Ο λόγος που πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί κάθε φορά που βρισκόμαστε σε έναν βιότοπο ορχιδέας είναι ο πολύ ιδιαίτερος τρόπος που πολλαπλασιάζονται, σε πολύ ειδικές συνθήκες. Χρειάζεται να βοηθήσουν συγκεκριμένα έντομα στη γονιμοποίηση και, αν χαθούν (από φυτοφάρμακα ή την καταστροφή του περιβάλλοντος), είναι αδύνατο για τις ορχιδέες να παραγάγουν σπόρους. 

 

 

«Κάθε ορχιδέα, εφόσον επικονιαστεί, εφόσον γονιμοποιηθεί, παράγει σπόρους» λέει ο κ. Λύτρας. «Δεν επικονιάζονται όλες οι ορχιδέες κάθε φορά, γι' αυτό και σε κάθε είδος η ανθοφορία είναι σταδιακή. Αν τον Μάρτιο ανθοφορεί ένα συγκεκριμένο είδος ορχιδέας, η ανθοφορία σε αυτό το είδος δεν γίνεται μεμιάς, πρώτα ανθοφορούν λίγες και εφόσον είναι ευνοϊκές οι συνθήκες, μεταφέρουν ένα οιονεί μήνυμα και αρχίζουν να ανθοφορούν και οι άλλες. Έχουμε σταδιακή ανθοφορία: στην αρχή ανθίζουν λίγες ορχιδέες, μετά έχουμε την έξαρση της ανθοφορίας και στο τέλος της περιόδου έχουμε πάλι κάποιες, λιγότερες, που ανθοφορούν. Γιατί αυτές, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός, αναζητούν τη διαιώνισή τους.

 

 

Έχουν έναν περίεργο μηχανισμό αναπαραγωγής οι ορχιδέες, που δεν μοιάζει με των άλλων φυτών. Επειδή δεν έχουν ακριβώς γύρη, στηρίζονται στον επικονιασμό τους με έντομα, κυρίως κάποια είδη μελισσών. Το στρατήγημα είναι το εξής: σε διάφορα είδη μελισσών τα αρσενικά εμφανίζονται νωρίτερα από τα θηλυκά, και αυτά έχουν επιθυμία για σεξουαλική επαφή. Εκεί ακριβώς στηρίζονται οι ορχιδέες και προσελκύουν τα αρσενικά έντομα με δύο βασικούς τρόπους: ο ένας είναι η οπτική απομίμηση (δεν είναι τυχαίο που οι ορχιδέες είναι γνωστές ως μελισσάκια ή σφηκάκια) –έχουν αυτές τις τριχοειδείς αποφύσεις– και εκκρίνουν φερομόνες, θηλυκές χημικές ουσίες που επίσης τραβούν τις αρσενικές μέλισσες. Έτσι, η μέλισσα ψευδοσυνουσιάζεται, κάθεται στο χείλος του άνθους της ορχιδέας και τα αναπαραγωγικά όργανα της ορχιδέας “κάθονται” με κάποια κολλώδη ουσία πάνω στο κεφάλι του εντόμου, στην κοιλιά ή στα φτερά του.

 

 

Κάθε είδος ορχιδέας είναι προσαρμοσμένο έτσι ώστε να προσελκύει κάποιες συγκεκριμένες κατηγορίες εντόμων, όχι όλα τα έντομα – έχουν εξειδικευτεί. Στη συνέχεια, έχοντας τα γυρομάγματα στο κεφάλι του ή στο σώμα του, αυτό το αρσενικό έντομο πηγαίνει σε μια άλλη ορχιδέα του ίδιου είδους –γι’ αυτό υπάρχει η εξειδίκευση του είδους, για να μην πολυμπερδεύονται μεταξύ τους τα έντομα– και έτσι μεταφέρει τα γυρομάγματα της μιας ορχιδέας στην άλλη. Έτσι επιτυγχάνεται η επικονίαση. Εάν, τώρα, το συγκεκριμένο αρσενικό έντομο πάει σε άλλο είδος ορχιδέας, όχι σε αυτό του οποίου τα γυρομάγματα μεταφέρει, τότε δημιουργούνται υβρίδια.   

 

 

 

Ορχιδέα την ονόμασαν οι αρχαίοι Έλληνες, “όρχις”, εξαιτίας του σχήματος των βολβών της, δύο κονδύλων που μοιάζουν με ανδρικούς όρχεις. Άρα, ετυμολογικά, η προέλευση της ονομασίας του φυτού είναι καθαρά ελληνική. Αναπόφευκτα, αφού το φυτό έμοιαζε με όρχεις, απέκτησε και αφροδισιακές ιδιότητες.

 

 

 

Νομίζω ότι ο Διοσκουρίδης ασχολήθηκε πρώτος και μετά ο Πλίνιος ο νεότερος, αυτοί αναγνώρισαν την ιδιότητα του φυτού να βελτιώνει την αναπαραγωγική ικανότητα των ανθρώπων. Αργότερα αναγνωρίστηκε η ικανότητα να κάνουν αρσενικά παιδιά όσοι έπιναν σαλέπι».

 

 

Σύντομα, ο «όρχις», από τη λαϊκή ιατρική, μπήκε και στα συγγράμματα των αρχαίων γιατρών. Αρχικά ο Διοσκουρίδης έδωσε στις ορχιδέες την ονομασία «κυνός όρχις», δηλαδή «όρχις του σκύλου». Και για να γίνει ακόμα πιο kinky, ονόμασε «καυλόν» τον βλαστό του φυτού. Ο μεγαλύτερος φαρμακολόγος και βοτανολόγος της αρχαιότητας, περιγράφοντας το φυτό, γράφει ότι «έχει φύλλα πάνω στη γη, από τα οποία βγαίνει ο βλαστός. Η ρίζα του αποτελείται από δύο βολβούς, οι οποίοι μπορούν να φαγωθούν ψημένοι. Τον μεγαλύτερο βολβό, όταν τον τρώνε οι άνδρες, κάνουν αγόρια, ενώ όταν οι γυναίκες τρώνε τον μικρότερο βολβό, γεννάνε κορίτσια».

 

 

Τα ίδια περίπου αναφέρει και ο Γαληνός, ο οποίος γράφει: «Αυτή η πόα ονομάζεται και όρχις σκύλου. Ο χαρακτήρας, δε, της ρίζας του, η οποία είναι βολβοειδής και διπλή, είναι υγρός και θερμός, γι’ αυτό και σ’ αυτούς που τη γεύονται φαίνεται πιο γλυκιά. Αλλά η μεγαλύτερη από τις δύο ρίζες φαίνεται να έχει υγρότητα, περιττωματική ενέργεια και προκαλεί αέρια, γι’ αυτό, όταν πίνεται, παρακινεί προς σαρκικές ηδονές. Η άλλη, αντιθέτως, όταν υποστεί αρκετή κατεργασία, έχει μια κράση που τείνει προς το θερμότερο και ξηρότερο, γι’ αυτόν τον λόγο αυτή η ρίζα όχι μόνο δεν παρακινεί τις ορμές προς συνουσία, αλλά, αντίθετα, τις αναχαιτίζει εντελώς και τις καταστέλλει. Ψημένες, οι ρίζες τρώγονται ως βολβοί». 

 

 

 

Ακολουθώντας τις αρχαιοελληνικές δοξασίες, οι βυζαντινοί και οι νεότεροι Έλληνες αποδίδουν στα φυτά σεξουαλικές ιδιότητες. Σχεδόν παντού στην Ελλάδα τα φυτά αυτά ονομάζονται «σερνικοβότανα». Σε ορισμένα νησιά, μάλιστα, λέγονται «έρωτας», γιατί πιστεύουν ότι ενισχύουν τη σεξουαλική ορμή. Από τις ελληνικές ορχιδέες πήραν το όνομά τους και οι ορχιδέες όλου του κόσμου, παρότι δεν έχουν όλες οι ορχιδέες –οι οποίες αριθμούν αρκετές χιλιάδες είδη– όρχεις. Στην τροπική ζώνη φυτρώνουν πάνω στα πυκνά φυλλώματα των τροπικών δένδρων και είναι σαπροφυτικές ή παράσιτα. Οι ευρωπαϊκές ορχιδέες είναι γεώφυτα, δηλαδή έχουν ριζώματα διαφόρων μορφών, στα οποία αποθηκεύουν τις τροφικές τους ουσίες. 

 

 

 

«Θα ήταν ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι πολλές ορχιδέες έχουν ονόματα ελληνικής προέλευσης», προσθέτει ο κ. Λύτρας, «όπως Οφρύς του Ασκληπιού (Ophrys aesculapii), Οφρύς των Μυκηνών (Ophrys mycenensis), Οφρύς της Αριάδνης (Ophrys ariadnae), Οφρύς της Αττικής (Ophrys attica), Οφρύς των φρυγάνων (Ophrys phryganae) κ.ά. Όπως και το γεγονός ότι οι κόνδυλοι της ορχιδέας ανανεώνονται χρόνο με τον χρόνο.

 

 

Κάθε ορχιδέα έχει δύο βασικούς κονδύλους, κάθε φορά όμως λειτουργεί ως τροφοδότης του φυτού ο ένας κόνδυλος, ο άλλος, ο οποίος έχει δουλέψει την προηγούμενη χρονιά, ξεραίνεται. Και δίπλα του, στη θέση όπου ήταν ο παλιός, δημιουργείται ένας νέος. Κάθε φορά υπάρχουν δύο κόνδυλοι στη ρίζα του φυτού, αλλά ο ένας προορίζεται να αντικαταστήσει τον άλλο.

 

 

Σερνικοβότανο θεωρούνταν περισσότερο ένα είδος ορχιδέας, η Orchis mascula, την οποία ακόμα και σήμερα κατεβαίνουν Αλβανοί από τα σύνορα και τη μαζεύουν από τον Γράμμο, από τα βουνά κοντά στα σύνορα. Μαζεύουν τους κονδύλους και τους μεταφέρουν με σακιά για να τα κάνουν σαλέπι. Για να παρασκευαστεί το σαλέπι, που υποτίθεται ότι παρασκευάζεται από ρίζες ορχιδέας, χρειάζεται τόσο μεγάλη ποσότητα, ώστε στην πραγματικότητα αυτό είναι ανέφικτο, τουλάχιστον να γίνει σε ποσότητες τέτοιες ώστε να τις εμπορεύεται κάποιος και όχι για προσωπική κατανάλωση.

 

 

Αυτό σημαίνει ότι το σαλέπι που πωλείται σε μαγαζιά ή στους σαλεπιτζήδες δεν είναι πραγματικό, αλλά κάτι νοθευμένο, που ενδέχεται να περιέχει και μια πολύ μικρή αναλογία σκόνης από βολβούς ορχιδέας.  

 

 

 

Επειδή στα νησιά της Ελλάδας η βιοποικιλότητα έχει ακολουθήσει τη δική της εξελικτική πορεία, έρχονται ομάδες ξένων, κυρίως Βορειοευρωπαίων, Άγγλων, Γερμανών, Βέλγων και Ολλανδών, για να φωτογραφίσουν ορχιδέες ή για να τις μελετήσουν. Έρχονται και στην Αττική, αλλά πολύ λιγότεροι. Κι αυτό γίνεται γιατί, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, εδώ υπάρχει πολύ μεγάλη ποικιλία. Γενικότερα, η ποικιλότητα στη χλωρίδα, στα είδη φυτών, είναι πολύ πιο μεγάλη στην Ελλάδα. Έχουμε κοντά στα 7.000 είδη φυτών, τη στιγμή που η Αγγλία ή η Γερμανία έχουν 3.000. Υπάρχει μια γερμανική ομάδα για ορχιδέες που ανεβάζει κάθε χρόνο τις ορχιδέες που φωτογράφισε στην Ελλάδα.  

 

 

 

Είμαι νομικός περιβάλλοντος, δικηγόρος, οπότε, για να μπορέσω να κατανοήσω το αντικείμενο που με ενδιέφερε και επιστημονικά, έπρεπε να το γνωρίσω, γιατί όλα τα είδη ορχιδεών είναι προστατευόμενα και από διεθνείς συμβάσεις (Cites) και από την ελληνική νομοθεσία (το προεδρικό διάταγμα 67/81). Για πολλά είδη, δε, υπάρχουν ξεχωριστές διεθνείς συμβάσεις ή Oδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, δεν μπορεί κανείς να πει ότι θα ασχοληθεί συστηματικά με την προστασία του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας αν δεν είναι εξοικειωμένος και δεν τη γνωρίζει.

 

 

Αυτό ήταν το ένα, το άλλο ήταν η πεζοπορία και η ορειβασία. Η πεζοπορία ως δραστηριότητα ξεκίνησε ως άθληση, αλλά σιγά-σιγά αρχίζεις να αναρωτιέσαι τι είναι αυτά που βλέπεις τριγύρω. Να δω λίγο τη δύση του ήλιου, την ανατολή, να δω και αυτά τα δέντρα, αυτά τα λουλούδια, πώς είναι, πώς λέγονται, αρχίζει πλέον η δραστηριότητά σου στη φύση να γίνεται μια διαδικασία γνωριμίας, κοινωνίας με τη φύση, και αυτό σε οδηγεί στο να τη σέβεσαι περισσότερο, να την αγαπάς περισσότερο. Αρχίζεις να προτάσσεις πλέον το φυσικό περιβάλλον έναντι της ατομικής σου επίδοσης σε οποιαδήποτε δραστηριότητα».

 

 

Οι ορχιδέες της Αττικής είναι πολυποίκιλες και πολύ πιο εντυπωσιακές απ' ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος που δεν έχει ασχοληθεί ποτέ μαζί τους. Είναι παντού, ακόμα και σε χέρσους χώρους δίπλα σε δρόμους και ακαλλιέργητα χωράφια. Μένει μόνο να τις προσέξεις και να τους δώσεις τη σημασία που τους αξίζει. Αυτό που πρέπει να έχεις πάντα στο μυαλό σου, για να συνεχίσουν να υπάρχουν και να μην εξαφανιστούν, είναι ότι δεν τις αγγίζουμε, δεν τις πατάμε, δεν τις κόβουμε. Μια βόλτα στην εξοχή αρκεί για να δεις την πλούσια ελληνική χλωρίδα με άλλο μάτι. 

 

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου