Κουτσαβάκηδες ή κουτσαβάκια λέγανε τους μάγκες της παλιάς Αθήνας, την εποχή της Βασιλείας του Όθωνα. Τα κουτσαβάκια ήταν βασικοί εκπρόσωποι του υποκόσμου, μαζί με τους μάγκες, τους σκυλόμαγκες, τους νταήδες, τους ρεμπέτες, τους τσίφτηδες, τους βλάμηδες, τα τσακάλια, τους μόρτηδες, τους μαγκιόρους και τα αλάνια. Η προσωνυμία κουτσαβάκης προήλθε από τις λέξεις «κουτσά» + «βαίνω», που δείχνει τον τρόπο που περπατούσαν, κουτσά, χωλά, και αυτό επειδή οι κουτσαβάκηδες χάριν επίδειξης βάδιζαν αργά, χαμηλώνοντας εναλλάξ τους ώμους τους και το αντίστοιχο πόδι, γυρνώντας ομοίως ελαφρά κατά πλευρά, το κεφάλι. Ίσως η λέξη να προήλθε από τον καβγατζή δεκανέα του ιππικού Δημήτριο Κουτσαβάκη, που έδρασε επί Όθωνος.

 

 

Οι κουτσαβάκηδες του Ψυρρή έδρασαν στην περίοδο 1862-1897. Φαίνεται ότι οι πρώτοι κουτσαβάκηδες ήταν Αϊβαλιώτες, εγκατεστημένοι στην Σύρο. Αργότερα, όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα, πολλοί Αϊβαλιώτες και Συριανοί μάγκες εγκαταστάθηκαν στη συνοικία του Ψυρρή. Μετά την εκδίωξη του Όθωνος οι κουτσαβάκηδες γνώρισαν μεγάλες δόξες, γιατί τα κόμματα τους χρησιμοποιούσαν σαν τραμπούκους. Τους κουτσαβάκηδες τους ξεκαθάρισε ο Μπαϊρακτάρης και ο πόλεμος του 1897.

 

 

Ένα έγκλημα με δράστες δύο κουτσαβάκηδες που έγινε ανήμερα των Χριστουγέννων του 1897, για ασήμαντη αφορμή, συγκλόνισε τους Αθηναίους με την αγριότητα του: τρείς άνθρωποι σφάχτηκαν αγρίως στα Κάτω Πατήσια.

 

 

Όλα ξεκίνησαν όταν μία ομάδα φίλων έφτασε το μεσημέρι των Χριστουγέννων σε ταβέρνα στην οδό Λιοσίων στα Κάτω Πατήσια. Ο καιρός ήταν καλός κι έτσι η παρέα, περπατώντας, πήγε στο ταβερνάκι του Πήλιουρα. Κάθισαν στο περιβόλι του, παρήγγειλαν διάφορα φαγητά, έφαγαν και ήπιαν άφθονο κρασί.

 

 

Την παρέα αποτελούσαν οι Νικόλαος Λαμπρινόπουλος, γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, Διονύσιος Καζάκος, δικηγόρος, Κωνσταντίνος Δελάκης, χρυσοχόος, η αδελφή του Ειρήνη Δελάκη, ο Γεράσιμος Φερεντίνος (αρραβωνιαστικός της Ειρήνης), ένας μικρός υπηρέτης της Ειρήνης και ο δικηγόρος Γεώργιος Καρράς. Στο τέλος πλήρωσαν και πήραν το δρόμο της επιστροφής στην πόλη.

 

 

Καθώς προχωρούσαν, διαπίστωσαν ότι τους ακολουθούσαν δύο τύποι, κουτσαβάκια, παράξενα ντυμένοι. Τους πλησίασαν, ο ένας απ’ αυτούς τούς έσπρωξε προκλητικά για να ανοίξουν δρόμο να περάσουν και ο άλλος είπε κάτι αισχρό για την Ειρήνη στα αρβανίτικα. Κάποιος από την παρέα που ήξερε αρβανίτικα, τού ζήτησε τον λόγο. Τα κουτσαβάκια εκνευρίστηκαν, ο Μήτσος Καβαλάρης που είχε μιλήσει αισχρά στην κοπέλα έβρισε και τον Φερεντίνο και τον χτύπησε με την μαγκούρα επειδή διαμαρτυρήθηκε λέγοντας «είναι ντροπή να πειράζετε τον κόσμο που συνοδεύει γυναίκες». Τότε ο Καρράς όρμησε πάνω του, άρπαξε την μαγκούρα και άρχισε να τον κυνηγάει στα χωράφια.

 

 

Ο δεύτερος κούτσαβος, ο Κώστας Μαγουλάς από την Άνδρο, γεροδεμένος και τολμηρός, αφηνίασε, έβγαλε από τη ζώνη του ένα τεράστιο μαχαίρι και άρχισε μ’ αυτό να χτυπά τα θύματα του. Χτύπησε πρώτα και τραυμάτισε στο χέρι τον Φερεντίνο και μετά όρμησε στον Δελάκη γιατί υπερασπίστηκε την αδελφή του και του κάρφωσε το μαχαίρι στο στήθος. Μετά χτύπησε με μίσος τους Καζάκο και Λαμπρινόπουλο. Η Ειρήνη έτρεχε στα χωράφια ουρλιάζοντας, ενώ αιμόφυρτος έτρεξε κοντά της ο Φερεντίνος. Οι άλλοι τρεις της παρέας ήταν πεσμένοι, ακίνητοι, σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλο, γεμάτοι αίματα. Τότε επέστρεψε κοντά στα θύματα ο Καρράς, ενώ οι δυο μαχαιροβγάλτες κούτσαβοι, διέφυγαν στα χωράφια κι εξαφανίστηκαν. Οι διασωθέντες άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια και έντρομοι οι περίοικοι βγήκαν από τα σπίτια τους. Άλλοι έσπευσαν να ειδοποιήσουν την Αστυνομία, άλλοι να χτυπούν τις καμπάνες στις εκκλησίες και πολλοί κατέφθασαν στον τόπο της σφαγής. Μέσα σε λίγη ώρα το κακό μαντάτο μαθεύτηκε σ’ όλη την Αθήνα.

 

 

Οι σοροί των νεκρών, κόσκινο από τις μαχαιριές, πάνω σε ένα κάρο μεταφέρθηκαν στο νεκροτομείο και  καθώς περνούσε στους δρόμους, προκαλούσε με τη θέα τη φρίκη των πολιτών, οι οποίοι ζητούσαν τη σύλληψη και την τιμωρία των δραστών. Οι αστυνόμοι Σκοτίδας και Τσολάκος άρχισαν να τους αναζητούν. Ένας από τους τρεις δράστες, ο Κώστας Μαγουλάς κατέφυγε στο σπίτι της αδελφής του στον Άγιο Παύλο (στον Σταθμό Λαρίσης), λέγοντας «με χτύπησαν κάποιοι λιμοκοντόροι».

 

 

Την επομένη σε φαρμακείο έδεσαν τα τραύματά του και μετά εξαφανίστηκε.

 

 

Ο αστυνόμος Τσολάκος πήγε στο σπίτι της αδελφής του, αλλά εκείνη τον κάλυψε με ψέματα. Τότε ο αστυνόμος πήρε παράμερα τον 8χρονο γιο της, τον ξεγέλασε με ένα 20λεπτο και του έκανε αποκαλύψεις. Λίγο αργότερα τον βρήκε στο σπίτι μιας υπηρέτριας, στην οδό Κηφισίας. Η σύλληψη του Μήτσου Καβαλάρη άργησε, γιατί τον αναζητούσαν στο Περιστέρι και τελικά τον βρήκαν στο σπίτι του γαμπρού του στον Αη-Γιάννη του Ρέντη. Η κηδεία των θυμάτων έγινε από τον Μητροπολιτικό ναό των Αθηνών, χοροστατούντος του αρχιεπισκόπου Χαλκίδος Δεπάστα και τα φέρετρα έως το Α΄ Νεκροταφείο, συνόδευσαν χιλιάδες Αθηναίοι.

 

 

Η Ειρήνη Δελάκη έπαθε νευρική κρίση, εστάλη άρρωστη βαριά στο Παρίσι για νοσηλεία, ενώ τον Μάιο του 1898 οι δράστες καταδικάστηκαν σε κάθειρξη: ο Μαγουλάς σε είκοσι χρόνια και ο Καβαλάρης σε οχτώ. Η δολοφονία των Αθηναίων την ημέρα των Χριστουγέννων ήταν η αφορμή πολλές εφημερίδες της εποχής να καταγγείλουν με την αρθρογραφία τους την ανομία, επιρρίπτοντας ευθύνες στην πολιτεία, στη Δικαιοσύνη, ακόμα και στον ανώτερο κλήρο.

 

 

«Αλλά αν είμεθα τίμιοι πολίται, ελεύθεροι πολίται, χριστιανοί πολίται, θ’ επετρέπαμεν ημείς το πρότυπον Βασίλειον της Ανατολής να μην έχωμεν Αστυνομία, να μην έχωμεν ποινικήν δικαιοσύνην, να μην έχωμεν φυλακάς, να μην έχωμεν θρησκεία, να μην έχωμεν κλήρο, να μην έχωμεν σχολεία, να μην έχωμεν εισαγγελείς, να τρέχουν αρματωμένοι οι φονιάδες; (…) Πού ακούσθηκε όλα αυτά τα καθάρματα να ενοχλούν τον κόσμο χωρίς ποτέ να τιμωρούνται; Πού ακούσθηκε η πολιτική (…) να ενθαρρύνη το έγκλημα;» έγραφε, στις 27 Δεκεμβρίου 1897, σε πρωτοσέλιδο άρθρο της η εφημερίδα «Ακρόπολις» του θεωρούμενου ως πατέρα της ελληνικής δημοσιογραφίας Βλάση Γαβριηλίδη.