Ο Δημήτρης Χορν, αναφορικά με τα δικά του καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, ζούσε μόνο για το θέατρο. Τίποτα δεν τον ενδιέφερε περισσότερο από το θέατρο, και όλα τα υπόλοιπα, με τα οποία είχε καταπιαστεί κατά καιρούς, και για λίγο, τα υποτιμούσε.

 

Και τον κινηματογράφο, και την τηλεόραση εννοείται, ακόμη και τον ρόλο του ως τραγουδιστή, όπως και το ραδιόφωνο.

 

Παρότι θα μπορούσε να διαπρέψει σε όλα, επιχειρώντας πολλές παράλληλες πορείες (κινηματογραφικές, τηλεοπτικές, δισκογραφικές κ.λπ.), στην πράξη έμεινε μακριά από τα πάντα, τουλάχιστον από την δεκαετία του '60 και μετά, ενώ αυτό το «από τα πάντα» περιλαμβάνει κατά κάποιον τρόπο ακόμη και το θέατρο, αφού κι εκεί, τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του, οι εμφανίσεις του υπήρξαν μάλλον λίγες και σποραδικές.

 

Στην δισκογραφία ο Δημήτρης Χορν, αν και ενέδωσε ελάχιστα, έγραψε και εκεί ιστορία. Όλος ο κόσμος ξέρει τα τραγούδια που έχει ηχογραφήσει – αν κι εδώ, σ' αυτή τη φράση, θα πρέπει να βάλουμε έναν «αστερίσκο». Και κάπως έτσι, στη συνέχεια, θα ασχοληθούμε και με τον «αστερίσκο».

Γενικώς, θα λέγαμε πως ο Δημήτρης Χορν δεν αναλώθηκε και αυτό μεγεθύνει ακόμη περισσότερο την υστεροφημία και τον θρύλο του. Όπως είχε πει και ο ίδιος (περιοδικό Ο Ταχυδρόμος, τεύχος #1177, 18 Νοεμβρίου 1976): «Με τον κινηματογράφο δεν τα πήγαινα ποτέ καλά. Δεν τον αγάπησα και δεν με αγάπησε ούτε αυτός. Και σαν θεατής ακόμα προτιμώ το θέατρο. Ούτε στην τηλεόραση θα ήθελα να παίξω. Επιδιώκω τη ζωντανή επαφή με το κοινό. Η κάμερα με παγώνει. Ακόμη και το ραδιόφωνο, στο οποίο είχα δουλέψει στο παρελθόν, δεν μου είπε ποτέ τίποτα».

 

Στην δισκογραφία ο Δημήτρης Χορν, αν και ενέδωσε ελάχιστα, έγραψε και εκεί ιστορία. Όλος ο κόσμος ξέρει τα τραγούδια που έχει ηχογραφήσει – αν κι εδώ, σ' αυτή τη φράση, θα πρέπει να βάλουμε έναν «αστερίσκο». Και κάπως έτσι, στη συνέχεια, θα ασχοληθούμε και με τον «αστερίσκο».

 

Κατ' αρχάς τα πιο γνωστά τραγούδια του Δημήτρη Χορν είναι τα «Ας είν' καλά το γινάτι σου» και «Πες μου μια λέξη» (σ' αυτό τραγουδάει μαζί με την Μάρω Κοντού) εξαιτίας του ότι ακούγονταν μέσα στα χρόνια συνεχώς, ως ενσωματωμένα στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Αλλοίμονο στους Νέους» (1961), μια ταινία που προβαλλόταν και προβάλλεται τακτικά από τα τηλεοπτικά κανάλια. Και στα δύο τραγούδια οι μουσικές ήταν του Μάνου Χατζιδάκι, ενώ οι στίχοι ανήκαν στον Αλέκο Σακελλάριο.

 

Δεν ξέρουμε αν κάποιοι το έχουν συνειδητοποιήσει, αλλά τα τραγούδια αυτά πέρασαν για πρώτη φορά στη δισκογραφία μόλις το 1985, καθώς ακούγονταν στο διπλό LP τής MINOS «Ο Ελληνικός Κινηματογράφος και ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσιάζουν». Έως τότε; Aπλώς δεν υπήρχαν σε φυσική μορφή, και προφανώς από τα μέσα του '80 και μετά έγιναν «επιτυχίες».

 

Ένα ιστορικό, ένα θρυλικό τραγούδι του Δημήτρη Χορν είναι φυσικά «Ο ηθοποιός», σε μουσική και στίχους του Μάνου Χατζιδάκι από το μουσικοθεατρικό έργο και το ανάλογο άλμπουμ (LP) «Οδός Ονείρων» [Columbia, 1962]. Ένα εξαιρετικό, όσο και δύσκολο από ερμηνευτικής πλευράς τραγούδι, που είναι δεμένο με τον Δημήτρη Χορν και που δύσκολα μπαίνει στο στόμα άλλου τραγουδιστή ή τραγουδίστριας. Έχουν υπάρξει φυσικά «δεύτερες εκτελέσεις», αλλά κατά τη δική μας γνώμη μόνον η εκτέλεση του Γιώργου Μαρίνου δεν είναι... δεύτερη.

 

Στην «Οδό Ονείρων» όμως ο Δημήτρης Χορν έλεγε και «Το πάρτυ», που δεν ήταν βεβαίως τραγούδι, αλλά διάβασμα, απαγγελία ποιητικού κειμένου του Μάνου Χατζιδάκι. Και «Το πάρτυ» είναι φυσικά γνωστό – σε όλους τους «χατζιδακικούς» ακροατές πρώτα-πρώτα.

 

Υπάρχουν τέσσερα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα, σε στίχους Κώστα Πρετεντέρη, τα οποία ερμηνεύει ο Δημήτρης Χορν – τρία εκ των οποίων είναι πασίγνωστα, πολυτραγουδισμένα και πολυαγαπημένα. Λέμε για τα «Ξέρω κάποιο αστέρι» (φωνητικά Τζένη Βάνου), «Οι θαλασσιές σου οι χάνδρες» και «Ποιος το ξέρει», με την τετράδα να συμπληρώνει το «Μιας πεντάρας χαρά».

 

Τα τραγούδια αυτά κυκλοφόρησαν σε δύο δίσκους 45 στροφών στα τέλη του '50 και τις αρχές του '60, στην μικρή εταιρεία Monte Carlo, για να ανθολογηθούν αργότερα σε διάφορες «συλλογές» και να αγαπηθούν από τον κόσμο.

                     

Το πρώτο δισκάκι ήταν το «Μιας πεντάρας χαρά / Ξέρω κάποιο αστέρι» (1959). Τα τραγούδια ήταν «ελαφρά» φυσικά, με το δεύτερο απ' αυτά, το «Ξέρω κάποιο αστέρι», να βραβεύεται (με δεύτερο βραβείο), στο Α Φεστιβάλ Τραγουδιού Ε.Ι.Ρ., το 1959. Μόνο που, στην διοργάνωση, δεν το τραγουδούσαν ο Δημήτρης Χορν με την Τζένη Βάνου, αλλά η Νάνα Μούσχουρη με το Τρίο Καντσόνε.

 

Το δεύτερο δισκάκι, με τα τραγούδια «Οι θαλασσιές σου οι χάνδρες / Ποιος το ξέρει» (πάντα με μουσικές Μίμη Πλέσσα και στίχους Κώστα Πρετεντέρη) κυκλοφόρησε επίσης από την εταιρεία Monte Carlo, το 1960 ή και αρχές του '61, και αποτέλεσε, δισκογραφικά τουλάχιστον, την πιο μεγάλη επιτυχία εκείνα τα χρόνια για τον Δημήτρη Χορν. Και τα δύο τραγούδια έχουν τις μικρές ιστορίες τους.

 

«Οι θαλασσιές σου οι χάνδρες», ένα τσα-τσα / τσιφτετέλι, ακούστηκε και στην ταινία του Κλέαρχου Κονιτσιώτη «Η Αθήνα τη Νύχτα» (1962), ένα ντοκιμαντέρ της εποχής, με τον ίδιο τον Δημήτρη Χορν να το προλογίζει, μοναδικά, από ραδιοφωνικό στούντιο. Φυσικά, όταν ακουγόταν στην ταινία το τραγούδι είχε ήδη ηχογραφηθεί, κυκλοφορώντας στις 45 στροφές.

 

 

Οι θαλασσιές σου οι χάνδρες - Δημήτρης Χορν

 

Το «Ποιος το ξέρει», το είχε πρωτοπεί η Ρένα Βλαχοπούλου, αλλά με άλλη μουσική, γραμμένη από τον Αλέκο Σπάθη, το 1957 (υπάρχει ηχογράφηση στο YouTube, με την Ελαφρά Ορχήστρα του Ε.Ι.Ρ.). Οι στίχοι του Κ. Πρετεντέρη μελοποιήθηκαν εκ νέου, αυτή τη φορά από τον Μίμη Πλέσσα, για τις ανάγκες του θεατρικού έργου του Ζακ Ντεβάλ «Ρομανσέρο», που είχε ανεβεί την περίοδο 1959-60 στο Θέατρο Κεντρικόν, από τον θίασο του Δημήτρη Χορν (με Μάρω Κοντού, Μηνά Χρηστίδη κ.ά.).

 

Και τα δύο τραγούδια, και «Οι θαλασσιές σου οι χάνδρες» και το «Ποιος το ξέρει», είναι άρρηκτα δεμένα, εννοείται, με τη φωνή του Δ. Χορν και ακούγονται φυσικά και σήμερα, 60 χρόνια αργότερα, σε γιορτές, πάρτυ κ.λπ. στα σπίτια, στα κλαμπ ή την τηλεόραση.

 

Πέρα απ' αυτά τα οκτώ τραγούδια (τέσσερα του Μάνου Χατζιδάκι και τέσσερα του Μίμη Πλέσσα), που είπε μέσα σε λίγα χρόνια, από το 1959 έως το 1962, ο Δημήτρης Χορν, υπάρχει ένα ακόμη από την ίδια (εποχή), που δεν ξέρουμε πόσο γνωστό είναι. Όχι γιατί είναι σπάνιο αναγκαστικώς ή γιατί δεν έχει μπει σε κάποιες συλλογές (βασικά σε μία, την οποία είχε επιμεληθεί ο Μάκης Δελαπόρτας το 2006), αλλά γιατί δεν μεταδίδεται και δεν μοιράζεται. Κρίμα, γιατί είναι ένα από τα ωραιότερα αυτού του σπουδαίου καλλιτέχνη. Λέμε για το τραγούδι «Η πικραγαπημένη» σε μουσική Δημήτρη Τερζάκη και στίχους Νίκου Γκάτσου, από το 1962.                     

 

Το πιο παλιό ανέβασμα του τραγουδιού στο YouTube (και από τα ελάχιστα που έχουν γίνει) είναι από τον Φλεβάρη του 2011 και δέκα χρόνια αργότερα, δηλαδή σήμερα, οι θεάσεις του δεν είναι ούτε δεκατρείς χιλιάδες. Ακόμη λοιπόν και στην ψηφιακή εποχή, και με βάση το πώς κινούνται τα δικά της νούμερα, «Η πικραγαπημένη» παραμένει ένα άγνωστο αριστούργημα.   

 

Και αυτό το τραγούδι έχει θεατρική αφετηρία, καθώς προέρχεται από το έργο «Η Πικραγαπημένη» του ισπανού δραματουργού Χαθίντο Μπεναβέντε (1866-1954) ή Υάκινθου Μπεναβέντε, όπως τον έγραφαν και τον έλεγαν τότε στην Ελλάδα, το οποίον είχε ανεβεί από τον θίασο του Δημήτρη Μυράτ (σε δική του σκηνοθεσία) στο Θέατρο Αθηνών, τον Οκτώβριο του 1962, με τους Βούλα Ζουμπουλάκη, Δημήτρη Μυράτ, Βούλα Χαριλάου, Φλωρέττα Ζάννα, Χρήστο Τσάγκα, Βάσο Ανδρονίδη, Δημήτρη Μπισλάνη, Αλίκη Ζωγράφου, Θανάση Μυλωνά κ.ά. στους διαφόρους ρόλους. Η πλοκή, με δυο λόγια, από το retromaniax.gr: «Η Ραϊμούντα, μια εύπορη γυναίκα του χωριού, αρραβωνιάζει την κόρη της από τον πρώτο της γάμο, την Αγάθη. Ωστόσο, χωρίς να το γνωρίζει η ίδια η Ραϊμούντα, ο δεύτερος άντρας της έχει ερωτευτεί τη νέα κοπέλα. Η Αγάθη, παρ' ότι νομίζει ότι τον μισεί, έχει γίνει ερωμένη του, γιατί και η ίδια, δίχως να το θέλει, τον αγαπά παράφορα...».

 

Το έργο είχε τεράστια εμπορική επιτυχία, αποτελώντας έναν από τους μεγαλύτερους σταθμούς του καλλιτεχνικού ζευγαριού (ζευγάρι και στη ζωή) Δημήτρη Μυράτ-Βούλας Ζουμπουλάκη. Παρά ταύτα το τραγούδι φαίνεται πως δεν είχε την ίδια τύχη και πως ξεχάστηκε μέσα στα χρόνια. Ποτέ βεβαίως δεν είναι αργά, για να το ανακαλύψει κάποιος και να το απολαύσει.

 

Ο συνθέτης του, ο Δημήτρης Τερζάκης (γιος του λογοτέχνη Άγγελου Τερζάκη), δεν ήταν φυσικά ένα τυχαίο πρόσωπο. Υπήρξε μαθητής του Γ.Α. Παπαϊωάννου στην Αθήνα και του Bernd Alois Zimmermann στην Κολωνία, ενώ σπούδασε και ηλεκτρονική μουσική με τον Herbert Eimert (σπουδαίοι δάσκαλοι όλοι αυτοί και συνθέτες φυσικά). Στην Ελλάδα, έξω από κύκλους, είναι πρακτικά άγνωστος, ακόμη και σήμερα που διάγει το 83ο έτος της ηλικίας του, ενώ στην Γερμανία, της οποίας είναι μόνιμος κάτοικος εδώ και δεκαετίες, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους «σύγχρονους» συνθέτες της χώρας.

 

Στα χρόνια του '60 και του '70, ο Τερζάκης δούλεψε πολύ στο θέατρο, επενδύοντας με μουσικές του ιστορικές, σήμερα, παραστάσεις. Πέρα από τη μουσική για την «Πικραγαπημένη» συνέθεσε, ανάμεσα σε άλλα, για το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν («Η τελευταία ταινία του Κραππ» του Samuel Beckett, «Ο Μπίντερμαν και οι Εμπρηστές» του Max Frisch, «Ο βασιλιάς πεθαίνει» του Ευγένιου Ιονέσκο, «Βόυτσεκ» του Georg Büchner κ.ά.), για το Εθνικό Θέατρο («Ικέτιδες», «Ηλέκτρα» κ.ά.), για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος («Όνειρο καλοκαιριάτικης νύχτας» του Σαίξπηρ) και λοιπά. Οι μουσικές του διαθέτουν βεβαίως στοιχεία πρωτοπορίας, χωρίς όμως να απουσιάζουν απ' αυτές και τα πιο λαϊκά στοιχεία.

 

Στην «Πικραγαπημένη» είχε την τύχη να μελοποιήσει αυτούς τους σπάνιους, φασματικούς στίχους του Νίκου Γκάτσου, δημιουργώντας μια μοναδική haunted ballad, που ερμηνεύει ανατριχιαστικά θα λέγαμε ο Δημήτρης Χορν.

 

Κοντά στην ακροποταμιά, που κλαίει τη νύχτα η καλαμιά και το νερό σωπαίνει

βγαίνει σαν άστρο λαμπερή και καρτερεί και καρτερεί, η Πικραγαπημένη.

Σαν την οχιά στην ερημιά, αίμα βυζαίνει απ' τα κορμιά κι εκείνη δεν πεθαίνει                                                    

μα σιγολιώνει σαν κερί κάποιος που τώρα τη θωρεί, την Πικραγαπημένη.

Άλλη δε γνώρισα καμιά, με τόση λάσπη και βρωμιά κι αγάπη ζυμωμένη

μα θα γυρίσουν οι καιροί κι αίμα να πιει δε θα μπορεί, η Πικραγαπημένη.

 

 

Η Πικραγαπημένη - Δημήτρης Χορν

 

Η τελευταία δισκογραφική εμφάνιση του Δημήτρη Χορν συνέβη πολλά χρόνια αργότερα, το 1993, όταν τον ακούσαμε να λέει μια φράση («Κι έγινε ο κόσμος σκηνικό, μια νύχτα στο Βοτανικό») δύο φορές, στο τραγούδι των Στάμου Σέμση – Γιώργου Θεοφανόπουλου «Μια νύχτα στο Βοτανικό», που είχε αποδώσει ο Γιώργος Μαρίνος στο άλμπουμ του «Ο Παίκτης» [Symphony].

 

Ας γίνει λόγος, κλείνοντας, και για τα ανέκδοτα τραγούδια που υπάρχουν με την φωνή του Δημήτρη Χορν και που είναι σκορπισμένα σε κινηματογραφικές ταινίες («Κυριακάτικο Ξύπνημα» του Μιχάλη Κακογιάννη, «Μια Ζωή την Έχουμε!» του Γιώργου Τζαβέλλα), ραδιοφωνικές εκπομπές (υπάρχουν δύο tracks σε ποίηση Διαλεχτής Ζευγώλη-Γλέζου) και αλλού.