Ο Τσαρλς Νιούτον, ο άνθρωπος του Βρετανικού Μουσείου στο Λεβάντε, είχε πει μετά από μια επίσκεψή του ότι "το πιο ενδιαφέρον λείψανο της κλασικής αρχαιότητας" στη Θεσσαλονίκη ήταν οι "Incantadas", μια κιονοστοιχία που στηρίζεται σε κορινθιακές κολόνες μισοθαμμένες μέσα στο χώμα, που πάνω τους στηρίζονται τετράγωνοι πεσσοί, ο καθένας από τους οποίους έχει σε δύο όψεις μια μορφή σε ανάγλυφο» γράφει ο Μαρκ Μαζάουερ στο βιβλίο του Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων. «Τα εντυπωσιακά αυτά αγάλματα, που ήταν εντοιχισμένα στους τοίχους ενός σπιτιού σε μία από τις κεντρικές εβραϊκές συνοικίες, αποτελούσαν μεγάλο αξιοθέατο». Οι Μαγεμένες, ή «Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης», όπως χαρακτηρίστηκαν επειδή η περιπετειώδης ιστορία τους είναι παρόμοια, είναι ένα μνημείο που καταστράφηκε το 1864 από τον Εμανουέλ Μιλέρ, τον Γάλλο Έλγιν, και από τότε παραμένει ένας από τους θρύλους της πόλης.

 

«Οι Μαγεμένες έχουν το μοναδικό προνόμιο να είναι αρχαία αντικείμενα που η νεότερη ιστορία τους έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, παρά η αρχαία» λέει ο Θοδωρής Παπακώστας, αρχαιολόγος. «Πρόκειται για γλυπτά της ρωμαϊκής εποχής, της διακοσμητικής εισόδου του γυμνασίου της πόλης ή των λουτρών της. Τα τοποθετούμε περίπου στην περιοχή νότια της αρχαίας αγοράς και βόρεια της Εγνατίας, κοντά στο οθωμανικό λουτρό, χωρίς να είναι βέβαιη η ακριβής θέση τους. Από το μνημείο αυτό, που επέζησε τον μεσαίωνα και υπήρχε μέχρι το 1864 μέσα στην αυλή ενός εβραϊκού σπιτιού, δεν σώζεται όλη η κιονοστοιχία και δεν έχουμε αρκετά στοιχεία για να μπορέσουμε να ξέρουμε το ακριβές μήκος του ή τι ακριβώς συμβόλιζε. Η πιο παλιά αναφορά στο μνημείο γίνεται από τον Κυριάκο Πιτσικόλι (τον Αγκωνίτη), τον πρώτο αρχαιοδίφη της αρχαιότητας, ο οποίος, πριν ακόμα πέσει η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, γυρνούσε ανά την Ιταλία και την Ελλάδα και μελετούσε τα αρχαία τους. Το 1430 περίπου αναφέρει τις Μαγεμένες».

 

Υπάρχει, μάλιστα, η αφήγηση ότι κάποιος ηλικιωμένος Τούρκος σωματοφύλακας, κάποια στιγμή, εκεί που γκρεμίζουν και τα τελευταία κομμάτια και κατεβαίνει μια γυναικεία φιγούρα, παλεύει να φτάσει μες στα κλάματα για να φιλήσει το άγαλμα. Οι Γάλλοι στρατιώτες με το ζόρι τον αφήνουν να περάσει και τον ειρωνεύονται που κλαίει για ένα άγαλμα.

«"Incantadas", "Στοά των ειδώλων", "Σουρέτι Μελεκί", όπως και να αποκαλούσαν οι Εβραίοι, χριστιανοί ή μουσουλμάνοι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης το μνημείο αυτό, έχει εξάψει κατά καιρούς τη φαντασία όσο κανένα άλλο της πόλης» προσθέτει ο Ρωμύλος Μαντζούρας, ιστορικός-ξεναγός. «Ίσως γιατί πλέον ούτε το ακριβές σημείο όπου βρισκόταν είναι γνωστό, πόσο μάλλον το γεγονός ότι το ίδιο το μνημείο βρίσκεται στο Λούβρο εδώ και περισσότερο από εκατόν πενήντα χρόνια. Υποψήφιος ένοικος βρετανικών, γερμανικών και γαλλικών μουσείων, δεινοπάθησε στα άτσαλα χέρια του πλειοδότη Γάλλου παλαιογράφου Εμανουέλ Μιλέρ, στον οποίο το παραχώρησαν οι οθωμανικές αρχές για λογαριασμό του Ναπολέοντα Γ'. Παρότι ο Μιλέρ αυτοχαρακτηριζόταν ως η "ενσάρκωση της ακρίβειας", δεν κράτησε καμία τοπογραφική σημείωση, ούτε καν προχώρησε σε αρίθμηση των μερών του μνημείου. Αποσυναρμολόγησε όλη την κιονοστοιχία, παράτησε τους μισούς κίονες και κομμάτια του επιστυλίου στα λασπωμένα δρομάκια που οδηγούσαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και, όταν τα γλυπτά έφτασαν στο Λούβρο το 1864, δεν τα συνόδευε κανενός είδους σχέδιο προς συναρμολόγηση. Το αποτέλεσμα ήταν να εκτεθούν στο μουσείο μόνο τα ανάγλυφα.

 

Η ανέγερση των Μαγεμένων τοποθετείται χρονολογικά στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια και μάλλον αποτελούσαν μέρος κάποιου εντυπωσιακού περιβόλου κτίσματος, σαν τα πολλά που υπήρχαν στο κέντρο της πόλης. Κατά πάσα πιθανότητα, ο μεγάλος σεισμός των μέσων του 7ου μ.Χ. αιώνα και οι μετέπειτα αιώνες της αδιάλειπτης αστικής κατοίκησης το άφησαν στη μορφή που μας είναι γνωστό. Ως μια δίτονη κιονοστοιχία αποτελούμενη από πέντε κορινθιακές κολόνες, ένα ογκώδες επιστήλιο και πάνω από αυτό τέσσερις πεσσοί διακοσμημένοι με ανάγλυφες ολόσωμες μορφές σε φυσικό περίπου μέγεθος, που παριστάνουν μορφές της ελληνικής μυθολογίας. Τον θεό Διόνυσο, την Αριάδνη, μια Μαινάδα, τη Λήδα, τον Γανυμήδη, έναν Διόσκουρο, την Αύρα και μια Νίκη. Σύμφωνα με έναν γοητευτικό, μεσαιωνικό μάλλον, θρύλο της πόλης, οι Μαγεμένες πήραν το όνομά τους από μια ερωτική περιπέτεια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος φιλοξένησε στο παλάτι του τον βασιλιά της Θράκης με τη συνοδεία του. Ο Αλέξανδρος ερωτεύτηκε την όμορφη βασίλισσα της Θράκης και μέσω αυτής της στοάς την επισκεπτόταν στα διαμερίσματά της τα βράδια. Ο απατημένος σύζυγος δεν άργησε να μάθει για τα καμώματα του οικοδεσπότη και της συμβίας του και ανέθεσε σε έναν σπουδαίο μάγο από τον Πόντο να τιμωρήσει το παράνομο ζευγάρι. Ο Πόντιος μάγος έσπειρε μάγια στο μυστικό πέρασμα, τόσο τρομερά που όποιος περνούσε από τη στοά αυτή θα γινόταν πέτρα. Για καλή τύχη όμως του Αλέξανδρου, ο δικός του μάγος, ο φοβερός... Αριστοτέλης, κατάλαβε την παγίδα και ενημέρωσε τον αφέντη του να μην επισκεφτεί τη βασίλισσα της Θράκης εκείνη τη νύχτα. Η βασίλισσα όμως τον περίμενε και έστειλε μια υπηρέτριά της να δει γιατί αργεί ο Αλέξανδρος. Καθώς άργησε κι αυτή να επιστρέψει, έτρεξε να δει τι συμβαίνει η ίδια η ανυπόμονη βασίλισσα. Λίγο μετά, ο βασιλιάς της Θράκης και ο Πόντιος μάγος του πέρασαν και αυτοί για να δουν τα αποτελέσματα των μαγικών. Αλίμονο, όλοι πέτρωσαν και έμειναν εκεί για πάντα, σύμβολα μιας ιστορίας συζυγικής απιστίας.

 

Οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες καθώς και το ωραίο αυτό παραμύθι ίσως να μη μας ήταν γνωστά αν ο James Stuart και ο Nicholas Revett, ζωγράφος και αρχιτέκτονας αντίστοιχα, αγγλικής καταγωγής, δεν είχαν φτάσει μέχρι τη Θεσσαλονίκη, μία πόλη εκατό χιλιάδων κατοίκων στα μέσα του 18ου αιώνα, περιγράφοντας την εβραϊκή συνοικία Rogos. Στην αυλή μιας κατοικίας της περιοχής, δεσπόζουν, παρότι με τις κολόνες τους μισοχωμένες στη γη, οι Μαγεμένες. Οι δύο αρχαιόφιλοι αποτυπώνουν το μνημείο με επιστημονική ακρίβεια και διασώζουν τον θρύλο του ονόματος του μνημείου όπως τους τον αφηγηθήκαν οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο 18ος αιώνας είναι περίοδος ιδιαίτερης οικονομικής και πληθυσμιακής ανάπτυξης του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της πόλης, ο οποίος θα δεχθεί μοιραίο πλήγμα με τις αναίτιες και εκτεταμένες σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης, που ακολούθησαν την κήρυξη της επανάστασης του 1821.

 

Οι δύο Άγγλοι περιηγητές θα καθίσουν λιγότερο από όσο ήθελαν στη Θεσσαλονίκη, καθώς μια ακόμα επιδημία πανώλης χτυπά την πόλη. Αναχωρούν διά θαλάσσης και μέσω Σμύρνης επιστρέφουν στην Αγγλία. Εκεί στα 1762 εκδίδουν το μνημειώδες τετράτομο έργο The Antiquities of Athens and Other Monuments of Greece, το οποίο έστρεψε όσο τίποτε άλλο το ενδιαφέρον των αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών προς την κλασική αρχαιότητα και τα επιτεύγματά της, καθώς και ενίσχυσε καθοριστικά το ρεύμα του νεοκλασικισμού».

 

O Έλγιν της Θεσσαλονίκης ήταν ένας Γάλλος σοφός πενήντα ενός χρονών ονόματι Εμανουέλ Μιλέρ, ειδήμων παλαιογράφος με "πάθος για τα χειρόγραφα", όπως διατεινόταν ο ίδιος» γράφει ο Μαζάουερ. «Ο Μιλέρ είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη του Ναπολέοντα Γ' για το σχέδιό του να εξετάσει τις συλλογές των βιβλιοθηκών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδίως των μονών του Άθω –του Άγιου Δισκοπότηρου των Γάλλων βιβλιόφιλων–, ώστε να συλλέξει σπάνια μεσαιωνικά και βυζαντινά χειρόγραφα. Ήταν τότε βιβλιοθηκάριος της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης.

 

Αργότερα θα γινόταν καθηγητής Νέων Ελληνικών στο Παρίσι, αυτό όμως συνέβη αφού πρώτα δημοσίευσε πλήθος άρθρα, ελίχθηκε πολιτικά στους ακαδημαϊκούς κύκλους και, κυρίως, επέστρεψε από την Ανατολή με τους καρπούς της πετυχημένης αποστολής του». Κι αφού πέρασε από το Άγιο Όρος και κατέστρεψε ένα σωρό μνημεία στη Θάσο, έφτασε στη Θεσσαλονίκη για να αρπάξει τις Καρυάτιδες. «Τα εμπόδια που προβλέπω είναι η ζήλια των Ελλήνων και οι ξένοι πρόξενοι» έγραφε. «Αν το θελήσει η Τύχη να πάρω εκείνα τ' αγάλματα! Σκεφτείτε: οκτώ αγάλματα μιας πολύ ωραίας περιόδου, ακρωτηριασμένα βέβαια, αλλά και τι μ' αυτό; Δεν ξέρω πια πού βρίσκομαι – παρόν, παρελθόν και μέλλον έχουν μπερδευτεί όλα μέσα στο μυαλό μου». Στις 10 Οκτωβρίου 1864, γράφει στη γυναίκα του από τη Θάσο: «Βιάζομαι να σου στείλω την καλή, τη μεγάλη είδηση... Ο Σουλτάνος, μέσω του Μεγάλου Βεζίρη, του Φουάντ Πασά, μου έδωσε την άδεια να αποκολλήσω και να μεταφέρω στη Γαλλία τα οκτώ αγάλματα της Σαλονίκης που ήθελα τόσο πολύ...». Άμεσα, με φιρμάνι του Σουλτάνου, αρχίζει να αποδομεί το μνημείο για να το μεταφέρει ολόκληρο στη συλλογή του Ναπολέοντα. Ωστόσο, αυτό που καταφέρνει είναι μόνο να το καταστρέψει.

 

«Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι την περίοδο που ο Μιλέρ έσπαγε τα αγάλματα για να τα μεταφέρει, αντιδρούν όλοι οι κάτοικοι της πόλης, και Έλληνες και Εβραίοι και Τούρκοι» λέει ο Θοδωρής Παπακώστας. «Υπάρχει, μάλιστα, η αφήγηση ότι κάποιος ηλικιωμένος Τούρκος σωματοφύλακας, κάποια στιγμή, εκεί που γκρεμίζουν και τα τελευταία κομμάτια και κατεβαίνει μια γυναικεία φιγούρα, παλεύει να φτάσει μες στα κλάματα για να φιλήσει το άγαλμα. Οι Γάλλοι στρατιώτες με το ζόρι τον αφήνουν να περάσει και τον ειρωνεύονται που κλαίει για ένα άγαλμα. Οι διάφοροι πρέσβεις στη Θεσσαλονίκη στέλνουν γράμματα στην Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη, "σταματήστε τους", μάλιστα ο ίδιος ο Μιλέρ περιγράφει και ένα πολύ ωραίο σκηνικό, όπου φεύγει ο γερανός, σπάει ο τοίχος του εβραϊκού σπιτιού, προσγειώνεται απότομα η μία Μαγεμένη, χωρίζεται σε δύο κομμάτια μπρος πίσω, ευτυχώς δεν σπάνε τα αγάλματα, σπάει εγκάρσια. Και μετά περιγράφει όλη την αγωνιώδη προσπάθεια να μεταφέρουν τα μνημεία μέσα από τους λασπωμένους δρόμους. Φυσικά, υπήρχαν και κομμάτια που δεν είχαν πάνω γλυπτά, ήταν τα κομμάτια της κιονοστοιχίας, κάποια από τα οποία εγκατέλειψαν στη μέση του δρόμου στην Εγνατία, άλλα μεταφέρθηκαν στη Νήσο των Κύκνων στο Παρίσι, στον Σηκουάνα, όπου με τον καιρό ξεχάστηκαν. Ο σκοπός του, που ήταν να μεταφέρει όλη την κιονοστοιχία στο Παρίσι και να την ξαναχτίσει μέσα στο μουσείο του Ναπολέοντα, δεν επετεύχθη ποτέ. Και όλα τα κομμάτια να είχε, δεν μπορούσε να γίνει, γιατί ο ίδιος δεν κράτησε σημειώσεις για να επανασυναρμολογηθεί το μνημείο. Και αναφέρει ότι, τελικά, επειδή δεν μπόρεσε να πάρει τα κονδύλια που ήθελε για να τα μεταφέρει όλα, αυτό που έκαναν ήταν βανδαλισμός, "γιατί δεν καταφέραμε να το σώσουμε ως μνημείο", το ομολογεί κι ο ίδιος»

 

Η περιγραφή του Μαζάουερ για την καταστροφή των Μαγεμένων είναι συγκινητική:

 

«Οι Καρυάτιδες έστεκαν πάνω σε μια μαρμάρινη κιονοστοιχία, το να τις κατεβάσουν χωρίς να τις σπάσουν ήταν λεπτή δουλειά και απαιτούσε μηχανήματα που δεν βρίσκονταν εύκολα στη Θεσσαλονίκη. Τελικά πέρασαν ένα μεγάλο ξύλινο βαρούλκο μέσα από τα στενοσόκακα, πάνω σε δυο βουβαλάμαξες. Το βαρούλκο έδειχνε σάπιο ως το μεδούλι, ιδίως για "τόσο τεράστια μάρμαρα!". Κι όμως, στις 4 Νοεμβρίου οι ετοιμασίες είχαν τελειώσει και η επιχείρηση καθαίρεσης των αγαλμάτων μπορούσε ν' αρχίσει. Ο Μιλέρ ξεκίνησε με τη θεόρατη πλάκα που ήταν από πάνω τους. Κόσμος πολύς παρακολουθούσε από τον δρόμο και κρεμόταν από τα παράθυρα των διπλανών σπιτιών, καθώς το πρώτο τμήμα αποκολλιόταν και κατέβαινε στο έδαφος· στα μισά του κατεβάσματος το βαρούλκο έχασε την έδρασή του και το πελώριο κομμάτι έπεσε στο χώμα, ευτυχώς χωρίς να σπάσει. Στη συνέχεια ξεκόλλησαν ένα-δυο αγάλματα, οπότε συνέβη άλλο ένα μικρό ατύχημα: "Το σύνολο των δύο αγαλμάτων, ακουμπώντας στο έδαφος, δέχτηκε ένα ελαφρό χτύπημα, και το κορυφαίο τμήμα έπεσε, ευτυχώς, στο επάνω μέρος, που σημαίνει ότι η μορφή της Νίκης δεν έπαθε τίποτα. Προφανώς το μάρμαρο είχε διαρραγεί εκεί από καιρό, και τα κομμάτια ίσα-ίσα που κρατιόνταν μαζί, όπως μπορέσαμε να δούμε από το σπάσιμο".

 

Μολονότι το άνω επιστύλιο και τ' αγάλματα κατέβηκαν τελικά, για να μεταφερθούν στο λιμάνι έπρεπε μια ομάδα από οκτώ βουβάλια να πορευτεί μέσ' από πολυδαίδαλα σοκάκια γεμάτα αυλακιές, λάσπες και σκουπίδια. Περνώντας μέσ' από το παζάρι, τα ζώα άνοιξαν δρόμο ανάμεσα σε κουφάρια που σάπιζαν και στις "δυσώδεις οσμές" τους. Αναγουλιασμένος, πολύ αγχωμένος, ταλαιπωρημένος από την αϋπνία, αποκαμωμένος από τη συνεχή παρουσία του πλήθους που τους ακολουθούσε παντού, ο Μιλέρ και τα ζώα του έκαναν μιάμιση ώρα να βγουν στο λιμάνι, όπου τ' αγάλματα φορτώθηκαν στο μεταγωγικό πλοίο "La Truite" χωρίς δυσκολία, μαζί με τ' αποκτήματα της Θάσου. Οι μαρμάρινες λιθόπλινθοι πάνω στις οποίες ακουμπούσαν οι Καρυάτιδες ήταν ακόμα βαρύτερες, και οι Βούλγαροι αραμπατζήδες ανησύχησαν για τα βουβάλια τους. Μια απότομη στροφή παραλίγο να τα νικήσει· έπειτα, φτάνοντας μπροστά σ' έναν βαθύ, λασπερό βόθρο, που έκανε τα ζώα να γλιστράνε και να χάνουν τη στήριξή τους, σταμάτησαν. Αναγκάστηκαν ν' αφήσουν έναν λίθο στο παζάρι όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα χρειάστηκαν πέντε ζευγάρια βουβάλια για να τον πάνε ως το καράβι, και ο Μιλέρ άρχισε ν' απελπίζεται ότι δεν θα κατάφερνε ποτέ να μετακινήσει και τα υπόλοιπα"».

 

«Τα γλυπτά που είχαν πάνω τις παραστάσεις πήγαν στο Λούβρο κι είναι ακόμη εκεί», λέει ο Θοδωρής Παπακώστας, «και μάλιστα συμπεριλήφθηκαν στη μεγάλη έκθεση που έγινε το 2012 στο μουσείο για την αρχαία Μακεδονία. Η Γαλλία μάς έχει δωρίσει αντίγραφά τους που βρίσκονται έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, όπως κοιτάς την είσοδο αριστερά, απέναντι από το Βελλίδειο. Κι επειδή δεν είναι ακριβώς γνωστό το σημείο της πλατείας Αριστοτέλους όπου βρίσκονταν, σήμερα έχουν φτιάξει εκεί παιδότοπο σκεπασμένο με αμμοδόχους, έτσι ώστε αν χρειαστεί να ερευνηθεί το μέρος στο μέλλον, να μην είναι δύσκολο να μετακινηθούν.

 

Το μνημείο είχε ύψος 20 μέτρα, ήταν τοπόσημο της πόλης και αξιοθέατο για όλους τους ξένους που την επισκέπτονταν. Και η αγανάκτηση των κατοίκων που έχασαν τις Μαγεμένες τους ήταν μεγάλη για χρόνια μετά. Υπάρχει μάλιστα σε μία εφημερίδα αθηναϊκή, στην "Παλιγγενεσία" της 10ης Νοεμβρίου 1864, η επιστολή κάποιου που υπογράφει με το όνομα Ααρών –προφανώς κάποιος εβραϊκής καταγωγής κάτοικος της πόλης–, ο οποίος οδύρεται και αντιδρά για τον τρόπο που χάνει η πόλη την κληρονομιά της και την ιστορία της. Και κατά τη διάρκεια της αποδόμησης και της μεταφοράς, σύσσωμη η πόλη αντιδρούσε για την κλοπή του μνημείου.

 

Τα κομμάτια που πετάχτηκαν κατέληξαν από δω και από κει και χάθηκαν μέσα στον χρόνο. Το 1997 βρέθηκε ένα κομμάτι πολύ φθαρμένο, που ήταν το κεφάλι και το πάνω μέρος ενός ακόμη πεσσού, μιας ακόμη, πέμπτης Μαγεμένης. Μπορεί να το δει κανείς, έστω και στραπατσαρισμένο, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης».

 

Info

Η πιο πρόσφατη και πλήρης μελέτη για το ζήτημα των Μαγεμένων, που περιλαμβάνει και την πρότερη βιβλιογραφία, είναι η εξής:

Esther Solomon and Styliana Galiniki: Las Incantadas of Salonica: Searching for "enchantment" in a city's exiled heritage. In Harloe, K., Momigliano, N., Farnoux, A. (Eds.), Hellenomania. Routledge, 2018, pp. 271-310

Επίσης, η ημερίδα που διοργανώθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης το 2018:

9-10/06/2018 | Επιστημονική Διημερίδα "The work of magic art": Ιστορία, χρήσεις και σημασίες του μνημείου των Incantadas της Θεσσαλονίκης

 

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου