Το 1964 ο Ανδρέας Εμπειρίκος, στο σπουδαίο του ποίημα «Ο δρόμος», ανακαλεί στη μνήμη του την αιχμαλωσία του την παραμονή του 1945 και συνειρμικά τη συσχετίζει με ένα γεγονός που είχε σημαδέψει την ελληνική κοινωνία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα,.

 

Ήταν η σφαγή στο Δήλεσι του 1870, όπως έμεινε στην Ιστορία, όπου ξένοι τουρίστες, μεταξύ των οποίων βαρόνοι και πρέσβεις, απήχθησαν από μια συμμορία ληστών «για λύτρα βασιλικά» και οι οποίοι τελικά δολοφονήθηκαν.

 

Η ομάδα των ληστών ήταν η περίφημη συμμορία των Αρβανιτάκηδων, μια ομάδα 20-30 αντρών που διαθέτοντας ερείσματα στην ύπαιθρο, αλλά και στην οικονομική και πολιτική εξουσία της χώρας, κατάφερε να απασχολήσει με τη δράση της τον ελληνικό και διεθνή τύπο για πολλούς μήνες, αναγκάζοντας σε παραίτηση την κυβέρνηση Ζαΐμη τον Ιούλιο του 1870.

 

Την Τρίτη 30 Μαρτίου του 1870 μια ομάδα ξένων περιηγητών βγαίνει από το ξενοδοχείο «Grand Hotel d’ Angleterre» της πλατείας Συντάγματος, το σημερινό Μεγάλη Βρετανία, και επιβιβάζεται σε δυο άμαξες.

 

Η παρέα αποτελείται από τον 36χρονο Άγγλο Βαρόνο Τζόσλιν Φράνσις Μάνκαστερ (βετεράνο του Κριμαϊκού πολέμου), τη σύζυγό του βαρόνη Κόνστανς Αν Μάνκαστερ, τον 23χρονο Φρέντερικ Βάινερ (κουνιάδο του γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου της βρετανικής κυβέρνησης), τον 32άχρονο Έντουαρτ Χέρμπερτ (τρίτο γραμματέα της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα), το νεαρό κόμη και γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα Αλμπέρτο ντε Μπόιλ και τον δικηγόρο της εταιρείας Σιδηροδρόμων Πειραιώς Έντουαρντ Λόιντ, με τη σύζυγό του Τζούλια Λόιντ και την 5χρονη κόρη τους Μπάρμπαρα. Μαζί τους ο μπάτλερ του Ντε Μπόιλ, Ντομένικο Ποέλα, ο διερμηνέας και ξεναγός Αλέξανδρος Ανεμογιάννης, δυο αμαξάδες και τέσσερις έφιπποι χωροφύλακες που τους είχαν παραχωρηθεί για την ασφάλειά τους, από την ελληνική κυβέρνηση. 

 

Ο καιρός ενδείκνυται για μια βόλτα στο Μαραθώνα. Οι περιηγητές θέλουν να δουν το μέρος που είχε γίνει η αντίστοιχη μάχη με τους Πέρσες. Λίγο μετά τις 11:30 η παρέα φτάνει στο Μαραθώνα, κάνει τη βόλτα της στην παραλία, περιηγείται στο πεδίο της μάχης και γευματίζει. Γύρω στις 14:00 είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν το μακρύ, όπως τους έμελε, δρόμο της επιστροφής.

 

Υπάρχουν δύο τουλάχιστον εκδοχές της ιστορίας.

 

Στη μία, που μάλλον είναι η πιο μυθιστορηματική, πηγαίνοντας προς το Μαραθώνα οι περιηγητές, κάνουν στάση στο Πικέρμι, στο χάνι του Σκορδά. Εκεί η παρέα συναντιέται τυχαία με ένα ντόπιο νεαρό βοσκό από τα κονάκια, τις στάνες δηλαδή, στην περιοχή της Πεντέλης. Στη συνάντηση αυτή οι ξένοι περιηγητές, έχοντας προφανώς δεχτεί κάποια βοήθεια ή κάποια πληροφορία από το νεαρό βοσκό, του δίνουν κάποια νομίσματα, τα οποία φέρνει μαζί του πίσω στα κονάκια. Εκεί βρίσκεται η συμμορία των Αρβανιτάκηδων, που μόλις βλέπουν τα ξένα νομίσματα , αποφασίζουν –χωρίς να το σκεφτούν ιδιαίτερα- να απαγάγουν τους ξένους.

 

Ο Κώστας Ξηντάρας, κάτοικος Πικερμίου, μετέφερε στην ντοπιολαλιά του στον Φρέντυ Γερμανό, πριν χρόνια, την ιστορία που είχε ακούσει από το θείο του, αυτόπτη μάρτυρα στα γεγονότα:

 

«Εκείνη την ώρα είχανι βάλει τα ταψιά, χυλοπίτες, αρνιά και κατσίκια. Ήταν ώρα να φάνε. Σκώνεται ο Χρήστος απάνω ο Αρβανιτάκης και λέει: «Σκωθείτι να πιάσουμι τη γέφυρα» και δίνει μια κλωτσιά λοιπόν στα ταψά. Και σκουθήκαν και τρεχαλίσαν απού κει, να πιάσουνε αυτή τη γέφυρα.

 

Τι γίνιτι στη γέφυρα; Περάσαν οι άμαξες, τρουχάδι τα άτια τότι. Πήγαν για το Μαραθώνα αλλά δεν τους πρόλαβαν. Στήσαν την ενέδρα εκεί, το απόγευμα της Τρίτης»

 

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, οι ληστές είχαν κάποιον συνεργάτη στην Αθήνα, που τους είχε ενημερώσει έγκαιρα για τη διαδρομή των περιηγητών κι έτσι αυτοί είχαν καταστρώσει ήδη ένα σχέδιο απαγωγής τους.

 

Οι ευρωπαίοι αριστοκράτες, λοιπόν, ανυποψίαστοι για τα σχέδια των ληστών, απολαμβάνουν το ταξίδι στο Μαραθώνα. Εκεί ο διερμηνέας τους δείχνει τον χώρο που έγινε η μάχη. Κάθονται γύρω στις δύο με δυόμισι ώρες. Στις 14:00 το μεσημέρι οι περιηγητές με τις άμαξες αποφασίζουν να επιστρέψουν μέσω της Μαραθώνος, που τότε ήταν ένας αγροτικός δρόμος. Στο ύψος του Πικερμίου όμως τους περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη.

 

Κατά τις 16:30 το απόγευμα, σε μια στροφή του δρόμου, στη γέφυρα του Μεγάλου Ρέματος στη Ραφήνα, οι ληστές τους είχαν στήσει ενέδρα. Μια βροντερή, δυσοίωνη κραυγή ακούγεται μέσα από την ανοιξιάτικη βλάστηση: «ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ!».

 

Πυροβολούνται θανάσιμα οι δύο προπορευόμενοι έφιπποι χωροφύλακες και πέφτουν από τα άλογά τους. Οι άλλοι δύο παραδίδονται στους ληστές. Οι ξένοι περιηγητές είναι πλέον ανυπεράσπιστοι.

 

Οι απαγωγείς μεταφέρουν τους απαχθέντες στην Πεντέλη. Κρύβονται μέσα σε μία σπηλιά και προετοιμάζονται για τις διαπραγματεύσεις, σκοπεύοντας να αποσπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερα λύτρα.

 

Προηγουμένως όμως απελευθερώνουν τις γυναίκες, διαβεβαιώνοντάς τες ότι οι άντρες δε θα πάθουν τίποτα. Η λαίδη Μάνκαστερ, η σύζυγος του Λόιντ και η κορούλα τους Μπάρμπαρα απελευθερώνονται, μαζί με τον μπάτλερ και τους δύο χωροφύλακες, αφενός γιατί θα δυσχέραιναν τις μετακινήσεις των ληστών, αφετέρου για να μεταφέρουν τα αιτήματά τους. Στις επιστολές, που τους δίνουν προς την κυβέρνηση, ζητούν ως λύτρα 25.000 λίρες, κατά άλλους 32(!), ένα υπέρογκο -σε κάθε περίπτωση- για εκείνην την εποχή ποσό. Επίσης ζητούν να μην καταδιωχθούν, για να μην κινδυνέψει η ζωή των αιχμαλώτων κι όταν καταλαβαίνουν ποιοι είναι αυτοί που έχουν πιάσει, πέρα από λύτρα, εκτιμούν ότι μπορούν να κερδίσουν και την αμνηστία για το έγκλημά τους.

 

Η βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα ενημερώνει το Λονδίνο, ενώ ο υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος διαβεβαιώνει ότι η υπόθεση θα λήξει αναίμακτα, αν και μέχρι εκείνη την ώρα δεν έχει καταρτιστεί κανένα επιχειρησιακό σχέδιο. Σύμφωνα με την ειδησεογραφία της εποχής ένα μικρό απόσπασμα έξι στρατιωτών πλησιάζει το χώρο της αιχμαλωσίας, όμως ο υπουργός δίνει εντολή να σταματήσει η καταδίωξη.

 

Ποια είναι όμως η συμμορία των Αρβανιτάκηδων;

Αρχηγοί της συμμορίας των Αρβανιτάκηδων είναι δύο αδέρφια, ο Τάκος και ο Χρήστος Αρβανιτάκης, μέλη μιας πολυμελούς οικογένειας κτηνοτρόφων. Πρώτος στο κλαρί βγήκε ο Τάκος και γρήγορα τον ακολούθησε κι ο Χρήστος. Τα αδέρφια είναι στο σύνολό τους 7 και μόνο οι δύο είναι οι παράνομοι. Οι δυο τους χλευάζουν μάλιστα ένα άλλο από τα αδέρφια τους, τον Ντίνο, λέγοντάς του χαρακτηριστικά πως είναι ανίκανος για οτιδήποτε άλλο πέρα απ’ το να κρατά την κλάρα, ένα κλαδί με το οποίο οι κτηνοτρόφοι σβήνανε τα χνάρια των ζώων και των ανθρώπων. Κάποιοι από τους Αρβανιτάκηδες δουλεύουν επίσης στο τσιφλίκι του Άγγλου μεγαλογαιοκτήμονα Φράνκ Νόελ στην Εύβοια.

 

Η συμμορία των Αρβανιτάκηδων αριθμεί 28 μέλη όταν περνά στα ελληνικά εδάφη τον Ιανουάριο του 1870, από την περιοχή των τότε Τουρκικών Αγράφων (στην Ευρυτανία) τα οποία είχαν διχοτομηθεί κατά τη χάραξη των συνόρων το 1830. Οι ελληνικές αρχές με το που μαθαίνουν για την εισβολή της ομάδας των ληστών αρχίζουν την καταδίωξη. Μετά από συμπλοκές στη Λιβαδειά, στη Θήβα και στα Μέγαρα, καταλήγουν να απομένουν 22 άντρες ζωντανοί στη συμμορία.

 

Το 19ο αιώνα οι ληστές ρομαντικοποιούνταν, και αρκετοί που βρίσκονταν συνήθως σε μια απόσταση από τα γεγονότα, τους έβλεπαν ως ανυπότακτους ήρωες, νομίζοντας ότι η δράση τους στόχευε στην προστασία των φτωχών και των αδυνάτων. H δράση όμως των Aρβανιτάκηδων, όπως και των άλλων συμμοριών αποσκοπούσε στην επιβολή προστασίας εις βάρος νομάδων κτηνοτρόφων και απόμακρων αγροτικών πληθυσμών, καθώς επίσης και στην εξαναγκαστική συλλογή ψήφων υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου στις εκλογές.

 

Έτσι αντίθετα με τη γνώμη που έχουμε σήμερα για τους ληστές, την εποχή εκείνη οι συμμορίες ληστανταρτών δέχονται κάποια υποστήριξη από ένα τμήμα του κόσμου, που ταυτόχρονα φυσικά φοβάται τη δύναμή τους. Οι αδερφοί Αρβανιτάκηδες άλλωστε πέρα από τις σχέσεις τους με τον μεγαλοτσιφλικά Φράνκ Νόελ, διατηρούν σχέσεις και με τον ίδιο τον Υπουργό Σούτσο, κτήματα των οποίων χρησιμοποιούν μάλιστα για καταφύγιο.

 

Η φήμη τους εξαπλώνεται γρήγορα, έχοντας φτάσει να απειλήσουν ακόμα και τη βασιλική οικογένεια. Λέγεται ότι έφτασαν στην Αθήνα στις αρχές του 1870, με σκοπό να απαγάγουν τον μικρό Κωνσταντίνο, γιο και διάδοχο του Γεωργίου του πρώτου. Απέτυχαν γιατί ενώ είχαν πληροφορηθεί την ακριβή διαδρομή της άμαξας του Κωνσταντίνου και της γκουβερνάντας του, η διαδρομή αυτή άλλαξε την τελευταία στιγμή, ωθώντας το σχέδιό τους σε αποτυχία. Οπότε προχωρούν σε ένα νέο σχέδιο, αυτό της απαγωγής πλούσιων ατόμων με σκοπό την καταβολή λύτρων για την απελευθέρωσή τους.

 

Οι ληστές, αφού καταφέρνουν να φέρουν σε πέρας το σχέδιο της απαγωγής, για λόγους ασφαλείας μετακινούνται διαρκώς. Από την Πεντέλη στήνουν νέο λημέρι κοντά στο χωριό της Σταμάτας, ενώ έχουν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις. Τα λύτρα είναι εύκολο να καταβληθούν, όμως η αμνηστία είναι συνταγματικά αδύνατο να δοθεί. Η ελληνική κυβέρνηση φοβάται την αποχαλίνωση των ληστών της υπαίθρου και δε θέλει με κανένα τρόπο να θέσει ένα προηγούμενο χορήγησης αμνηστίας στις διαπραγματεύσεις της μαζί τους.

 

Ο υπουργός Σκαρλάτος Σούτσος διαμηνύει τελικά στην αγγλική πρεσβεία ότι η οποιαδήποτε υποχώρηση στις αξιώσεις των συμμοριτών θα εξευτέλιζε τη χώρα. Οι ληστές στο μεταξύ έχουν στείλει το Βαρόνο Μάνκαστερ στην Αθήνα, μετά από πρωτοβουλία του Τάκου Αρβανιτάκη, για να συγκεντρώσει τα λύτρα, που κατ’ απαίτηση των ληστών τώρα έφταναν τις 50.000 λίρες, καθώς και για να μεταφέρει το νέο τους μήνυμα, με το οποίο επέμεναν στην απαίτησή τους για την παροχή αμνηστίας και τη διακοπή κάθε περαιτέρω καταδίωξης από την πολιτεία μέχρι το τέλος των διαπραγματεύσεων. Ο Βρετανός αριστοκράτης, ωστόσο, δεν καταφέρνει να πείσει την κυβέρνηση να αποδεχτεί τους όρους της συμμορίας, με αποτέλεσμα οι συγγενείς των θυμάτων να ανησυχούν ακόμη περισσότερο.

 

Τις επόμενες μέρες στην Αθήνα αρχίζουν να κυκλοφορούν φήμες ότι οι ληστές έχουν ήδη σκοτώσει τους περιηγητές κι έτσι στις 3 Απριλίου ο πρωθυπουργός Θρασύβουλος Ζαΐμης συγκαλεί έκτακτο υπουργικό συμβούλιο, όμως λίγο πριν από το βράδυ η φήμη διαψεύδεται και η κυβέρνηση παίρνει μια προσωρινή ανάσα.

 

Την ίδια μέρα επιστρέφει από τις Κυκλάδες ο βασιλιάς Γεώργιος ο Πρώτος, όπου βρισκόταν για τον εορτασμό των εφτά χρόνων του στο θρόνο. Προτείνει να πάρει τη θέση των αιχμαλώτων, πρόταση η οποία απορρίφθηκε ως γενναία μεν, αλλά αφελής και ανώριμη.

 

Το πρωί της Δευτέρας 5 Απριλίου, την έβδομη μέρα της αιχμαλωσίας των ομήρων, καταφθάνει στην Αθήνα η μητέρα ενός εκ των ομήρων. Η Λαίδη Βάινερ, μητέρα του Φρέντερικ, στέλνει στον Τάκο ένα δαχτυλίδι με διαμάντια και ένα σημείωμα, με το οποίο παρακαλά τον ληστή να κρατήσει τον μοναχογιό της ασφαλή. Ο Τάκος απαντά σχεδόν αμέσως, χαρίζοντάς της ένα από τα πολυτιμότερα μαχαίρια του, ένα κομπολόι και κανονίζει μάλιστα μία συνάντηση μαζί της, στην οποία όμως δεν πηγαίνει ποτέ. Τους ληστές, και ειδικά τους καταδιωκόμενους, δεν τους βρίσκεις εύκολα, μάλλον εκείνοι σε βρίσκουν όταν αυτοί θέλουν.

 

Οι Αρβανιτάκηδες γυρνάν από χωριό σε χωριό, με τις φήμες να λένε ότι ταυτόχρονα γλεντάνε, απαγορεύοντας στους κατοίκους την ελεύθερη μετακίνησή τους, χωρίς να τους έχει δοθεί προηγουμένως η γραπτή άδεια της συμμορίας. Αυτή είναι η μοίρα και του Συκάμινου στον Ωρωπό, ο οποίος στις 7 ή, κατά άλλους, στις 8 Απριλίου του 1870 στην ουσία καταλαμβάνεται από τους ληστές, για να αποτελέσει τη σκηνή μιας από τις τελικές πράξεις της απαγωγής.

 

Ακολουθεί ένας καινούργιος γύρος διαπραγματεύσεων που αποτυγχάνει εκ νέου, με τους ληστές να επιμένουν στην αξίωσή τους να αμνηστευθούν για την απαγωγή που διέπραξαν, πέραν των λύτρων που συνεχίζουν να ζητούν. Το τέλμα στο οποίο έχουν οδηγηθεί οι διαπραγματεύσεις, καθορίζει την τύχη των ομήρων.

 

Το ημερολόγιο γράφει 9 Απριλίου του 1870, Μεγάλη Πέμπτη. Η ώρα είναι τέσσερις το απόγευμα και ένα απόσπασμα της Χωροφυλακής πλησιάζει το χωριό Συκάμινο της Βορειοανατολικής Αττικής, όπου η συμμορία έχει καταλύσει. Οι τσιλιαδόροι αντιλαμβάνονται τους ένστολους να προσεγγίζουν και αμέσως ενημερώνουν τους υπόλοιπους. Χωρίς καμία καθυστέρηση, η συμμορία σπάει στα δύο και φεύγει από το χωριό, με κατεύθυνση το Δήλεσι.

 

Οι μισοί φεύγουν με τον Τάκο Αρβανιτάκη, παίρνοντας μαζί τους τους Βάινερ και Ντε Μπόιλ, κι οι άλλοι μισοί με τον Χρήστο Αρβανιτάκη, που παίρνει τους Λόιντ και Χέρμπερτ. Μαζί με τους ξένους ομήρους οι ληστές παίρνουν και ντόπιους για αιχμάλωτους, ώστε να τους χρησιμοποιήσουν ως ανθρώπινες ασπίδες. O Aνεμογιάννης, ο διερμηνέας, καταφέρνει να ξεφύγει από την προσοχή των απαγωγέων και προλαβαίνει να κρυφτεί σε κάποιον αχυρώνα, όταν αντιλαμβάνεται ότι θα αναχωρήσουν από το χωριό.

 

Μια ώρα μετά, στις πέντε, ακούγεται ο πρώτος πυροβολισμός, άγνωστο μέχρι σήμερα από ποιον. Οι ληστές μπροστά στο δίλημμα της άμεσης διαφυγής τους με την ταυτόχρονη απελευθέρωση των απαχθέντων ή της διαφυγής τους μετά από την εκτέλεσή τους, αδίστακτα αποφασίζουν το δεύτερο και διατάζουν τους συντρόφους τους να χαλάσουν, να σκοτώσουν δηλαδή τους ομήρους.  Ο Γερογιάννης και ο Καταραχιάς, πρωτοπαλίκαρα της συμμορίας, κεντρίζουν το κορμί του Χέρμπερτ με τα γιαταγάνια τους. Οι χωροφύλακες απαντούν με ένα χαλασμό πυροβολισμών, καταφέρνοντας να σκοτώσουν τον Χρήστο Αρβανιτάκη. Οι δικοί του προλαβαίνουν και σφάζουν τον Λόιντ. Από την άλλη μεριά ο Τάκος και οι σύντροφοί του πυροβολούν θανάσιμα τους Βάινερ και Ντε Μπόιλ κι ύστερα διασκορπίζονται για τη διαφυγή τους με κατεύθυνση το Σχηματάρι.

 

H σύγκρουση λαμβάνει χώρα στη θέση Άγιος Γεώργιος, που βρίσκεται στο δρόμο που οδηγεί στην παραλία Mαρκοπούλου, και κρατά περίπου τρεις ώρες. Επτά μέλη της συμμορίας πέφτουν νεκρά, οι Xρήστος Aρβανιτάκης, αδερφός του αρχιληστή, Σωτήριος Zώμας, Iωάννης Φερμάνης ή Tζιτζιλώνης, Hλίας Σταθάκης ή Mπούρτσης, Γεώργιος Kαταραχιάς, Γερογιάννης ή Xορμόβας και Δημήτρης Tσιακανήκας ή Mπέτης. Eπίσης, συλλαμβάνονται οι: Aλέξης Xορμόβας, Φώτης Oικονόμου ή Mιντσίθρας, Γεώργιος Tσακανής, Περικλής Λιώρης και Kωνσταντίνος Aγραφιώτης ή Mοναχός.

 

Οι νεκροί αποκεφαλίζονται και τα κεφάλια τους καρφωμένα σε κοντάρια εκτίθενται το Μεγάλο Σάββατο στο πεδίον του Άρεως, πράγμα πρωτοφανές για την Αθήνα. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το αποκρουστικό θέαμα προέκυψε για να διαβεβαιωθεί ο κόσμος ότι οι ληστές είχαν όντως σκοτωθεί.

 

10 μέλη από τα 22 της συμμορίας των Aρβανιτάκηδων, ανάμεσά τους και ο αρχιληστής Tάκος, διαφεύγουν της σύλληψης, αφού καταφέρνουν να υποχωρήσουν προς την παραλία του Ωρωπού, όπου τους περιμένει ένα μικρό πλοίο για να τους φυγαδεύσει. Οι ληστές που καταφέρνουν να επιβιώσουν της σύγκρουσης, σκορπίζονται στα βουνά και η καταδίωξή τους διαρκεί αρκετούς μήνες. Κάποιοι καταφεύγουν στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όμως συνεχίζουν να κινδυνεύουν εφόσον εναντίον τους έχουν εκδοθεί διεθνή εντάλματα σύλληψης.

 

Όπως προέκυψε από την ιατρική εξέταση που διενεργήθηκε αργότερα:

 

- Tο πτώμα του Xέρμπερτ έφερε δύο τραύματα από γιαταγάνι, το ένα στο δεξί μάγουλο, που διαπέρασε όλο το σαγόνι, και το άλλο στην παλάμη του δεξιού χεριού, την οποία αντέτεινε για να αποφύγει το μαχαίρι. O νεκρός πρόβαλε απεγνωσμένη αντίσταση και ο θάνατός του επήλθε εξαιτίας της ακατάσχετης αιμορραγίας.

 

- Tο σώμα του Λόιντ έφερε περισσότερες πληγές, ενώ τα σώματα των Mπόιλ και Bάινερ δεν είχαν πολλά τραύματα. O θάνατος του Bάινερ πρέπει να ήταν ακαριαίος, αφού η σφαίρα τον βρήκε στην καρδιά. Δεν έγινε το ίδιο, όμως, με τον Mπόιλ (που οι σφαίρες τον βρήκαν στο στήθος και στην κοιλιά), όπως αποδεικνύεται από τους πολλούς μώλωπες στο μέτωπο και στα μάγουλά του, αλλά και την αγωνία που ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπό του.

 

Οι παρενέργειες του θλιβερού γεγονότος τις επόμενες μέρες αγγίζουν την ίδια την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο αμφισβητείται ως αναποτελεσματικό για την καταπολέμηση της ληστείας και διατυπώνονται απόψεις για την αναγκαιότητα επιβολής δικτατορίας, με την αιτιολογία ότι μόνο μία συγκεντρωτική εξουσία, χωρίς συνταγματικές δεσμεύσεις, θα χτυπήσει αποτελεσματικά τη ληστοκρατία.

 

Την ίδια χρονική περίοδο, στην αγγλική Βουλή των Κοινοτήτων, ο πρωθυπουργός Γκλάντστοουν κατηγορεί την ελληνική κυβέρνηση ως υπεύθυνη για τη σφαγή στο Δήλεσι και υπαινίσσεται ότι στην ελληνική πολιτική σκηνή μετέχουν πρόσωπα που συνδέονται με τους ληστές. Στην τοπική βουλή της Tοσκάνης, αντίθετα, στη Φλωρεντία, ακούγονται κάποιες φωνές συμπάθειας προς την Eλλάδα.

 

Αγγλικές, γαλλικές και ιταλικές εφημερίδες χαρακτηρίζουν την Ελλάδα ως «φωλιά ληστών και πειρατών», «χώρα ημιβαρβάρων» και «ντροπή του πολιτισμού», ενώ ζητούσαν την αποστολή ξένων στρατευμάτων για την εξόντωση της ληστείας, όπως έγινε κατά τη διάρκεια της αγλλογαλλικής επέμβασης του 1854.

 

Μετά από τη σφαγή των ξένων αιχμαλώτων, ο τουρισμός, αλλά και το κύρος της Ελλάδας, δέχεται ισχυρό πλήγμα, με τους τουρίστες να αναχωρούν μαζικά από τη χώρα. Κάποιες εφημερίδες όπως ο «Αιών» κατηγορεί τους αλλόγλωσσους, όπως τους Βλάχους και τους Σαρακατσάνους. O Σούτσος, ο υπουργός των Στρατιωτικών, υπό το βάρος των αποκαλύψεων της αντιπολίτευσης, αλλά και των ξένων, που τον θεωρούν όργανο των ληστών, αναγκάζεται να παραιτηθεί.

 

Γρήγορα, όμως, η δημοσιογραφική έρευνα, αλλά και οι δικαστικές ανακρίσεις φωτογραφίζουν ως εμπνευστή της απαγωγής τον Φρανκ Nόελ, στο τσιφλίκι του οποίου έβρισκαν καταφύγιο οι ληστές, όταν η πίεση των καταδιωκτικών αποσπασμάτων γινόταν ασφυκτική στη Στερεά Ελλάδα. Όπως αποδείχθηκε, ο Nόελ είχε ειδοποιήσει τους Aρβανιτάκηδες ότι δεκατρείς ξένοι «λόρδοι» (πλούσιοι, δηλαδή) θα έκαναν εκδρομή στο Μαραθώνα και τους παρότρυνε να τους απαγάγουν, προκειμένου να ζητήσουν λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Ένα μέρος από τα λύτρα θα τα εισέπραττε ο ίδιος και θα τα χρησιμοποιούσε για να επεκτείνει το τσιφλίκι του, αγοράζοντας τις γύρω από αυτό μικρές ιδιοκτησίες.

 

Για να εκτονωθεί, κάπως, η δύσκολη για τη χώρα και την κυβέρνηση κατάσταση, η δικαστική εξουσία, με βούλευμα, στις 27 Απριλίου, παραπέμπει τους συλληφθέντες ληστές σε δίκη, η οποία αρχίζει στις 9 Μαΐου. Οι ληστές, αδιαφορώντας για την τύχη τους και απαντώντας προκλητικά στις ερωτήσεις των δικαστών, αρνούνται τις κατηγορίες που τους βαραίνουν, ισχυριζόμενοι ότι δεν ήταν αυτοί που σκότωσαν τους αιχμαλώτους, αλλά «άλλοι ληστές, ίσως και οι στρατιώτες, όταν πυροβολούσαν». Όπως είναι φυσικό, οι ληστές καταδικάζονται σε θάνατο με αποκεφαλισμό. Ο μεγαλοτσιφλικάς Nόελ καταφέρνει να απαλλαγεί των κατηγοριών με βούλευμα, αντίθετα με τα αδέρφια εκείνα των Aρβανιτάκηδων, που ήταν στη δούλεψη του Άγγλου τσιφλικά, τα οποία και συνελήφθησαν.

 

H κυβέρνηση, αν και προβαίνει σε συλλήψεις και φυλακίσεις προσώπων που σχετίζονται με τη συμμορία του Tάκου Aρβανιτάκη - όπως τον ηγούμενο της Mονής Πεντέλης, τον βουλευτή K. Mαλέα και τον αδερφό του, που ήταν δήμαρχος - ωστόσο, δεν δίνει πληροφορίες για την τύχη του αρχιληστή, με αποτέλεσμα να διαχέεται η άποψη ότι καλύπτει τη φυγή του.

 

Τελικά οι ληστές, αφού ο Άρειος Πάγος απορρίπτει, στις 4 Ιουνίου, την αναίρεση που άσκησαν κατά της καταδικαστικής απόφασης, εκτελέστηκαν στο Πεδίο του Άρεως, στις 07:00 της 8ης Ιουνίου, με λαιμητόμο, παρουσία πλήθους κόσμου να τους αναθεματίζει.

 

Ο Τύπος της εποχής επιμένει να κατηγορεί την κυβέρνηση Ζαΐμη ότι προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τη δικαστική έρευνα, συγκαλύπτοντας τους πραγματικούς ενόχους, επιρρίπτοντας όλες τις ευθύνες σε άσχετους βοσκούς. Στις 6 Ιουλίου του 1870 η κυβέρνηση Ζαΐμη αναγκάζεται να παραιτηθεί για να αλλάξει το νοσηρό κλίμα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας.

 

7 περίπου χρόνια μετά από τον σχετικά άγνωστο εμφύλιο του 1863, όπου για καιρό ομάδες ληστών λεηλατούσαν την ύπαιθρο, δικάζοντας και καταδικάζοντας όποιον ήθελαν σε θάνατο, αντλώντας νομιμοποίηση μόνο από τη δύναμη των όπλων τους, η χώρα βλέπει μπροστά της το παρελθόν να ρίχνει βαριά τη σκιά του στο παρόν και το μέλλον της.

Στις 9 Iουλίου, ο βασιλιάς Γεώργιος δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Eπαμεινώνδα Δεληγεώργη, χωρίς όμως αυτός να διαθέτει την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η νέα κυβέρνηση υπόσχεται κάθαρση στην πολιτική ζωή της χώρας και την αποκάλυψη των πραγματικών ενόχων της σφαγής στο Δήλεσι. Η θητεία της όμως είναι βραχύβια και διαρκεί μέχρι το Δεκέμβριο του 1870.

Μια νέα χρονιά αβεβαιότητας ξεκινά για τη χώρα. Οι νεκροί –περιηγητές, χωροφύλακες, στρατιωτικοί και ληστές- επιμένουν να κείτονται ακίνητοι στους τάφους τους.

 

Κείμενο: Δημήτρης Λαμπράκης

Αφήγηση: Σταύρος Σβήγκος

 

i. Ο Σταύρος Σβήγκος παίζει στην τηλεοπτική σειρά "Έρωτας Φυγάς" που προβάλεται από το Open TV.