Με αφετηρία τον προβληματισμό γύρω από τους γρήγορους ρυθμούς της σύγχρονης πραγματικότητας, τη διάσπαση της προσοχής, το μειούμενο βάθος της επικοινωνίας και την απίσχναση της προσεκτικής ακρόασης, η ομαδική έκθεση Οι ήχοι της σιωπής διερευνά την δύναμη και τις πολλαπλές όψεις της σιωπής μέσα από έργα δεκαοκτώ σύγχρονων Ελλήνων καλλιτεχνών, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν γίνει ειδικά για την έκθεση.

 

Τι συμβαίνει μέσα στην σιωπή, πώς λειτουργεί η μνήμη, η φαντασία και η σκέψη; Τι βλέπουμε και τι αισθανόμαστε και ποια είναι η γλώσσα της σιωπής; 

 

Στην σιωπηλή, χωρίς ήχο αυτή έκθεση, οι «ήχοι» εννοούνται μεταφορικά ως αναπνοές, ψίθυροι, αποσιωπημένες ιστορίες, τραύματα και απώλειες, μνήμες ή ψυχική διάθεση, ως οι κρυφοί αλλά υπαρκτοί αυτοί «ήχοι-απόηχοι» που αναδεικνύουν τη σιωπή ως έναν τόπο επίγνωσης, γαλήνης, αυτοσυνειδησίας, προσμονής και επιθυμίας, μετάπλασης και σύνδεσης με το εσωτερικό βλέμμα. Τα έργα ενεργοποιούν την ενσώματη πρόσληψη του ήχου και της εικόνας, διευρύνουν τις αισθήσεις και φέρνουν στο προσκήνιο το λανθάνον ή τον απόηχο της πραγματικότητας και τη μνήμη. Η σιωπή προβάλλεται ως μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, ως ένας διάλογος με τον εαυτό, αλλά και τον άλλον που ενώνει πραγματικότητα και φαντασία. Όπως το κενό δεν είναι η απουσία χώρου ή η παύση δεν είναι ποτέ απόλυτα στατική, έτσι και η σιωπή δεν είναι κενό, αλλά μία κατάσταση με αντιθέσεις, εναλλαγές, ρυθμούς και αποχρώσεις.

 

Η στόχευση δεν είναι μία «εικονογράφηση» της σιωπής, δεν είναι μόνο η σιωπή ως θέμα αλλά και η σιωπή εντός του έργου τέχνης, δηλαδή η ανίχνευση της σιωπής μέσα από την ίδια την γλώσσα της τέχνης: όπως την η απόδοση του χώρου, του φωτός, του χρώματος, της αίσθησης του χρόνου μέσα στην στατική εικόνα. Τα περισσότερα έργα είναι αφαιρετικά ή τείνουν προς την αφαίρεση, την αποσπασματικότητα, και την ανάδειξη του ελάχιστου.

 

Η σιωπή αντιμετωπίζεται ως συνάντηση φαινομενικά αντίθετων δυνάμεων. H σιωπή μπορεί να είναι σκοτεινή αλλά και φωτεινή, οικεία και ανοίκεια, αρχή και τέλος, ύλη και μη ύλη, ορατό και αόρατο, άπλετος ή στενός (στενάχωρος) χώρος, «ήχος» με εναλλαγές, ρυθμό, και παύσεις, ήχος που αποδίδεται χωρίς ήχο και που ενίοτε θυμίζει την βουή, την αναπνοή, την αρμονία, το νανούρισμα, τον εμβυθιστικό, επαναλαμβανόμενο ήχο.

 

Το κάθε έργο αποτελεί μια στάση στις πολλαπλές «εμφανίσεις» της σιωπής όπως η σιωπή ως  μηχανισμός εξουσίας ή δημιουργικής δύναμης, ως την «πυθαγόρεια σιωπή» που καλλιεργεί την πειθαρχία και την εγκράτεια, ως χώρος που διεγείρει την φαντασία, αλλά και παγιδεύει, κρύβει και χειραγωγεί. Η σιωπή παρουσιάζεται επίσης ως ένα κατώφλι, ένας ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία, το μέσα και το έξω, το προσωπικό και το συλλογικό. Στην έκθεση, το θραύσμα, το ίχνος που είναι αυτό που απομένει αφού το περιττό αφαιρεθεί, η σιωπή ως χώρος της φαντασίας και των επιθυμιών και ως συνθήκη που διαστέλλει τον χώρο και τον χρόνο συγχωνεύοντας  παρελθόν, παρόν και μέλλον σε μία συγχρονικότητα παρουσιάζονται επίσης ως πτυχές της σιωπής. Τα έργα ξετυλίγουν τις συνιστώσες της σιωπής ως συνθήκη που εμπεριέχει έκπληξη και το μυστήριο, κυοφορεί την προσμονή και εκφράζει το άρρητο που υπάρχει ως υπόμνηση μιας απουσίας ή υποδήλωσης στο έργο τέχνης αλλά και στην γλώσσα. Κάποια υπαινίσσονται την τελετουργία, τον σεβασμό για τον άλλο αλλά και πρακτικές που φέρουν τον μακρινό απόηχο άλλων πολιτισμών.

 

Η σιωπηλή super-8mm ταινία της Λήδας Παπακωνσταντίνου παρουσιάζει αποσπάσματα από την επίσκεψή της σε λούνα παρκ στο Λονδίνο στις αρχές του 1971, παραμονή της μετεγκατάστασής της στην Αθήνα. Η ρετρό αισθητική υπομνηματίζει τις χαμένες ουτοπίες μία παρελθούσας εποχής, μιλά για τον αποχαιρετισμό και την φιλία, ανασύρει μνήμες που εμπεριέχουν πολιτικές και προσωπικές αποχρώσεις.

 

Στην επιτοίχια μαυρόασπρη σύνθεση του Κώστα Χριστόπουλου, αποσπασματικά πλάνα (λάδι σε χαρτί) μιας ερωτικής συνεύρεσης απηχούν την σιωπή με την χροιά της ως ηρεμία, επιθυμία για πληρότητα και συναισθηματική σύνδεση. Οι παύσεις και ο ρυθμός, η εγγύτητα και η απόσταση, η σωματικότητα και η ανάμνησή της συνυπάρχουν σ’ ένα χώρο που μοιάζει κλειστός και απέραντος μαζί και έναν χρόνο που είναι περατός και αέναος ταυτόχρονα. 

 

Ορμώμενη από την μαγική, μεταμορφωτική λειτουργία της σιωπής στα παραμύθια, η Νίνα Παπακωνσταντίνου δημιουργεί μία μαγική γραφή από τα σχήματα που δημιουργούν τα κενά ανάμεσα στις λέξεις. Τα διάκενα και ο λευκός χώρος του χαρτιού αποκαλύπτουν τον «κενό» χώρο της σιωπής σαν μία κρυμμένη γλώσσα που απηχεί όσα η κοινή γλώσσα και η γραφή αδυνατούν να εκφράσουν.

 

Η Κατερίνα Αποστολίδου δημιουργεί μία εικόνα (φωτογραφική εκτύπωση και σχέδιο με μελάνι και ακρυλικά) που συνδυάζει την κίνηση και την στατικότητα, ένα ήσυχο εσώκλειστο τοπίο, μυστήριο που θυμίζει ένα ξέφωτο σ’ ένα δάσος. Στο κέντρο της αιωρείται ένα ζωγραφισμένο, περίκλειστο, ρευστό σχήμα με την αδιόρατη φράση The threshold for going in and out. Φαντασιακό και πραγματικό ταυτόχρονα, το «τοπίο» πλέκει την αίσθηση ενός ψυχικού τοπίου χώρου και ενός χρόνου ανάμεσα στο μέσα και έξω, σε κάτι που τελείωσε ή κάτι που μέλλεται να γίνει.

 

Στην συνέχεια του Water Traces-Making the Invisible Visible, της υπαίθρια εκτενούς εγκατάστασης-περιπατητικού, διαδραστικού έργου της σε ένα μεγάλο κτήμα της Δυτικής Αυστραλίας, η Δανάη Στράτου δημιουργεί -με μία ειδική τεχνική- δύο χαρακτικά που ιχνηλατούν τις υπόγειες διαδρομές των υδάτινων ρευμάτων που ρέουν κατά από την γη υπομνηματίζοντας τους υπόγειους ήχους τους. Όπως και στο βίντεο του έργου Concenric Circle που επίσης παρουσιάζεται στην έκθεση (πρόκειται για καταγραφή ενός επιτόπιου έργου σε λίμνη της Νότιας Αφρικής), η σιωπηλή αέναη κίνηση του νερού αναδεικνύουν έναν μακρόκοσμο από ορατά και αόρατα στον άνθρωπο στοιχεία.

 

Απόρροια της μοναχικής του παραμονής στην φύση, τα δύο μικρά έργα του Αλέξανδρου Ψυχούλη αποτελούνται αντίστοιχα από τα απομεινάρια της προνύμφης των τζιτζικιών και του εξωσκελετού που τα τζιτζίκια αφήνουν πίσω τους όταν πεθαίνουν.

 

Ο καλλιτέχνης τα χρησιμοποιεί για να υπογραμμίσει τους αινιγματικούς ήχους της φύσης που ακούγονται μέσα στην σιωπηλή και απομονωμένη κατοίκηση του ανθρώπου μέσα στην απεραντοσύνη της φύσης.

 

Στο ζωγραφικό έργο από την σειρά One Breath, μια αποσπασματική όψη από το τοπίο ενός δάσους που ο Δημήτρης Εφέογλου θυμάται από την παιδική του ηλικία, υπάρχει ο απόηχο της σιωπής του δάσους που εδώ μεταβάλλεται σε ένα ψυχικό, σιωπηλό τοπίο όπου η φαντασία και η εμπειρία συναντώνται.

 

Το ζωγραφικό έργο του Βασίλη Βασιλακάκη θα μπορούσε να ιδωθεί ως ανάδειξη του πρωταρχικού, αδιαμεσολάβητου βλέμματος που συνάδει με την σιωπή και την αρχή της ζωής και της αναπαράστασης. Αναδεικνύει την σιωπή ως την αρχή των πραγμάτων και της δημιουργικής διαδικασίας.

 

Ο κενός χώρος και η δύναμη του ελάχιστου, η αφαίρεση και η αίσθηση του ίχνους που χαρακτηρίζει την σιωπή, διατρέχουν τις λεπταίσθητες ζωγραφιές μίσχων και χορταριών του Παναγιώτη Κουλουρά. Σαν μικρές ανάσες, τα έργα προκύπτουν από μια διαδικασία σιωπής, παρατήρησης και συγκέντρωσης που απηχούν πρακτικές διαλογισμού και εξάσκησης πολεμικών τεχνών στην καθημερινότητα του καλλιτέχνη. 

 

Ένα λευκό τριαντάφυλλο σε μαύρο φόντο μοιάζει να προβάλλει στο φεγγαρόφωτο ή σαν από μία σιωπηλή αχλή στο έργο του Νίκου Καναρέλη. Το λουλούδι είναι ίσως η ανάμνηση ενός προσώπου, μία στιγμής, υποδηλώνει την προσφορά και την επιθυμία, την επίγνωση του κύκλου της ζωής, την υπόσχεση μίας επερχόμενης συνάντησης, μιλά μια γλώσσα που έχει σωπάσει και συμπυκνώνει ένα πλούτο νοημάτων σε μια μόνο εικόνα και μια στιγμή.

 

Τα αντικείμενα στην «νεκρή φύση» του Ανδρέα-Ράγκναρ Κασάπη ρέουν το ένα μέσα στο άλλο δημιουργώντας μία εικόνα καμωμένη από ένα αμάλγαμα αναμνήσεων με προσωπικό ή πολιτιστικό αποτύπωμα. Εκτός από την λειτουργία της μνήμης, τον καλλιτέχνη ενδιαφέρει η έννοια του stimmung, η ατμόσφαιρα και διάθεση εκείνη που έχει την αίσθηση ενός απόηχου παρόμοιου με την διάρκεια της δόνησης ενός ήχου που μόλις έχει ακουστεί.

 

Στο μικρό διαστάσεων έργο-νεκρή φύση της Φωτεινής Πούλια ο καθημερινός και οικείος χώρος της κουζίνας ντύνεται σε μία μυστηριακή, βραδινή ατμόσφαιρα. Χρηστικά σκεύη σε μία κουζίνα με θέα προς τα έξω φέρνουν τον απόηχο μίας απουσίας ή μίας συνάντησης που έγινε ή περιμένει.

 

Η επιδαπέδια κατασκευή Seuscape του Μαρκ Χατζηπατέρα υποδηλώνει το θραύσμα μιας χαμένης πολιτείας ή τη μακέτα και τη φαντασίωση μιας μελλοντικής πολιτείας. Μοιάζει με παιχνίδι και προϊόν ανασκαφής, ταυτόχρονα υπομνηματίζοντας την φαντασία και την εξερεύνηση που συμβαίνουν μέσα στην σιωπή.

 

H επιτοίχια κατασκευή από πεταμένα κομμάτια ανεμογεννήτριας, συνεργατικό έργο των Ισμήνης Κινγκ και Ιλεάνας Αρναούτου υποδηλώνει τη σιωπή ως ανάπαυση, περάτωση μιας εργασίας ή ως το κλείσιμο μίας υπηρεσίας -«ορίζοντας» έτσι την ησυχία ως παύση και δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο- καθώς και την μετάπλαση και μεταμόρφωση πεταμένων υλικών και των σιωπηλών τους ιστοριών σε ένα παρόν.

 

Η Κυριακή Γονή με το έργο της The distance between our eyes υποδηλώνει την αόρατη αθόρυβη σιωπηλή εξουσία του «απρόσωπου» ψηφιακού κόσμου, δηλαδή ενός δικτύου οικονομικών και τεχνολογικών πολιτικών που ελέγχει και κατευθύνει το βλέμμα και αφήνει το υλικό αποτύπωμα της ψηφιακής τεχνολογίας στο περιβάλλον.

 

Tην αποσιώπηση της ιστορίας και τις καταπιεσμένες, βουβές φωνές θυμάτων της ιστορίας αλλά και των πολέμων -ειδικότερα της γενοκτονίας των παλαιστίνιων- φωτίζει το Rosario της παλαιστινιακής καταγωγής καλλιτέχνιδος Ντόρας Χακίμ - ένα έργο που έχει επίσης την χροιά μίας προσευχής για ένα καλύτερο μέλλον

 

Τα στρώματα ζωγραφικής στο σκούρο μπλε-σχεδόν μαύρο ζωγραφικό έργο της Ευγενίας Αποστόλου θυμίζουν τα στρώματα της μνήμης που αφήνουν το βάρος  και το ίχνος τους μαζί. Το στρώμα που η καλλιτέχνης ξεκολλάει στην άκρη του πίνακα θυμίζει την εξόρυξη της μνήμης όπως συμβαίνει όταν στην σιωπή αναζητούμε κάτι από το παρελθόν ενώ ταυτόχρονα μιλά για το τραύμα και την απώλεια.

 

Η ζωγραφική με τις υλικότητες στο έργο του Πάνου Φαμέλη δημιουργούν την αίσθηση ενός άπλετου χώρου που σαν το σύμπαν δεν μπορεί να ιδωθεί παρά μόνο να αν αναπαρασταθεί στην φαντασία. Ο χώρος έλκει τον θεατή του έργου εντός του όπως η σιωπή απορροφά την σκέψη και την φαντασία.

 

Επιμέλεια: Α. Κοροξενίδη