Ήταν Κυριακή πρωί, 12 Οκτωβρίου 1952, όταν ο κηπουρός ενός αγροκτήματος πίσω από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου Κοκκιναρά εντόπισε το πτώμα ενός άνδρα μέσα στη ρεματιά και έσπευσε να ειδοποιήσει τον κοντινό στρατώνα της ΕΣΑ. Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασαν στην ερημική περιοχή αξιωματικοί της Χωροφυλακής, με επικεφαλής τον διοικητή της Ασφάλειας Κηφισιάς, μοίραρχο Σακελλαριάδη, οι οποίοι απέκλεισαν τον χώρο και ξεκίνησαν την πρώτη αυτοψία.
Το θύμα ήταν πεσμένο μπρούμυτα, με εμφανή τραύματα στο κεφάλι. Από το δίπλωμα που βρήκαν στην τσέπη του, διασταύρωσαν τα στοιχεία του: ήταν ο 44χρονος αυτοκινητιστής Γιώργος Στάικος, πατέρας τεσσάρων παιδιών, οδηγός αγοραίου που εξυπηρετούσε Φιλοθέη και Ψυχικό και ανήκε στους κουνιάδους του, τους αδελφούς Μαρτίνου. Έμενε με την οικογένειά του στον Βοτανικό.
Στις τσέπες του βρέθηκαν περίπου 15.000 δραχμές, γεγονός που απέκλειε τη ληστεία ως κίνητρο του εγκλήματος. Ένα φθηνό ρολόι στο αριστερό του χέρι, που είχε σταματήσει στις 11 παρά τέταρτο το βράδυ, προσδιόριζε την ώρα θανάτου. Κανείς όμως στην ερημική περιοχή δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό, ούτε καν ο εφημέριος της εκκλησίας που έμενε σε ένα σπιτάκι εκεί κοντά.
Όλα έδειχναν ότι ο δολοφόνος τον εξουδετέρωσε για να του αρπάξει το αυτοκίνητο, αφού τον οδήγησε στη σκοτεινή, απομονωμένη περιοχή. Τουλάχιστον αυτό μαρτυρούσαν τα ίχνη από ρόδες που σταματούσαν λίγο πριν από το αδιέξοδο στο χείλος της ρεματιάς και οι διάσπαρτες κηλίδες αίματος στο χώμα.
Στο πόντκαστ ο δρ. Εγκληματολογίας και δικηγόρος Παναγιώτης Παπαϊωάννου αναλύει τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος που σόκαρε την ελληνική κοινωνία στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ενώ η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια Βάνα Παπακίτσου σκιαγραφεί το προφίλ του δράστη.
