H Λόρ Ζυνό, Δούκισσα ντ' Αμπραντές, ήταν κατά κάποιον τρόπο Ελληνίδα, καθώς η μητέρα της, που λεγόταν Λορ Πανώρια Στεφανοπολί ντε Κομνέν, ήταν απόγονος της δυναστείας των Κομνηνών της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος. Η Λορ Ζυνό ήταν επίσης συγγραφέας και άφησε πίσω της 18 τόμους απομνημονευμάτων, αλλά κυρίως υπήρξε σπουδαία χρονικογράφος και κοσμικογράφος.

 

Το 1800, ο Ναπολέων επισκεπτόταν τακτικά το πατρικό της σπίτι στο Παρίσι, κρυφο-γλυκοκοιτάζοντάς την. Εκείνη δεν κολακευόταν και έγραψε για τον Κορσικανό επίδοξο μνηστήρα ότι ήταν ιδιαιτέρως άσχημος, είχε ένα αδέξιο και αβέβαιο περπάτημα, κι ακόμα χειρότερα φορούσε πάντα ένα υπερβολικά στρογγυλό καπέλο που του κατέβαινε ως τα φρύδια και πίεζε προς τα κάτω τα σκυλίσια αυτιά του, που κατέληγαν σχεδόν να τρίβονται στη ρεντιγκότα του.

 

Όσο για τα χέρια του ήταν υπερβολικά μακρουλά σε σχέση με το σώμα του, ισχνά και μαυριδερά. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, φορούσε κάτι κακοφτιαγμένες μπότες, πάντα κακογυαλισμένες, κι έτσι το όλο παρουσιαστικό του κατέληγε να δείχνει μονίμως ασθενικό, δεδομένου και του πόσο αδύνατος ήταν, αλλά και εξαιτίας του ότι το χρώμα του ήταν αδιαμφισβήτητα κίτρινο. 

 

Η Δούκισσα ντ' Αμπραντές κατέληξε να παντρευτεί τον στρατηγό (εν τέλει) Ζαν-Αντός Ζυνό, ο οποίος ναι μεν διακρίθηκε σε αρκετά πεδία μάχης, αλλά πρωτίστως επειδή ήταν ο γραμματέας του Ναπολέοντα και γενικότερα ένας απ’ τους προσωπικούς βοηθούς του εν καιρώ εκστρατείας.

 

 

Ολόκληρη η ζωή του Βοναπάρτη καθορίστηκε από τις αντιφάσεις και το διφορούμενο της προσωπικότητάς του. Ξεκινώντας από την προσωπική ζωή του και την ανικανοποίητη μανία προικοθήρα που τον διακατείχε αρχικά, μέχρι που παντρεύτηκε από έρωτα μία γυναίκα θεωρούμενη ελαφρών ηθών, την Ιωσηφίνα.

 

Η τελειότητα στο ατελές

Σε αντίθεση με την εκλεκτική Δούκισσα, τέσσερα χρόνια αργότερα, ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού στη γαλλική ζωγραφική, ο περίφημος Ζακ Λουί Νταβίντ, όταν συνάντησε τον Ναπολέοντα κατά την επιστροφή του από την εκστρατεία στην Αίγυπτο, έμεινε έκθαμβος από την καθαρότητα των χαρακτηριστικών του προσώπου του, θεωρώντας ότι ο Ναπολέων ήταν όμορφος σαν αρχαίος Έλληνας.

 

Εξυπακούεται ότι από τότε και μέχρι το Βατερλώ, 16 χρόνια αργότερα, ο Νταβίντ υπήρξε ο επίσημος ζωγράφος του Ναπολέοντα, απαθανατίζοντας πολύ σημαντικά στιγμιότυπα της ζωής του. 

 

Ολόκληρη η ζωή του Βοναπάρτη καθορίστηκε από τις αντιφάσεις και το διφορούμενο της προσωπικότητάς του. Ξεκινώντας από την προσωπική ζωή του και την ανικανοποίητη μανία προικοθήρα που τον διακατείχε αρχικά, μέχρι που παντρεύτηκε από έρωτα (και όσο περισσότερο θα μπορούσε ποτέ να αγαπήσει ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν) μία γυναίκα θεωρούμενη ελαφρών ηθών, την Ιωσηφίνα.

 

Το δίκαιο και το άδικο συγκολλημένα

Ο Ναπολέων υπήρξε ο ιδρυτής του σύγχρονου κράτους, όχι μόνο της Γαλλίας, αλλά και του ευρωπαϊκού προτύπου του. Παρόλα αυτά δεν διστάζει να νοθεύσει εκλογικά αποτελέσματα, να επιβάλει σκληρή λογοκρισία στον τύπο, ενώ, την παραμονή της δημοσίευσης του περίφημου Αστικού Κώδικά του, επέβαλε την θανατική ποινή σε έναν αθώο, τον Δούκα ντ' Ανγκιέν, μεταχειριζόμενος ειδική διάταξη η οποία αναιρούσε τα όσα όριζε ο Αστικός Κώδικας, ο οποίος είναι ο μεγάλος πυλώνας του κράτους δικαίου. 

 

Με άλλα λόγια, ο Ναπολέων σήμερα –διακόσια χρόνια μετά τον θάνατό του– αποτελεί ένα αειθαλές αρχέτυπο που ερμηνεύει συμπεριφορές ανάλογων προσωπικοτήτων «αυτοκρατορικών διαστάσεων», όπως θα ήταν, για παράδειγμα, ο Πούτιν, ο Ερντογάν και πολλοί άλλοι λιγότερο «υπερτοπικοί» εξουσιομανείς.  

 

Η εποχή μας, περισσότερο ίσως από όλες τις προηγούμενες, απαιτεί από την ιστορία να προτείνει μία ανανεωμένη αντίληψη των γεγονότων, έστω και αν αυτή θα προέκυπτε με αναχρονιστικά κριτήρια. Και σε αυτό το πλαίσιο, ο Βοναπάρτης θα μπορούσε να μας παρέχει μία πλήρη εικόνα του διεκδικητικού «φαταούλα» πολέμαρχου χωρίς αρχές και όρια. Του τακτικιστή που είναι ικανότατος στο πεδίο της μάχης και του πολιτικάντη που δεν πιστεύει ούτε στο δίκαιο ούτε στο νόμο. 

 

Εάν ο Ναπολέων ζούσε σήμερα, σε ένα ευνομούμενο κράτος, όπως είναι η Γαλλία, θα οδηγείτο στα δικαστήρια, προτού προλάβει να ικανοποιήσει την ανάγκη του για αυτοεπιβεβαίωση μέσω της εξουσίας. Επίσης, θα ήταν το αγαπημένο αντικείμενο κανιβαλισμού των μίντια και κάποια στιγμή, θα κατέληγε σε διεθνές δικαστήριο ως εγκληματίας πολέμου. 

 

Η μόνη ομοφωνία

Τι απομένει όμως από εκείνον, το οποίο σήμερα να θεωρείται αδιαμφισβήτητης αξίας – αυτό που θα επιβεβαίωνε ξανά ότι υπήρξε «μέγας»; 

 

Μια απάντηση θα ήταν ότι τη στρατιωτική δόξα που κατέκτησε στα πεδία των μαχών δεν την γνώρισε άλλος μετά απ’ αυτόν. 

 

Όμως, ως πιο ουσιαστική απάντηση στο εν λόγω ερώτημα θα στεκόταν η τέχνη που δημιούργησε η εποχή του. Στην εξέλιξη και στην ανάπτυξή της συνεισέφερε σίγουρα και ο ίδιος και η σύζυγός του Ιωσηφίνα.  Άφησε πίσω του ένα καθαρό πολιτισμικό στίγμα, το οποίο συμμετείχε τελικά κι αυτό στην ανάδειξη της αξίας του δικαίου και του ανθρωπισμού, στην πορεία της Ευρώπης, τον 19ο αι.

 

Με ένα τόσο παράξενο όνομα

Ο Ναπολέων γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1769, στο Αζαξιό της Κορσικής. Του έδωσαν ένα όνομα το οποίο δεν ήταν καθόλου διαδεδομένο και που ακόμα και σήμερα αποτελεί μυστήριο ως επιλογή της μητέρας του, αλλά και ως ετυμολογία.

 

Σε ηλικία σχεδόν δέκα ετών βρίσκεται να φοιτά στην περίφημη στρατιωτική σχολή της Brienne και πέντε χρόνια αργότερα στη στρατιωτική σχολή του Παρισιού. Παρά την έφεσή του στο αντικείμενο των σπουδών του, αποφοίτησε από αυτήν με σειρά κατάταξης 42ος μεταξύ 58 φοιτητών. Δηλαδή, χωρίς σπουδαία επίδοση. Κι επειδή οι διασυνδέσεις της οικογένειάς του δεν είχαν τη δύναμη να τον προωθήσουν, τίποτα δεν έδειχνε τότε ότι θα ακολουθούσε την εξέλιξη που είχε.

 

Όμως, με την τοποθέτησή του στο πρώτο τάγμα πυροβολικού στο οποίο υπηρέτησε, ξεκίνησε να μελετά μόνος του. Αυτό τον γλίτωνε κάπως από την πλήξη των στρατώνων. Συγχρόνως, οικοδομούσε την –ας την πούμε– επαναστατική συνείδησή του, καθώς πίστευε πραγματικά ότι η Γαλλική Επανάσταση θα χάριζε στην αγαπημένη του Κορσική την ανεξαρτησία της.

 

Η πρώτη διάκριση

Η χρυσή στιγμή για εκείνον παρουσιάστηκε στο τέλος του 1793, κατά την πολιορκία της παραθαλάσσιας πόλης Τουλόν, στη Νότια Γαλλία, την οποία είχαν καταλάβει οι βασιλόφρονες αντεπαναστάτες και την κρατούσαν με τη βοήθεια του αγγλικού στόλου. Ο Ναπολέων μπήκε στην πόλη και έπνιξε τους στασιαστές στο αίμα τους. Είναι περιττό να σταθεί κανείς στο εύρος της τρομοκρατίας και της λαφυραγωγίας που επικράτησαν. 

 

Για την επιτυχία του αυτή προήχθη σε ταξίαρχο, ενώ δεν ήταν ούτε 25 ετών. 

 

Ο αρχηγός των γαλλικών δυνάμεων, ονόματι Ντυγκομιέ, ο οποίος στο πολεμικό συμβούλιο είχε υποστηρίξει την εφαρμογή του πολιορκητικού σχεδίου του Ναπολέοντα, έγραψε στο Παρίσι, προειδοποιώντας: «Αν είμασταν αχάριστοι απέναντι σε αυτόν τον άνθρωπο, θα είχε προχωρήσει μόνος του στο σχέδιό του». 

 

Η δεύτερη ευκαιρία

Όμως, στο Παρίσι κανείς δεν έδωσε σημασία στην προειδοποίηση του Ντυγκομιέ. Όπως κανείς δεν έδινε σημασία ούτε στον Ναπολέοντα, ο οποίος κατά τα δύο χρόνια που ακολούθησαν υπέβαλε προς έγκριση, το ένα μετά το άλλο, διάφορα σχέδια στρατιωτικών επεμβάσεων, τα οποία κανείς δεν καταλάβαινε και ακόμα χειρότερα, κανείς δεν είχε όρεξη να προσπαθήσει να καταλάβει.

 

Ο Ναπολέων απελπίζεται σε σημείο που σκέφτεται να μεταναστεύσει στην Κωνσταντινούπολη κι εκεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον σουλτάνο. Όμως, τον Οκτώβριο του 1795, ο Πολ Μπαράς ο οποίος ήταν μια πολύ σημαντική φιγούρα της Γαλλικής Επανάστασης, μέλος της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης και πάντα καθήμενος στα έδρανα των Ορεινών, αναθέτει στον Ναπολέοντα την καταστολή της εξέγερσης των βασιλικών στο Παρίσι.

 

Εκείνος ξεκινά αμέσως αυτό που ξέρει να κάνει πολύ καλά, δηλαδή, έναν ασταμάτητο καταιγισμό κανονιοβολισμών. Γίνεται ήρωας για άλλη μια φορά. Η φθαρμένη ρεντιγκότα του δεν μειώνει ούτε κατ’ ελάχιστο τη σπουδαιότητα της στιγμής, κατά την οποία η δόξα και η λάμψη τον στεφανώνουν στο Παρίσι. Ανακηρύσσεται στρατηγός  του στρατού που θα κινηθεί στην Ιταλία. 

 

Γοητεία ιταλικού τύπου

Μετά απ’ όλα αυτά, ένα κορίτσι ενδιαφέρεται ξαφνικά για κείνον. Είναι βέβαια μία από τις ερωμένες του Μπαράς. Την λένε Ροζ ντε Μπωαρναί, ένα επίθετο που κληρονόμησε από τον σύζυγό της, ο οποίος ήταν μεν με το μέρος των επαναστατών, αλλά έχασε το κεφάλι του στην γκιλοτίνα.

 

Ο Ναπολέων θα της «επιβάλει» τελικά τη χρήση του τρίτου κατά σειρά χριστιανικού ονόματός της (επειδή του φαινόταν πιο ερωτικό): Ιωσηφίνα. 

 

Ο σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας Σταντάλ (1783-1842) είχε λάβει μέρος στην εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία και αναφερόταν πάντα με ιδιαίτερη ζέση στο πρόσωπό του, χωρίς να εκφράζει αποκλειστικά και μόνο θαυμασμό για κείνον. Για παράδειγμα, το 1795, ο Σταντάλ έλεγε πως το χαμόγελο του Ναπολέοντα του φαινόταν πάντα προσποιητό και ότι κάθε φορά διαγραφόταν στα χείλη του σε λάθος στιγμή.

 

Ο Σταντάλ, που περί τα 20 χρόνια μετά το Βατερλώ, ξεκίνησε να γράφει τα περίφημα «Απομνημονεύματά του για τον Ναπολέοντα», σημειώνει ότι ο στρατηλάτης ήταν ο τύπος του άχαρου, σφιγμένου και άσχημου άνδρα, τον οποίο, όμως, επιλέγουν οι γυναίκες από μόνες τους, χωρίς εκείνος να χρειαστεί να πασχίσει για να τις γοητεύσει. Κι έτσι, διασωζόταν από την μαύρη μοίρα που προδιάγραφε για κείνον η εμφάνισή του.

 

Ένας αξιωματικός του Ναπολέοντα είχε «εξηγήσει» κάποτε στον Σταντάλ, ότι οι γυναίκες υπέκυπταν στη γοητεία του μυστηριώδους, σκοτεινού και απλανούς βλέμματος του Βοναπάρτη, που ήταν εντελώς ιταλικού τύπου και γενικότερα, θεωρείτο «το αυθεντικό βλέμμα εκείνων που μπορούν να προσφέρουν γνήσιο και μεγάλο πάθος στο κρεβάτι». 

 

Ερωτική ευγνωμοσύνη

Θα μπορούσε κάποιος να αναγνωρίσει σε όλες τις ερωτικές περιπέτειες του Ναπολέοντα μερικά κοινά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, όταν ήταν πολύ νέος και προτού στεφθεί αυτοκράτορας, τον «έκαναν δικό τους» γυναίκες αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας από την δική του. Σίγουρα τους ενέπνεε μία στοργή που μετασχηματιζόταν σε ερωτική έλξη.

 

Αλλά και από την πλευρά του θα έλεγε κάποιος ότι σε εκείνες τις σχέσεις αναζητούσε τη μαμά του. Ενώ κάποιος άλλος θα επέμενε ότι αναζητούσε τη γιαγιά του, μια και η διαφορά ηλικίας μεταξύ εκείνου και των ερωμένων του υπήρξε σε μερικές περιπτώσεις πολύ μεγάλη.

 

Σε κάθε περίπτωση, είχαν όλες την πρόθεση να τον ελέγχουν – να θέλουν να τον κάνουν υποχείριό τους. Η πιο χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση υπήρξε μία ημίτρελη Κορσικανή, η οποία όχι απλά τον πότιζε ερωτικά φίλτρα για να τον κρατά μόνο δικό της, αλλά επειδή τον ζήλευε (χωρίς λόγο, έτσι από μόνη της, επειδή –πολύ απλά– ένιωθε καλύτερα όταν τρελαινόταν από ζήλεια για κείνον) στο τέλος κόντεψε να τον ξεκάνει, δίνοντάς του δηλητήριο. Βέβαια, σώθηκε τελικά. Αλλά αυτό συνέβη επειδή η μητέρα του ήταν αρκετά προνοητική ώστε να καλέσει έγκαιρα γιατρό. 

 

Γενικότερα, ο Ναπολέων δεν ξεχνούσε τις γυναίκες που «τον επέλεγαν», όσος καιρός κι αν περνούσε μετά την γνωριμία τους. Και μάλιστα, τις φρόντιζε με γαλαντομίες, σαν να τους εξέφραζε κάποιου είδους ευγνωμοσύνη.

 

Για παράδειγμα, την εποχή που ήταν αυτοκράτορας φρόντισε να αποκτήσουν όλες τους παχυλότατες κρατικές συντάξεις. Μερικές μάλιστα ήταν τόσο μεγάλες που αναγκαζόταν να υπογράφει ειδικά διατάγματα για να καλύπτει την παρατυπία. Ενώ οι κάπως πιο διακεκριμένες περιπτώσεις μεταξύ των ερωμένων του απέκτησαν και αξιώματα στην αυλή του, ανώτερους τίτλους ευγενείας και πολύ όμορφους πύργους. 

 

 

 

Ριζική αμφισβήτηση ερωτικού πάθους

 

 

Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό των γυναικών που είχαν ερωτικούς δεσμούς με τον Ναπολέοντα ήταν ότι ήταν ήδη ερωμένες ή σύζυγοι ανδρών που κατά κανόνα κατείχαν κάποια υψηλή θέση στο δημόσιο βίο. Η πιο χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ήταν η Ιωσηφίνα, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, όταν γνωρίστηκαν, ήταν ερωμένη του Πολ Μπαράς.

 

 

Με βάση το τι ακριβώς ένιωθε η Ιωσηφίνα για κείνον, θα μπορούσε κάποιος να θεωρεί βέβαιο ότι το πάθος τους δεν υπήρξε αυτό που θα περιγράφαμε ως αμοιβαίο. 

 

 

Η Ιωσηφίνα όμως είχε ταυτόχρονα «προσδεθεί» σε αυτό που εκείνος εξέφραζε προς εκείνην. Κι ας μην το εμπιστευόταν. Όπως η ίδια είχε επισημάνει με πολύ σαφή τρόπο: «Εκείνο που θα έπρεπε να μου αρέσει, δηλαδή, η δύναμη του πάθους του για το οποίο εκείνος μιλάει με μια ζέση που μου επιτρέπει να μην αμφισβητώ την ειλικρίνειά του, είναι ακριβώς αυτό που με αποτρέπει από το να εκφράσω τη συναίνεση που νιώθω έτοιμη να του προσφέρω. Έχοντας αφήσει πίσω την πρώτη μου νιότη, θα μπορούσα άραγε να ελπίζω ότι θα συντηρήσω για αρκετό καιρό αυτήν τη βίαιη τρυφερότητα που ο στρατηγός δείχνει σε μένα και η οποία μοιάζει με κρίση παραληρήματος;» 

 

 

Και είναι γεγονός ότι η προσκόλληση του Βοναπάρτη στην Ιωσηφίνα δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο από έναν παθιασμένο έρωτα. 

 

 

Υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι το «μολυσματικό» που τη δηλητηρίαζε. 

 

 

 

Μιλώντας στον καθρέφτη

 

Στις μεγάλες εκστρατείες είχε πάντα στο τσεπάκι του γιλέκου του μία μινιατούρα του πορτρέτου της, την οποία συχνά έβγαζε και την κοίταζε για αρκετή ώρα με υπομανιακή προσήλωση – με τον ίδιο τρόπο που κάποιος θα «χανόταν» κοιτάζοντας το είδωλό του σε ένα καθρεφτάκι τσέπης. Κι ακόμα χειρότερα, αφηνόταν σε φανταστικούς διαλόγους, απευθυνόμενος χωρίς ενδοιασμό στη μινιατούρα, ακόμα και εν μέσω πολεμικών συμβουλίων, ενώπιον των αξιωματικών που συμμετείχαν. 

 

 

Μία του «ημικόσμου»

 

Ο Ναπολέων δεν νοιαζόταν καθόλου για το ότι η Ιωσηφίνα ήταν κατά έξι χρόνια μεγαλύτερή του, για το ότι είχε δύο παιδιά ή για το ότι έσερνε πάντα στην πλάτη της τη φήμη της γυναίκας ελαφρών ηθών. Δεν νοιαζόταν ούτε για το ότι ολόκληρη η οικογένειά του ήταν εναντίον της. Βέβαια, ούτε η οικογένειά του νοιαζόταν για τους προαναφερθέντες λόγους, που θα έκαναν οποιονδήποτε αξιοπρεπή άνθρωπο της εποχής να είναι κάπως διστακτικός απέναντι σε μια γυναίκα που συγκαταλεγόταν στον demi-monde – στον «ημίκοσμο», δηλαδή, των γυναικών αξιόμεμπτης ηθικής. 

 

 

Η αλήθεια ήταν ότι η Ιωσηφίνα εξόργιζε τη μητέρα και τα αδέλφια του, κυρίως επειδή εκείνοι αισθάνονταν ταπεινωμένοι από τη δική της εκλέπτυνση τρόπων, γούστου και κοινωνικότητας. Δεν κατάφερναν να είναι σοφιστικέ όσο εκείνη και πίστευαν ότι η παρουσία της τους επέβαλε να νιώθουν άχαροι και άξεστοι χωριάτες.

 

 

Τον ίδιο τον Ναπολέοντα, το μόνο που τον ενοχλούσε στην Ιωσηφίνα ήταν ότι διατηρούσε δεσμούς με άλλους. Αλλά κι αυτό δεν ήταν λόγος ικανός ώστε να αποπειραθεί να απαιτήσει από κείνην απόλυτη πίστη. 

 

 

Εξάλλου, στην εποχή τους, η πίστη μεταξύ συζύγων και εραστών ήταν κάτι το εντελώς ξεκαθαρισμένο και αυστηρό μόνο σε θεωρητική βάση. Κατά την εφαρμογή της στην πράξη αποδεικνυόταν ότι παρέμενε μια εξαιρετικά ρευστή και άπιαστη έννοια. 

 

 

Αυτό επιβεβαιώθηκε και από τη δική του πλευρά κατά την εκστρατεία στην Αίγυπτο, όπου ερωτεύτηκε την Πολίν Φουρές, σύζυγο λοχαγού υπό τις διαταγές του. 

 

 

Το γεγονός ότι το 1796, (δηλαδή, δύο χρόνια νωρίτερα), είχε παντρευτεί τον μεγάλο έρωτά του –την Ιωσηφίνα– φαινόταν να μην έχει πια καμιά σημασία για κείνον. 

 

 

Η διαρκής αναπαραγωγή πόνου

 

Οι ερωμένες του Ναπολέοντα υπήρξαν αμέτρητες. Μερικές από αυτές κατέκτησαν κατά διαστήματα τον άτυπο πρωταγωνιστικό ρόλο της «ευνοούμενης». Καμία τους βέβαια δεν κατάφερε να εκτοπίσει την Ιωσηφίνα, για την οποία ο Ναπολέων ήταν πεπεισμένος ότι την αγαπά και ότι υπήρξε η γυναίκα της ζωής του. Κυρίως όμως, καμιά τους –ούτε η Ιωσηφίνα– δεν τον θεωρούσε καλό εραστή. Τουναντίον, μάλιστα, με πρώτη και καλύτερη την Ιωσηφίνα, οι περισσότερες είχαν αναφερθεί απαξιωτικά επί του θέματος. 

 

 

 

Βίωνε και στην ερωτική ζωή του την ίδια ματαίωση με την οποία τον μεγάλωσε και τον «γαλούχησε» η διαρκής δεσποτική φιγούρα της ζωής του, που ήταν η –μία και ασύγκριτη σε αυτό τον ρόλο– «Κυρία Μητέρα», όπως ήταν ο αυτοκρατορικός τίτλος που είχε αποδώσει στη μαμά του. 

 

 

Η Λετίτσια Βοναπάρτη ήταν μία γυναίκα σχεδόν αγράμματη, τρομακτικά προληπτική και υπερβολικά θρησκευόμενη. 

 

 

To 1785, που ο σύζυγός της απεβίωσε, αφήνοντας την απένταρη, με οκτώ παιδιά, η Λετίτσια, που μέχρι τότε θεωρούνταν μια οικονόμος γυναίκα, άρχισε ξαφνικά να παρουσιάζει συμπτώματα σοβαρής και μαχητικής τσιγκουνιάς, που εξέπλησσαν δυσάρεστα τους γύρω της. Κι αυτό συνέβαινε για έναν πολύ γνωστό λόγο που είναι ότι η τσιγκουνιά, από τη στιγμή που εντοπίζεται, δεν ανιχνεύεται μόνο στα υλικά αγαθά, αλλά και στα συναισθήματα. 

 

 

 

Ο Ναπολέων, λοιπόν, μεγάλωνε εν μέσω αυτής της αχαρτογράφητης «παρακράτησης συναισθήματος» εκ μέρους της μητέρας του. Και σίγουρα, βίωνε πιο σκληρά από τα αδέλφια του αυτήν τη συνθήκη, επειδή η Λετίτσια έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στο τρίτο παιδί της, τον Λουσιέν Βοναπάρτη και τη διάνθιζε, κάθε φορά, με επιδεικτικό υποβιβασμό του Ναπολέοντα.

 

 

Ο αδελφικός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο δεν σταμάτησε ποτέ. 

 

 

Ο Λουσιέν που ενεπλάκη στην πολιτική ζωή, κατακτώντας διάφορα αξιώματα, θεωρούνταν από τον Ναπολέοντα ο μεγαλύτερος τυχοδιώκτης και καιροσκόπος όλων των εποχών. 

 

 

Κι όταν πλέον έγινε αυτοκράτορας και έλουζε τα αδέλφια του με τίτλους ευγενείας, ακίνητα πολυτελείας και χρήμα ζεστό, ο Λουσιέν δεν έλαβε τίποτα.

 

 

Ενάρετος βίος και απορριψάρες

Ωστόσο, οι ματαιώσεις που βίωνε από εκείνην ο Ναπολέων ακόμα και στην πιο λαμπρή φάση της ιστορίας του αποτυπώνονται σε μια φράση της Λετίτσια, με ανεξίτηλη παροιμιώδη αξία: «Pourvu que ça dure». 

 

 

Κάθε φορά που κάποιος της ανακοίνωνε μια μεγάλη νίκη του αυτοκράτορα γιου της, εκείνη απαντούσε με αυτή την ίδια πρόταση που σημαίνει (σε εξωφρενικά ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά): «Υπό την προϋπόθεση ότι όλο αυτό θα έχει μια κάποια διάρκεια». 

 

 

Απαντούσε στο χαρμόσυνο νέο με μία ματαίωσή του – με μια αλύγιστη αμφιβολία για την αξία του, με τον εντοπισμό ενός ελαττώματός του. Η μητέρα του δεν παραδεχόταν καμιά επιτυχία του – δεν αναγνώριζε την αξία του. 

 

 

 

Κι έτσι, τοποθετούσε τον εαυτό της στον αντίποδα της μητρικής θέσης – για κείνον γινόταν μια μάνα που δεν ήθελε πια το παιδί της.

 

 

Ο Ναπολέων ανήκει στην κατηγορία των προσώπων, που, ενώ εξιχνιάζονται όλο και περισσότερες ιστορικές λεπτομέρειες, οι οποίες οδηγούν σε αναλόγως διεισδυτικές ερμηνείες της ζωής και της δράσης τους, ο θρύλος τους είναι τόσο δυνατός και συναρπαστικός που δεν χάνει τη γοητεία και το μυστήριό του. Κι έτσι, μοιάζει πάντα όλο και πιο πρόσφορος και ικανός για να τρέφει νέες μετα-αλήθειες.

 

Εκφώνηση: Γιώργος Ντακοβάνος