O Βαγγέλης γέμιζε με κρασί το ένα ποτήρι μετά το άλλο, στο καφενείο του χωριού του, κοντά στη Νιγρίτα Σερρών, όπου είχε πάει εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ με έναν φίλο του. Όσο έπινε, τόσο πιο έντονα περνούσαν από το μυαλό του οι αδικίες που είχε υποστεί από την ίδια την οικογένειά του.
Έξι μήνες πριν, ο μικρότερος αδελφός του, ο Χρήστος, είχε επιστρέψει στο χωριό, μαζί με τη γυναίκα του και την εφτάχρονη κόρη τους, μετά από μια σύντομη και αποτυχημένη προσπάθεια να ανοίξει ένα καφενείο στην Αθήνα και να συνεχίσει τη ζωή του στην πρωτεύουσα.
Είχε συνεννοηθεί με τον πατέρα του να εγκατασταθεί στον πρώτο όροφο της οικογενειακής τους κατοικίας, εκεί όπου έως τότε έμενε ο Βαγγέλης. Αυτός υποχώρησε, καθώς υπήρχε η εναλλακτική λύση να μετακομίσει με την οικογένειά του στο χωριό της συζύγου του, λίγα χιλιόμετρα μακριά. Όμως, δυσκολευόταν να «χωνέψει» την αντιμετώπιση που είχε από τον πατέρα του, ο οποίος έμενε στο ισόγειο, με τη δεύτερη γυναίκα του. Ένιωθε τεράστια αδικία και δεν το άντεχε.
Μιλούν στο podcast: Ο Βασίλης Σπυριδάκης, νεαρός ρεπόρτερ τότε της εφημερίδας Έθνος στη Θεσσαλονίκη και ο Διονύσης Χιόνης, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, εισηγητής, συγγραφέας και εκπαιδευτής e-learning στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος.