«Γύρω στο 60 π.Χ. ένα πλοίο ναυάγησε έξω από τις βορειοανατολικές ακτές του μικρού νησιού Αίγιλα, στο πέρασμα μεταξύ Κρήτης και Πελοποννήσου. Ήταν ένα μεγάλο εμπορικό πλοίο μήκους περίπου 40 μέτρων, το οποίο, εκτός από τους συνήθεις αμφορείς με κρασί και άλλα εμπορεύσιμα αγαθά, μετέφερε χάλκινα και μαρμάρινα αγάλματα, αλλά και γυάλινα σκεύη. Τα μεγάλου μεγέθους χάλκινα αγάλματα ήταν παλιά, κατασκευασμένα έναν αιώνα νωρίτερα ή και περισσότερο, αλλά βρέθηκαν και κάποια άλλα πολύτιμα αντικείμενα, που ήταν νεότερα. Στο πλοίο βρίσκονταν και επιβάτες, γνωρίζουμε ότι υπήρχε μία τουλάχιστον γυναίκα, στην οποία ανήκαν τα δύο ζεύγη κομψών χρυσών ενωτίων». 

 

 

Στο βιβλίο του «Ένας φορητός κόσμος - Φέρνοντας στο φως τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων, ένα επιστημονικό θαύμα του αρχαίου κόσμου» ο Alexander Jones, ιστορικός των επιστημών με ειδίκευση στην αρχαία ελληνική αστρονομία και μέλος της Ομάδας Μελέτης του Μηχανισμού των Αντικυθήρων από το 2006, αναφέρει το χρονικό της απίθανης ανακάλυψης του ναυαγίου και του εκπληκτικού Μηχανισμού που μετέφερε, του αρχαιότερου αναλογικού υπολογιστή, εξιστορώντας απίθανες λεπτομέρειες. Εξηγεί, επίσης λεπτομερώς, πώς λειτουργούσε ο Μηχανισμός, πώς κατασκευάστηκε και για ποιον σκοπό.

 

 

 

Τα θραύσματα του Μηχανισμού εντοπίστηκαν το 1902, προς το τέλος των εργασιών ανέλκυσης, και ήταν εμφανώς οδοντωτοί τροχοί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τα συνδέσει με κάποιον μηχανισμό ή να φανταστεί ότι μπορεί να είχαν σχέση με την επιγραφή που είχε βρεθεί. Το κύριο σώμα του Μηχανισμού βγήκε από τη θάλασσα στη μορφή ενός συσσωματώματος, με τα μηχανικά μέρη κρυμμένα μέσα σε αυτό.  

 

«Όταν ανακαλύφθηκε το ναυάγιο το 1900-1901 και περισώθηκαν εν μέρει τα απομεινάρια του, θεωρήθηκε ότι περισσότερα ή και όλα τα γλυπτά που ανασύρθηκαν από τον βυθό ήταν πολύ παλιότερα από το πλοίο που τα μετέφερε», αναφέρει στο βιβλίο. «Έγινε έτσι δημοφιλής η ιδέα ότι επρόκειτο για ένα πλοίο που μετέφερε θησαυρούς τους οποίους είχαν λεηλατήσει ο Ρωμαίοι από κάποια ελληνική πόλη στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. Η ιδέα αυτή έχει ακόμη υποστηρικτές, ωστόσο η προσεκτικότερη μελέτη των αντικειμένων που ανασύρθηκαν δείχνει ότι είναι πολύ πιθανότερο να ήταν εμπορικό πλοίο με φορτίο από διαφορετικές αφετηρίες και ενδεχομένως διαφορετικούς προορισμούς. 

 

Ο τόπος όπου φτιάχτηκαν τα αντικείμενα που μετέφερε το πλοίο δεν μπορεί ακριβώς να πιστοποιηθεί, ένας ειδικός μπορεί, ωστόσο, να μαντέψει από τον τύπο των αμφορέων πού κατασκευάστηκαν: στη Ρόδο, στην Κω, κοντά στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, αλλά ίσως και στις ιταλικές ακτές της Αδριατικής. Τα μαρμάρινα αγάλματα ήταν από παριανό μάρμαρο, επομένως προέρχονταν μάλλον από κάποιο εργαστήριο του Αιγαίου, ίσως από τη Δήλο ή την Πέργαμο. Τα γυάλινα σκεύη ήταν από εργαστήρια της Συρίας, της Παλαιστίνης ή της Αιγύπτου. Κάποιος από τους επιβάτες του πλοίου ταξίδευε με τις οικονομίες του, 32 αργυρά νομίσματα από την Πέργαμο και την Έφεσο, και κάποιος είχε μαζί του μικρότερης αξίας χάλκινα νομίσματα από την Έφεσο, όπως και μερικά παλιότερα, από την Κατάνη της Σικελίας και την Κνίδο της Μικράς Ασίας. Τα νεότερα από τα αργυρά νομίσματα είχαν κοπεί μεταξύ του 76 και του 67 π.Χ., οπότε το πλοίο ναυάγησε σίγουρα μετά το 76 π.Χ., πιθανόν μία ή δύο δεκαετίες αργότερα.

 

Η διαδρομή που είχε ακολουθήσει το πλοίο δεν είναι γνωστή, ωστόσο δεν ήταν απαραίτητο να είχε κάνει στάση σε όλους αυτούς τους τόπους κατά το τελευταίο του ταξίδι. Το πιο πιθανό είναι μέρη του φορτίου να είχαν μεταφερθεί με μικρότερα πλοία σε ένα σημαντικό διαμετακομιστικό λιμάνι όπως η Δήλος ή σε κάποιο στις ακτές της Μικράς Ασίας, τα οποία ήταν αρκετά μεγάλα και μπορούσαν να δέσουν πλοία ανάλογου μεγέθους με το πλοίο του ναυαγίου. Η τοποθεσία του ναυαγίου δείχνει ότι το πλοίο έπλεε προς τη δυτική Μεσόγειο για να παραδώσει το φορτίο του σε κάποιο λιμάνι της Αδριατικής ή ακόμα δυτικότερα».

 

Ένα από τα αντικείμενα που μετέφερε το πλοίο, το πιο μυστηριώδες απ’ όλα, ήταν ένα κουτί, μεγέθους και σχήματος κουτιού παπουτσιών, κατασκευασμένο από ξύλο και μέταλλο, που όταν ανασύρθηκε από τον βυθό δεν προκάλεσε κανένα ενδιαφέρον – τα αγάλματα και τα γυάλινα σκεύη ήταν πολύ πιο εντυπωσιακά. Ωστόσο το σκουριασμένο αυτό κουτί, που είχε υποστεί μεγάλες φθορές από το θαλασσινό νερό και τον χρόνο, ήταν μια λεπτή και πολύτιμη κατασκευή που πρέπει να είχε συσκευαστεί με ασφάλεια σε ένα μικρό κιβώτιο ή κουτί για να προστατευτεί από τυχόν ζημιές και από τα στοιχεία της φύσης. Ένα τόσο μεγάλης αξίας αντικείμενο είναι απίθανο, επίσης, να είχε σταλεί στον προορισμό του ασυνόδευτο. Μπορούμε να εικάσουμε ότι ένας ειδικευμένος τεχνίτης συνόδευε το μηχανικό αντικείμενο σε όλο του το ταξίδι, από το εργαστήριο όπου είχε κατασκευαστεί μέχρι τον παραλήπτη του. 

 

Η ανακάλυψη του ναυαγίου και η ανέλκυση των αρχαιοτήτων

 

Η ανακάλυψη του ναυαγίου το 1900 προέκυψε χάρη σε μια άλλη κακοκαιρία από σφουγγαράδες της Σύμης που βουτούσαν από το 1870 με ένα σύστημα εξαρτημένης κατάδυσης, με το οποίο μπορούσαν να φτάνουν σε μεγαλύτερα βάθη. Το μπρούντζινο σκάφανδρο και η ολόσωμη στεγανή στολή που φορούσαν τούς επέτρεπαν να λαμβάνουν αέρα από την επιφάνεια μέσω ενός εύκαμπτου σωλήνα και να μένουν κάτω από το νερό περισσότερη ώρα. Το ναυάγιο ανακαλύφθηκε από μια ομάδα τέτοιων δυτών που βρέθηκαν κατά τύχη στο σημείο όπου βρισκόταν το βυθισμένο πλοίο, όταν σταματήσαν για λίγο στα Αντικύθηρα για να προφυλαχτούν από τον καιρό. Τα δύο σκάφη που αποτελούσαν την ομάδα ήταν το «μητρικό» πλοίο Ευτέρπη μήκους 15 μέτρων, που μετέφερε τις προμήθειες και τα αλιευμένα σφουγγάρια, και μια καταδυτική λέμβος, η Καλλιόπη, και τα δύο ιδιοκτησίας Φώτιου Λινδιακού, που έπλεαν με καπετάνιο τον κουνιάδο του Δημήτρη Κοντό, ο οποίος, εκτός από τα πληρώματα των δύο σκαφών, είχε μαζί του και οκτώ δύτες. Η ανακάλυψη έγινε από έναν δύτη, τον Ηλία Σταδιάτη, που είδε θραύσματα χάλκινων αγαλμάτων σε βάθος άνω των 60 μέτρων. Από τον βυθό ανασύρθηκε ένας χάλκινος βραχίονας ανδρός, φυσικού μεγέθους, ο οποίος αργότερα πιστοποιήθηκε ως τμήμα αγάλματος που έγινε γνωστό ως «φιλόσοφος». Ο Κοντός και οι άντρες του παρέδωσαν τον βραχίονα στις Αρχές και έκλεισαν συμφωνία με την κυβέρνηση να είναι αυτοί που θα ερευνήσουν το ναυάγιο. 

 

Ο Σπυρίδων Στάης, τότε υπουργός Παιδείας και πρώην καθηγητής με επιστημονική εκπαίδευση και μόρφωση, συμβουλεύτηκε τους αρχαιολόγους της κρατικής υπηρεσίας –οι οποίοι αμέσως κατάλαβαν ότι είχε ανακαλυφθεί ένα ελληνορωμαϊκό ναυάγιο– και χωρίς καμία καθυστέρηση άρχισε να οργανώνει την επιχείρηση. Υποσχέθηκε γενναιόδωρη αμοιβή στους δύτες εάν αποδεικνύονταν ικανοί να ανελκύσουν αντικείμενα από τον χώρο του ναυαγίου και εξασφάλισε από το Πολεμικό Ναυτικό τον δανεισμό ενός μεταγωγικού πλοίου. Έτσι οι δύτες μεταφέρθηκαν ξανά στον τόπο του ναυαγίου με το οπλιταγωγό Μυκάλη, μαζί με τον καθηγητή Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνιο Οικονόμου, ο οποίος θα επέβλεπε τις εργασίες τους. 

 

Ο Κοντός αποκάλυψε την ακριβή θέση του ναυαγίου μόνο όταν απέπλευσε η αποστολή. Οι άνεμοι και η φουρτουνιασμένη θάλασσα δεν επέτρεπαν στους δύτες να εργάζονται πάνω από τρεις ώρες τη ημέρα και κάθε κατάδυση στο βάθος όπου ήταν το πλοίο δεν ήταν δυνατό να διαρκέσει πάνω από πέντε λεπτά. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες, τα αποτελέσματα των πρώτων καταδύσεων ήταν εντυπωσιακά: περιλάμβαναν αρκετά θραύσματα χάλκινων και μαρμάρινων αγαλμάτων, το πιο αξιόλογο από τα οποία ήταν ένα χάλκινο κεφάλι που αρχικά θεωρήθηκε ότι παριστάνει έναν πυγμάχο, αλλά μετά τον καθαρισμό του έγινε φανερό ότι απεικονίζει έναν φιλόσοφο άγνωστης ταυτότητας. Οι εργασίες συνεχίστηκαν για μήνες, αλλά διακόπηκαν πολλές φορές επειδή διατυπώνονταν στον ελληνικό Τύπο κατηγορίες κατά των δυτών, ότι ανέλκυαν απρόσεκτα τα ευρήματα από τον βυθό ή ότι σκοπίμως τα έσπαζαν. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους του υπουργείου, οι κατηγορίες ήταν αβάσιμες γιατί δουλειά των δυτών ήταν απλώς να ανελκύουν τα ευρήματα υπό την επίβλεψη του υπουργείου και των αρχαιολόγων του. Συστηματικά αρχεία για τα αντικείμενα που ανασύρονταν δεν φαίνεται να τηρήθηκαν. Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι το 1960 ο αρχαιολόγος Πίτερ Θροκμόρτον πληροφορήθηκε από απόγονους του πληρώματος του Κοντού στη Σύμη ότι στην πρώτη κατάδυση είχαν ανελκυσθεί μερικά χάλκινα αγαλματίδια τα οποία αργότερα πουλήθηκαν σε εμπόρους στην Αλεξάνδρεια. 

 

Στα μάτια των απλών ανθρώπων οι εντυπωσιακότερες ανακαλύψεις ήταν τα χάλκινα αγάλματα. Μολονότι ήταν σπασμένα σε κομμάτια, διατηρούνταν ακόμα σε καλή κατάσταση και τουλάχιστον κάποια από αυτά φαίνονταν να είναι έργα της ύστερης αρχαιότητας ή των πρώτων ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή του 4ου και του 3ου αιώνα π.Χ. Γενικά δεν σώζονται πολλά χάλκινα αγάλματα από την αρχαιότητα, επειδή το μέταλλο ανακυκλωνόταν από τη στιγμή που τα αγάλματα έπαυαν να είναι επιθυμητά κι έτσι τα χάλκινα θραύσματα από το Ναυάγιο των Αντικυθήρων εμπλούτιζαν την υπάρχουσα γνώση της εποχής. Πολλά από τα αγάλματα ανασύρθηκαν τις πρώτες εβδομάδες των εργασιών, αφενός επειδή ήταν μεγάλο το ενδιαφέρον γι’ αυτά και αφετέρου επειδή ήταν εύκολο για τους δύτες να τα εντοπίσουν και να τα ανεβάσουν στην επιφάνεια. Τα μεγαλύτερα θραύσματα του διασημότερου από τα χάλκινα αγάλματα του ναυαγίου των Αντικυθήρων, του «εφήβου των Αντικυθήρων», είχαν ανελκυσθεί τον Δεκέμβριο του 1900 και ήταν το μόνο που βρέθηκαν τελικά σχεδόν όλα του τα κομμάτια. 

 

Ο κύριος όγκος των μαρμάρινων θραυσμάτων από αγάλματα ανθρώπων, θεών και αλόγων μεγαλύτερου μεγέθους από το φυσικό έκανε το έργο των δυτών πολύ κουραστικό και χρονοβόρο. Κάποια ήταν σε τόσο μεγάλο βάθος που ήταν αδύνατο να τα φτάσουν. Επιπλέον, η εικόνα τους ήταν απογοητευτική και οι επιφάνειές ήταν έντονα διαβρωμένες, ενώ πολύ σύντομα οι αρχαιολόγοι συνειδητοποίησαν ότι τα αγάλματα δεν ήταν πρωτότυπα αριστουργήματα της κλασικής εποχής αλλά αντίγραφα και απομιμήσεις των ύστερων ελληνιστικών χρόνων. Το τελευταίο αξιόλογο γλυπτό εύρημα που ανασύρθηκε από τον βυθό ήταν ένα όμορφο χάλκινο αγαλματίδιο ενός αγοριού, γύρω στα τέλη Ιουνίου. Έναν μήνα αργότερα, με εντολή του Στάη, οι εργασίες σταμάτησαν επειδή τα πιο πρόσφατα ευρήματα (θραύσματα αγγείων και ξύλων) δεν είχαν καμία αρχαιολογική αξία. 

 

Η ανακάλυψη του Μηχανισμού των Αντικυθήρων

 

Από τις πρώτες μέρες της ανέλκυσης των θραυσμάτων οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν για την ανακάλυψη μιας «ενεπίγραφης πλάκας», χωρίς, ωστόσο, να αναφέρονται λεπτομέρειες. Τα θραύσματα του Μηχανισμού εντοπίστηκαν το 1902, προς το τέλος των εργασιών ανέλκυσης, και ήταν εμφανώς οδοντωτοί τροχοί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τα συνδέσει με κάποιον μηχανισμό ή να φανταστεί ότι μπορεί να είχαν σχέση με την επιγραφή που είχε βρεθεί. Το κύριο σώμα του Μηχανισμού βγήκε από τη θάλασσα στη μορφή ενός συσσωματώματος, με τα μηχανικά μέρη κρυμμένα μέσα σε αυτό.  

 

Όταν στο τέλος Ιουλίου σταμάτησαν οι εργασίες ανέλκυσης, ο Στάης φόρτωσε στο Μυκάλη τις αρχαιότητες που θα μεταφέρονταν στην Αθήνα και τη στιγμή εκείνη συνέβη ένα περιστατικό για το οποίο έγινε δημόσιος λόγος μόνο πολλά χρόνια αργότερα – γι’ αυτό και δεν μπορεί να πιστοποιηθεί. Σύμφωνα με τον ναύαρχο Ιωάννη Θεοφανίδη, ένας συνάδελφός του αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, ο Περικλής Ρεδιάδης, που επέβαινε στο Μυκάλη σε αρκετές από τις επισκέψεις στον χώρο του ναυαγίου εμπόδισε μέλος του πληρώματος να ρίξει πίσω στη θάλασσα μια φαινομενικά άχρηστη ασβεστοποιημένη μάζα –τον Μηχανισμό!–, γιατί διέκρινε ένα μέταλλο που προεξείχε από μια ρωγμή της επιφάνειάς της. Ο Ρεδιάδης δεν το αναφέρει σε καμία από τις δημοσιεύσεις του, αλλά η σωτηρία του Μηχανισμού πιστώνεται ανεπίσημα σε αυτόν. 

 

Όταν τα ευρήματα έφτασαν στην Αθήνα, κάποια φυλάχθηκαν προσωρινά και παρέμειναν σε κοινή θέα στο υπουργείο Παιδείας, ωστόσο σύντομα μεταφέρθηκαν όλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι υπεύθυνοι είχαν μπροστά τους ένα τεράστιο και δύσκολο έργο καθαρισμού, συντήρησης και ενίοτε ανασύνθεσης και αποκατάστασης. Ο Έφηβος θεωρήθηκε το ωραιότερο και το πιο πλήρες από τα έργα τέχνης που είχαν ανασυρθεί από το ναυάγιο. Κι ενώ γίνονταν οι ενέργειες για την προσπάθεια ανασύνθεσής του, αναθέτοντας στον Όθωνα Ρουσόπουλο τη συντήρηση των θραυσμάτων και την ανασύνθεσή του σε έναν θρυλικό Γάλλο συντηρητή –και πλαστογράφο–, τον Αλφρέντ Αντρέ, ο Σπυρίδων Στάης, που ήταν πλέον τέως υπουργός, επισκέφτηκε το μουσείο από προσωπικό ενδιαφέρον για το πώς προχωρούσαν οι εργασίες με τις αρχαιότητες των Αντικυθήρων. Οι άνθρωποι του μουσείου τού επέτρεψαν να μπει στην αίθουσα όπου φυλάσσονταν τα χάλκινα θραύσματα. Εκεί, όσοι συμμετείχαν στις εργασίες ανασύνθεσης του Εφήβου είχαν ξεχωρίσει όσα θραύσματα έμοιαζαν κομμάτια από ανθρώπινο κορμό ή θύμιζαν τμήμα ιματίου, παραμερίζοντας τα υπόλοιπα. Ο Στάης πρόσεξε ανάμεσα στα παραμερισμένα τρία θραύσματα, το ένα δίπλα στο άλλο, υποθέτοντας ότι ίσως ήταν μέρη του ίδιου αντικειμένου, που είχε σχήμα πλάκας. Ένα από αυτά τα θραύσματα έφερε επιγραφή με ελληνικούς χαρακτήρες που ήταν δύσκολο να διαβαστούν στο λιγοστό απογευματινό φως, ενώ στην επιφάνεια του άλλου διακρινόταν ένα σύστημα οδοντωτών τροχών. Δεν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που τα είχε δει, αλλά ήταν ο πρώτος που παρατήρησε τα μηχανικά μέρη του Μηχανισμού και εκείνος που εξασφάλισε ότι τα θραύσματα θα τύγχαναν της προσοχής των αρχαιολόγων.    

 

Σε γενικές γραμμές, η σύγχρονη ιστορία του Μηχανισμού των Αντικυθήρων μπορεί να διακριθεί σε δύο περιόδους. Κατά την πρώτη, από το 1902 έως τη δεκαετία του 1960, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορούσε να μελετήσει κανείς τα απομεινάρια του ήταν παρατηρώντας τα με τα ίδια του τα μάτια ή από φωτογραφίες τους. Στη δεύτερη περίοδο, από τη δεκαετία του 1970 έως τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, οι μελετητές είχαν στη διάθεσή τους τεχνικές που τους επέτρεψαν να δουν διαμέσου ή εντός των θραυσμάτων. Από αυτό το σημείο και έπειτα, κάθε άλμα στη διεξοδικότητα και στην πληρότητα της γνώσης μας για τα θραύσματα του Μηχανισμού επιτεύχθηκε σε συνάρτηση με ένα νέο είδος απεικόνισης. 

 

Την πρώτη περίοδο εκείνο που άνοιξε τον δρόμο για σημαντική πρόοδο ήταν οι μεταβολές στα ίδια τα αντικείμενα. Η δουλειά των ειδικευμένων συντηρητών το 1905 και το 1953, όπως και κάποιες τυχαίες ζημιές που συνέβησαν μεταξύ αυτών των χρονολογιών, αποκάλυψαν πράγματα που προηγουμένως ήταν κρυμμένα πίσω από άλλα μέρη των θραυσμάτων ή βρίσκονταν κάτω από στρώματα ιζήματος. Αναπόφευκτα χάθηκαν κάποιες πληροφορίες στη διάρκεια αυτών των εργασιών και οι παλιότερες φωτογραφίες και περιγραφές είναι τα μόνα μέσα που έχουμε για να ανασυνθέσουμε την παλαιότερη κατάσταση των θραυσμάτων.   

 

Το κορυφαίο αυτό έργο της μηχανικής ήταν μία από τις πρώτες φορητές συσκευές υποστήριξης της διδασκαλίας. Η τεχνογνωσία που ενσωμάτωνε είναι ό,τι πιο προηγμένο έχουν συναντήσει από την κλασική ιστορία οι σύγχρονοι μελετητές, ενώ εκπληκτικά είναι και όσα φανέρωσε για την ελληνορωμαϊκή αστρονομία και επιστημονική τεχνολογία καθώς και για τη θέση τους στην αρχαία ελληνική κοινωνία.     

   

Η ανάγνωση του Θραύσματος G του Μηχανισμού

 

Ο Αγαμέμνων Τσελίκας, φιλόλογος-παλαιογράφος, ο άνθρωπος που διάβασε το πιο σημαντικό από τα θραύσματα του Μηχανισμού, το Θραύσμα G, αφηγείται αποκλειστικά στη LiFO την επίπονη διαδικασία της αποκρυπτογράφησής του: 

 

«Το θραύσμα G, όπως έχει συμβατικά ονομαστεί από την αείμνηστη επιμελήτρια των χάλκινων αντικειμένων του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας Μαρία Ζαφειροπούλου, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες για τη μελέτη του μηχανισμού. Πρόκειται για το τμήμα που εμφανίζεται στα μοντέλα του μηχανισμού ως “εμπρόσθιο κάλυμμα” (front cover). Χάρη στη χρησιμοποίηση των νέων φωτογραφικών τεχνολογιών (για το 2006-2008) πιστεύουμε ότι όσα τμήματα της επιφάνειάς του διατηρούσαν ίχνη γραφής κατά το μεγαλύτερο μέρος έχουν διαβαστεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε όλα τα σημεία η αναγνώριση των γραμμάτων ή η ανάγνωση των λέξεων είναι ευκρινής και απόλυτη. Υπάρχουν αρκετά διφορούμενα σημεία, ιδιαίτερα στις τομές των θραυσμάτων και στα σημεία επικαλύψεων από άλλα στοιχεία. 

 

Για την ανάγνωση χρησιμοποιήθηκαν πάνω από 2.000 φωτογραφικές λήψεις, τομές του αξονικού τομογράφου από τρεις διαφορετικές γωνίες. Το σωζόμενο τμήμα περιείχε, βάσει του παραδεδομένου φωτογραφικού υλικού, τριάντα επτά στίχους και ημιστίχια με μέγιστο αριθμό γραμμάτων πενήντα επτά κατά στίχο. Εάν περιοριζόμασταν στο θεωρητικό τετράγωνο στο οποίο εγγράφεται το σωζόμενο θραύσμα, η επιγραφή μας θα περιείχε τουλάχιστον 2.052 γράμματα, ενώ στην πραγματικότητα ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να είναι αρκετά μεγαλύτερος». 

 

Η πρώτη απόπειρα ανάγνωσης

 

«Κατά τη διαδικασία της μεταγραφής σχεδιάστηκε ένας πίνακας με οριζόντιες και κάθετες στήλες όπου κάθε τετραγωνάκι θα περιλάμβανε και ένα γράμμα. Κατόπιν, σύμφωνα με τις συντεταγμένες που σχηματίστηκαν στις φωτογραφικές λήψεις, άρχισα να τοποθετώ τα αναγινωσκόμενα γράμματα στην αρμόδια θέση τους. Για να προσαρμοστούν οι εγγραφές μας στις ανωμαλίες της επιφάνειας της επιγραφής, σε μερικά μόνο σημεία παρενέβαλα μεταξύ των γραμμάτων ή των λέξεων, κατά σύμβαση, ένα σημάδι ψευδούς κενού. Και τούτο γιατί τα μεγέθη των αποστάσεων στις τομογραφικές εικόνες, αναλόγως των γωνιών λήψης, φαίνονταν τεράστια και δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση κενών σημείων. Για γράμματα τα οποία δεν διαβάζονταν με σαφήνεια, αλλά υπέθετα ότι η ανάγνωσή τους ήταν σωστή, τοποθέτησα δίπλα προσωρινά ένα ερωτηματικό. Υποτιθέμενα γράμματα σε φθαρμένα σημεία της επιφάνειας τα έβαλα σε τετράγωνες αγκύλες. Τέλος, θέσεις γραμμάτων επάνω στη σωζόμενη επιφάνεια όπου δεν διακρίνεται τίποτε τις σημείωσα με μια στιγμή μέσα σε τετράγωνες αγκύλες.

 

Τελικά, τα γράμματα που διαβάζονται στο θραύσμα είναι 1.380, τα οποία συνιστούν 156 πλήρεις λέξεις, εκτός των άρθρων, των συνδέσμων, των προθέσεων και αριθμητικών συμβόλων, δηλαδή το 81,33 % της σωζόμενης επιφάνειας. Οι μέγιστες διαστάσεις της σωζόμενης επιφάνειας είναι 11 εκ. πλάτος επί 9 εκ. ύψος, επομένως 99 τετραγωνικά εκατοστά. Βάσει αυτών των μετρήσεων, σε κάθε εκατοστό πλήρους στίχου περιλαμβάνονται 5,18 γράμματα. Κατά το ύψος, σε κάθε εκατοστό αντιστοιχούν 4 στίχοι. Και σε κάθε τετραγωνικό εκατοστό περιέχονται 21 περίπου γράμματα, κάτι που σημαίνει ότι κάθε γράμμα καταλαμβάνει επιφάνεια λίγο μικρότερη από 2 τετραγωνικά χιλιοστά. Θα πρέπει εδώ να λάβουμε υπόψη μας ότι για κάθε χιλιοστό φυσικής επιφάνειας υπήρχαν 10 τομές οριζόντιες και κάθετες, με αποτέλεσμα στα περίπου δύο χιλιοστά του εμβαδού κάθε γράμματος να αντιστοιχούν 20 τομές και στο τετράγωνο 400.

 

Οι κεραίες πολλών γραμμάτων απολήγουν σε μια κάθετη εγκοπή απειροελάχιστου μήκους υπό τύπον σερίφ της σύγχρονης χάραξης γραμμάτων. Δεν έχει χρησιμοποιηθεί χάραξη οδηγού γραφής. Μια πρώτη εντύπωση είναι ότι όλα τα γράμματα έχουν το ίδιο ύφος και μορφή, όχι όμως πάντα το ίδιο μέγεθος, κάτι που βεβαίως δικαιολογείται από τον σκοπό και τη λειτουργικότητα της εκάστοτε επιγραφής στα διάφορα μέρη του μηχανισμού.

 

Τι αναφέρει η επιγραφή και οι υποθέσεις για τη χρήση του Μηχανισμού

 

«Από πλευράς νοήματος, μπορούμε να πούμε ότι και η επιγραφή αυτή πρέπει να μελετηθεί και να ερμηνευτεί σε συνδυασμό με τις άλλες υπάρχουσες, για να φανεί η ουσιαστική και λειτουργική τους σχέση. Πρόβλημα, βέβαια, δημιουργείται από την αποσπασματικότητά τους, και συγκεκριμένα στην επιγραφή του Θραύσματος G που εξετάζουμε, όπου ούτε η αρχή των στίχων σώζεται ούτε το τέλος. Φαίνεται, πάντως, πως δεν έχουμε ένα συνεχόμενο κείμενο αλλά εντολές, ή υποδείξεις, ή διαπιστώσεις σε καταλογάδην διάταξη.

 

Σαφές είναι ότι θεωρείται ως ένα εγχειρίδιο υποδείξεων ή παρατηρήσεων σχετικά με πλανητικά φαινόμενα βάσει των δεδομένων εκείνης της εποχής, σε σχέση με τις κινήσεις των πέντε πλανητών και άλλων αστερισμών ως προς τον ήλιο και μεταξύ τους, πάντα φυσικά με βάση παρατήρησης τη Γη, αλλά όχι ως αναφορά σε αυτήν. 

 

Όπως φαίνεται και από τη φύση των πολλών αξονικών τομών και από τη συνεχή μεταβολή της οπτικής εικόνας της επιφάνειας, φαντάζει σαν να έχεις μπροστά σου μια διαρκώς κινούμενη εικόνα όπου τα γράμμα σε κάθε δέκατο του χιλιοστού αλλάζουν σχήμα και υπόσταση. Για πολλά ομοιόσχημα γράμματα όπως το Α Δ Λ ή Ο Θ ή Γ Ε Η Π έπρεπε να δημιουργηθούν πολλές εκδοχές ταυτοποίησης σε σχέση με το προηγούμενο και το επόμενο, και όλο αυτό να καταλήξει σε έναν εφικτό σχηματισμό μιας λέξης. Συνολικά, όπως ήδη ανέφερα, καταγράφτηκαν 156 λέξεις, χωρίς τα άρθρα τις προθέσεις και τους συνδέσμους, σε ένα σύνολο 1.380 χαρακτήρων γραμμάτων. Δεδομένης της αποσπασματικότητας, ήταν δύσκολο να καταλήξει κανείς σε ένα συγκεκριμένο νόημα, αν δεν επενεργούσε με ελεγχόμενο τρόπο η φαντασία ή η επινόηση. Αν λάβουμε υπόψη μας μία από τις εκδοχές της χρήσης του Μηχανισμού, πέρα από το ημερολογιακό μέρος των εκλείψεων, των πανελλήνιων αγώνων και του παραπήγματος όπου αναγράφονται οι ανατολές και οι δύσεις των πιο σπουδαίων αστερισμών, δεν μπορεί κανείς να απορρίψει και την περίπτωση, εξαιρετικά διαδεδομένη βέβαια, του προγνωστικού ωροσκοπίου, το οποίοβασίζεται αποκλειστικά στις απομακρύνσεις και προσεγγίσεις των πλανητών μεταξύ τους ή και των ιδιαιτέρων εμφανίσεών τους, όπως ακριβώς το περιγράφει και το στηλιτεύει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης στον λόγο του περί “Ειμαρμένης”. 

 

Ταυτόχρονα, η παράλληλη αναδρομή στις υπάρχουσες φιλολογικές πηγές θεωρήθηκε απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβεβαίωση και αποδοχή κάθε λεξιλογικής επιλογής. Εξαιρετικά εντυπωσιακό για μένα είναι το γεγονός ότι τόσο το εγχειρίδιο χρήσης όσο και οι άλλες επιγραφές στα άλλα σημεία του Μηχανισμού είναι εμφανείς. Δηλαδή ο κατασκευαστής δεν απέκρυψε τον τρόπο χρήσης για να τον κρατήσει μόνο για τον εαυτό του αλλά τον παρέδωσε εμφανέστατα στον οποιονδήποτε. Αυτό πιστεύω πως αποτελεί την απόλυτη έκφραση του ανθρωπιστικού και ελευθεριάζοντος ελληνικού πνεύματος, σύμφωνα με το οποίο η γνώση δεν πρέπει να μένει κρυφή αλλά να διαδίδεται αδιάκριτα σε όλον τον κόσμο. 

 

Με την πρακτική αυτή προχώρησα στην παρουσίαση ενός κειμένου που προέκυπτε ύστερα από φιλολογική επεξεργασία, σε συνδυασμό με τα παράλληλα χωρία από τα προγενέστερα και μεταγενέστερα αστρονομικά κείμενα, αφήνοντας σε εξειδικευμένους ιστορικούς της αστρονομίας και μαθηματικούς όποιον ενδεχόμενο σχολιασμό ή παρατήρηση ή και αναθεώρηση, γνωρίζοντας ότι εργαζόμουν πάνω σε κινούμενη άμμο. Αυτή η εκδοχή ανάγνωσης υπάρχει δημοσιευμένη στον τόμο της γενικής παρουσίασης των ευρημάτων του Ναυαγίου που αποτέλεσαν την αντίστοιχη έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (2012). 

 

Οι πρώτες εντυπώσεις ήταν πράγματι προκλητικές: ένα ολόκληρο εγχειρίδιο-οδηγός για την ερμηνεία της κίνησης των πλανητών να βρίσκεται σε κοινή θέα όποιου κρατούσε στα χέρια του αυτό το αστρονομικό όργανο. Ο κάτοχός του θα διάβαζε για κινήσεις μεταξύ του Άρη και της Αφροδίτης, για παράδειγμα, για το πόσο δυνατά φέγγει η Αφροδίτη σε καθαρή ατμόσφαιρα χωρίς φεγγάρι, ώστε να δημιουργεί  σκιά, για προσεγγίσεις και απομακρύνσεις πλανητών σε σχέση με τον ήλιο. Αναδεικνύονται πολλοί σημαντικοί αστρονομικοί όροι (ουσιαστικά και ρήματα), πέρα από τους συμβατικούς, όπως αποκατάστασις, απόστημα, αναστρέφει, δωδεκατημόριον, επάγει, επισχών, επιτέμνει, εώα, οπισθοποδεί, στάσις, στηριγμός, σύνοδος, στρέφεται, συνεμπίπτει, επιπρόσθησον, ἀσέληνος, πλανητική τάξις, αλλά και ονόματα πλανητών όπως Άρης, Ερμής, Αφροδίτη. 

 

Ιδού και κάποιες πολύ χαρακτηριστικές φράσεις: 

οπισθοποδεί ο Άρης, ήσσονα αποκατάστασιν, ελάσσονα στηριγμόν λαγχάνει, προσίη τον ήλιον η Αφροδίτη, προσάγει προς τον ήλιον Ερμής ως Χ επιτέμνει, υπολείπεται μέχρι της εώας, επισχών από του ηλίου, επάγεις Ερμήν επί τον ήλιον. 

Κάποια ρήματα είναι σε  δεύτερο πρόσωπο, όπως:

επάγεις Ερμήν επί τον ήλιον, παράτεινε την ηλιακή απόστασιν. 

 

Αυτό  σημαίνει ότι πράγματι η δομή του όλου κειμένου είχε τον τύπο του εγχειριδίου απευθυνόμενου στον χρήστη. Αντίστοιχοι όροι και εκφράσεις, θα έλεγε κανείς αυτολεξεί, συναντούμε σε παλαιότερους και μεταγενέστερους αρχαίους συγγραφείς σε σχέση με τον Μηχανισμό. Για παράδειγμα αναφέρω τον Θέωνα τον Αλεξανδρέα, τον Αριστοτέλη, τον Αλέξανδρο Αφροδισιέα, τον Σιμπλίκιο, τη "Μαθηματική Σύνταξη" του Κλαύδιου Πτολεμαίου, τον Γέμινο, τον Πρόκλο, τον Εύδοξο, τον Ιωάννη Φιλόπονο, τον Ηφαιστίωνα.  

 

Αναφέροντας εν προκειμένω τον Κλαύδιο Πτολεμαίο, παρατηρήσαμε ότι στον λαμπρό ελληνικό κώδικας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας 388, της “Γεωγραφικής Υφήγησης”, παριστάνεται ο Πτολεμαίος με δυτική μεσαιωνική ενδυμασία (στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος ο Βησσαρίωνας) μέσα στο σπουδαστήριό του που είναι κατάμεστο από αστρονομικά όργανα, μεταξύ των οποίων, πάνω σε ένα κασελάκι, είναι δυο όργανα τα οποία δεν μοιάζουν με κάποιο γνωστό και δεν μπορούν να ταυτιστούν με κανένα άλλο. Σίγουρα δεν έχουν την υποτιθέμενη μορφή του “Μηχανισμού”, φαίνεται όμως να είναι ένα είδος φορητών πλανηταρίων με τον ζωδιακό κύκλο, αν τα προσέξει κανείς λεπτομερέστερα. Αξίζει εδώ να παραθέσω σε δική μου μετάφραση το επίγραμμα του Βυζαντινού πανεπιστήμονα Μάξιμου Πλανούδη (τέλη 13ου αι.), που αφιέρωσε στον Πτολεμαίο.

 

Γνωρίζω ότι γεννήθηκα θνητός κι εφήμερος, αλλ’ όταν
των άστρων εξετάζω τις πυκνές κι αμφίδρομες σαν έλικες πορείες
τη γη πια με τα πόδια δεν την αγγίζω, αλλά κοντά
στον ίδιον τον Δία χορταίνω των θεών την τροφή, την αμβροσία. 

 

Εξαιτίας αυτής της παρατήρησης άρχισε να συζητιέται η ιδέα αν στην πρόσθια θύρα, δηλαδή στο Θραύσμα G, υπήρχαν περιστρεφόμενοι δείκτες αντίστοιχοι των πλανητών ή σχέδιο με ομόκεντρους κύκλους, όπου κάθε περιφέρεια αντιστοιχούσε και σε έναν πλανήτη, συμπεριλαμβανομένου του ήλιου. Το θέμα αυτό δεν έχει διασαφιστεί ούτε μηχανικά ούτε παραστατικά. Πάντως, η χειρόγραφη αρχαία παράδοση μαρτυρεί ότι το πιο πιθανό είναι να υπήρχαν σχεδιασμένοι ομόκεντροι κύκλοι. Αυτοί συναντιούνται σε αρκετά ελληνικά και δυτικά μεσαιωνικά χειρόγραφα. Ένα πρόχειρο παράδειγμα μάς δίνεται και από έναν πολύ νεότερο ιατροσοφικό κώδικα του 1822, το λεγόμενο “Γιατροσόφι  του Χιώτη ταπεινού Παντολέοντα”. 

 

Πρόσφατα κυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση το περισπούδαστο βιβλίο του Alexander Jones “Ένας φορητός κόσμος”, όπου πολύ εμπεριστατωμένα περιγράφει τον Μηχανισμό και, βασισμένος σε παλαιότερες απόψεις, ερμηνείες και αναγνώσεις των επιγραφών, δίνει σε πολλά σημεία τη δική του εκδοχή. Εκείνο που παραδέχεται κι αυτός είναι ότι υπάρχουν πολλά κρυφά και αμφισβητούμενα σημεία στο Θραύσμα G, ώστε να δημιουργούνται κενά στην πλήρη κατανόηση της επιγραφής. Η από αστρονομική πλευρά προσέγγιση της επιγραφής οδηγεί στην επινόηση ή υπόθεση λέξεων που δίνουν ένα διαφορετικό νόημα. Είναι, πάντως, γενικά παραδεκτό ότι η έρευνα, η οποία μπορεί να διαρκέσει για αρκετά χρόνια ακόμα και με ισχυρότερα και ακριβέστερα τεχνικά μέσα, χωρίς φανταστικές παρεμβολές, θα συμπληρώσει, θα ανατρέψει και θα προτείνει πολλές νέες ερμηνείες στη γενική θεώρηση του Μηχανισμού».  

 

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου