Τα παιδιά του χωριού. Οι φίλοι μου. Summer edition*****

Τα παιδιά του χωριού. Οι φίλοι μου. Summer edition***** Facebook Twitter
1

Ο απόηχος ενός οργασμού ήταν η πρώτη μνήμη. Κατόπιν κενό το οποίο διακόπτει μια γυναίκα που ουρλιάζει, «Περικλή, γεννώ!» με μια πινελιά Στερεοελλαδίτικης προφοράς στα τελειώματα των λέξεων. Λίγο έλειψε να χάσω την ακοή μου, πριν καλά, καλά δω το φως του κόσμου.

Δώδεκα μήνες μετά κάποιος μου κόλλησε ένα χιλιάρικο στο μέτωπο, και απευθυνόμενος στον πατέρα μου είπε: «Καλότυχο να είναι!»

Ακολούθησαν ζητωκραυγές, ευχές, κουβέρτες λευκές, φρουτόκρεμες, Babylino και ο σεισμός του 1981 που μας έβγαλε για μήνες στο δρόμο. Φύγαμε από την Αθήνα και πήγαμε για μεγαλύτερη ασφάλεια στο χωριό. Ήταν η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με την αγροτιά.

Τον γύφτο με το χιλιάρικο, που φήμες λένε πως έγινε νονός μου αλλά και τον πατέρα μου (φτυστός ο Τίριον Λάνιστερ), δεν θυμάμαι να τους ξανάδα. Λες και άνοιξε η γης και τους κατάπιε.

Καλή χώνεψη!

Οι μέρες κυλούσαν γρήγορα, όπως γυρίζουν οι σελίδες ενός ξεχασμένου άλμπουμ, φωτογραφιών, στο τραπέζι του μπαλκονιού, δίπλα σε ένα ποτήρι βανίλια υποβρύχιο. Τα άλμπουμ πρέπει να τα ξεφυλλίζεις πάντα με βανίλια υποβρύχιο, ιδρωμένα εσώρουχα και σκονισμένα πέλματα. Είναι αξίωμα.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, λοιπόν, εμφανίστηκαν -αλλά με τρόπο που σε έπειθε πως υπήρχαν πάντα, σαν την Coca Cola- τα πεντοχίλιαρα, ο «Λαλάκης ο εισαγώμενος», η εθνική ομάδα μπάσκετ και καμιά δεκαριά άπλυτοι καλικάτζαροι.

Από εκεί και πέρα η μνήμη μου αποκτά κάποια συνοχή. Βοηθάνε, βέβαια, και τα μελαγχολικά ντοκουμέντα. Στη φωτογραφία του άρθρου, για παράδειγμα, είμαι αυτός μέσα στο μεσαίο σακί με τα χρήματα. Και να θέλω να το ξεχάσω, μπορώ; Δεν μπορώ!

Συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν, πια, παιδί όταν το ενδιαφέρον μου μετατοπίστηκε από το παγωτό κυπελάκι, στο παγωτό ξυλάκι και από τον πετροπόλεμο, στα απλωμένα κιλοτάκια των κοριτσιών της παρέας. Κάποια στιγμή το 2002 κατάλαβα πως είχα μπερδέψει τα κιλοτάκια των κοριτσιών με αυτά των μανάδων τους αλλά και τον Στάθη Ψάλτη με τον Σωτήρη Μουστάκα. ΣΟΚ!

Λοιπόν...

Οι πιο όμορφες μνήμες που έχω, είναι αυτές του χωριού μου, κατακαλόκαιρο. Οι άνθρωποι που θυμάμαι σε ρόλους παιδιών, λογικά θα μεγάλωσαν. Δεν παίρνω όρκο για όλους. Δεν τους συνάντησα, έκτοτε ή ακόμα και αν αυτό συνέβη, δεν τους αναγνώρισα. Του πούστη όμως! Θα ενηλικιώθηκαν όπως η ανθισμένη κερασιά πλάι στο στύλο της ΔΕΗ, στον οποίο τα φυλούσαμε όταν παίζαμε κρυφτό. Πολύ φτύσιμο αυτός ο στύλος. Σήμερα είναι γεμάτος από κηδειόχαρτα, των παππούδων που τότε μας κυνηγούσαν καταμεσήμερο στην ανηφόρα, με τριάντα οκτώ βαθμούς υπό σκιά.

Τελικά, είναι νόμος, ό άνθρωπος όσο και να γεράσει μυαλό δεν βάζει. Ο μαλάκας θα πεθάνει μαλάκας.

Τα πρωινά, που λέτε, λίγο μετά τα πρώτα κακαρίσματα, οι παππούδες που μύριζαν κρασί το οποίο έπιναν με Corn Flakes, πιάναν κουβέντα με τα σκιάχτρα, νοσταλγώντας, με τη σειρά τους, τα δικά τους παιδικά χρόνια ή και κάποια γκόμενα που ήταν ήδη γριά. Οι νέες, ακόμα, μανάδες, ξυπνούσαν λίγο αργότερα για να μας φτιάξουν βραστά αυγά, που είχαν μαζέψει οι δικές τους μανάδες, ενώ οι ίδιες είχαν προηγουμένως φροντίσει να καταβροχθίσουν, στα κρυφά, μισή φρατζόλα ψωμί με Μερέντα. Πέφτεις από τα σύννεφα;

Και όμως, είχες χίλια δίκια όταν απορούσες για το πως εξαφανιζόταν η Μερέντα, χωρίς να πει ούτε ένα γεια. Η μάνα σου είναι πιο ύπουλη από όσο θες να νομίζεις.

Δεν θέλω να κολλήσεις σε αυτή την αποκάλυψη, για άλλα πέντε χρόνια, όσα σου χρειάστηκαν για να ξεπεράσεις το κέρατο της Γεωργίας.
Ναι, ναι αυτή με τα τσοκαράκια της φωτογραφίας. Παντρεύτηκε τον γιο του φούρναρη. Έχει και έξι παιδάκια. Όχι, ξέρει τι είναι το προφυλακτικό! Θέλει να γίνει, λέει, η Ατζελίνα της Θολοποταμιάς. Είχε όραμα από μικρή η Τζόρτζια.

Back to the past.

Ήταν οι μέρες, που λες, που τα πουκάμισα μας φτάναν ως τα γόνατα και ο γύψος στα χέρια ανανεωνόταν πριν καλά, καλά στεγνώσει το ιώδιο στα γόνατα. Πίναμε νερό από το λασπωμένο λάστιχο του ποτίσματος, που δρόσιζε την άσφαλτο αλλά μάζευε κουνούπια, κάναμε βουτιές ενηλικίωσης από βράχια ύψους πέντε μέτρων, μετρούσαμε το ύψος, στα κασώματα της πόρτας με μολύβι, κλέβοντας πάντα έναν με δυο πόντους. Τέχνασμα που μας ακολούθησε και σε μελλοντικές μετρήσεις, ανάλογης ανακρίβειας.

Τότε ήταν που με ανακάλυψε η φαντασία. Τον Ιούλιο του 1991, θυμάμαι να μετατρέπω σε διαστημόπλοιο, το χαλασμένο πλυντήριο της αυλής. Τι εννοείς, πως; Μπαίνοντας μέσα και κλείνοντας και το πορτάκι. Αμέ!

Μια φορά, μάλιστα, η μισοριξιά με τα πεταχτά μάτια της φωτογραφίας, δεν με πήρε χαμπάρι (έτσι ισχυρίστηκε) και το έβαλε, για λίγο, μπροστά. Το θετικό ήταν πως το ρύθμισε στο πρόγραμμα για ευαίσθητους χαρακτήρες. Ένα θα σου πω, έκανα να συνέλθω πέντε μήνες. Ξέρναγα Dixan και στριφογυρνούσα σαν χορευτής του Ciao Antenna. Μια τραβεστί που γνώρισα κάποτε, στη Μαδρίτη, μου είπε ότι μπαίνοντας στο πλυντήριο ήθελα να θίξω το θέμα του υπαρξιακού φόβου και να τον μετουσιώσω σε θεμέλιο της εσωτερικής μου κάθαρσης και μεταμόρφωσης.

Έχει καταστρέψει κόσμο αυτός ο Φρόιντ!

Συνέχιζα να πηγαίνω στο χωριό, τα καλοκαίρια, το ίδιο τακτικά, μέχρι και τα 13 μου. Σε λίγο, όμως, θα μάγκευα. Κακούργες εποχές. Τότε σκάσαν μύτη και τα πρώτα Ναβάρα. Μην ακούς αυτούς που λένε ότι, τότε, οι σχέσεις ήταν δυνατές και αυθεντικές. Μπορούσαμε να πουλήσαμε τον καλύτερό μας φίλο, για ένα πιάτο τηγανιτές πατάτες, ένα Lucky Cup και να μας έμεναν ρέστα για αυτοκολλητάκια Panini. Υπήρχε τύπος που δεν μου έδινε να παίξω με το Game Βoy του, επειδή ο θειός μου δεν είχε ψηφίσει τον μεθύστακα πατέρα του για Κοινοτάρχη.

Δεν φταίω εγώ που του το έκλεψα. Είναι ο τέρμα δεξιά με τα μπλε κέρατα.

Την άνοιξη του 94 θα έδινα για Λόουερ, άρχισα επίσης να βγάζω σπυράκια τα οποία και με ταλαιπώρησαν μέχρι και την είσοδο της χώρας στο ευρώ. Η αγγλικός μου, μου είχε ζητήσει να προετοιμάσω για το speaking μια μίνι περιγραφή της ζωής μου. Για να το θυμάμαι πιο εύκολα, σκέφτηκα να το κάνω ποίημα, με ψαγμένο στίχο. Η μετάφραση όμως δεν μου άρεσε και έμεινε για πάντα ανεκμετάλλευτο.

"Πρόχειρο φαγητό στα Goodys, χριστουγεννιάτικα δώρα στο Μινιόν, τα κορίτσια άρχισαν να πίνουν Depon, να χτενίζουν τα μαλλιά τους σινιόν και στους λαιμούς μας να αφήνουν ίχνη από σβησμένο κραγιόν. Οι αναπνοές μας μύριζαν σπιτικά λικέρ, στα μπράτσα τατουάζ ποιήματα του Μποντλέρ και οι θείες όλες ίδιες με περμανάντ και ταγέρ".

Συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν, πια, παιδί όταν το ενδιαφέρον μου μετατοπίστηκε από το παγωτό κυπελάκι, στο παγωτό ξυλάκι και από τον πετροπόλεμο, στα απλωμένα κιλοτάκια των κοριτσιών της παρέας. Κάποια στιγμή το 2002 κατάλαβα πως είχα μπερδέψει τα κιλοτάκια των κοριτσιών με αυτά των μανάδων τους αλλά και τον Στάθη Ψάλτη με τον Σωτήρη Μουστάκα. ΣΟΚ!

Εφεξής θα έδινα, σαν έφηβος από την Αθήνα, προσοχή σε πιο ψαγμένα πράγματα. Ήταν ειλημμένη, μέσα μου, η απόφαση να κάνω το μεγάλο άλμα και από ράπερ / σκειτμπορτάς / κορυφαίος στο ποδόσφαιρο και το κουτσό, να μετατραπώ σε λάγνο ποιητή της ροκ, άνευ οχήματος, σε πρώτη φάση. Θα έκανα πρόβα την μετάβαση όλο το καλοκαίρι στο χωριό και θα είχα μπει στο πετσί του ρόλου πριν την avante premiere του αγιασμού. Πριν κλείσω βδομάδα στο νέο μου ρόλο, τα είχα παρατήσει. Με είχαν πάρει στο ψιλό μέχρι και τα παιδιά του παπά Τζίμι.

Μια από τις τελευταίες, εφηβικές πια, μνήμες του γαλατικού χωριού ήταν τα κορίτσια. Ο κοινός παρανομαστής. Αιχμαλωτισμένα σε στιγμιότυπο νεανικού μεγαλείου, σε σκασιαρχείο από το καλοκαιρινό φροντιστήριο στα μαθηματικά, της Γ' γυμνασίου. Είχαν στολίσει με σταφύλια τα αυτιά τους αλλά εγώ για πρώτη φορά συγκλονιζόμουν από την θέα των ξυπόλητων ποδιών τους. Standard, κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά από τότε, σου λέω.

Ήταν καθισμένα με ενοχική νωχέλεια σε έναν ακυβέρνητο, από τον άνεμο λόφο με κριθάρι. Ήταν καταφανώς πιο ανεπτυγμένες από εμάς αλλά από ημίτονα και συνημίτονα, δεν το είχανε καθόλου. Στον συναισθηματικά αγεωμέτρητο τρόπο που κρατούσαν το τσιγάρο τους μπορούσες να προφητεύσεις, τις πορείες ζωής, που σε λίγο θα ακολουθούσαν. Εγώ με τον Αρκούδο (δες φωτογραφία) κάναμε προβλέψεις και για τις μελλοντικές σεξουαλικές τους επιδόσεις. Ο Αρκούδος έλεγε πως είχε χαμουρευτεί με δυο – τρεις από αυτές. Εγώ, όμως, ήμουν πολύ έξυπνος για να πιστέψω τις υπερβολές ενός χωριατόπαιδου. Τον έβγαζα ψεύτη. Πέθανε, όμως, από καρκίνο στον εγκέφαλο, πριν κλείσει τα δεκαπέντε και μίσησα τον εαυτό μου που τον θεωρούσα χαζό και ψεύτη.

Κάπου εκεί έπεσε η αυλαία. Τα επόμενα χρόνια η εφηβεία και η φοιτητική ζωή με έκαναν να απωθήσω, τον κόσμο του χωριού, ήταν tres banal.

Οι μήνες περνούσαν και οι ουρές στον ΟΑΕΔ γίνονταν πιο φουντωτές και από της αλεπούς.

Το πήρα απόφαση και έφυγα. Είμαι ανυπότακτος πράγμα που σημαίνει πως δεν μπορώ να γυρίσω πίσω.

Βρίσκομαι 61μήνες, τώρα, στα ξένα. Δεν μπορώ, ακόμα, να αποδεχτώ ότι πλησιάζει Ιούλιος και πρέπει να φορώ το παλτό μου για να βγω έξω, μετά τις 8 το βράδυ. Ανάβω το χριστουγεννιάτικο δέντρο, αν και κατακαλόκαιρο. Είναι ένας δικός μου τρόπος για να οχυρώνω το βιός μου. Κανείς δεν θα προσπαθήσει να κλέψει κάποιον που έχει στολισμένο δέντρο 20 Ιουνίου. Εγώ, τουλάχιστον, θα το απέφευγα.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα απόπειρα διακόσμησης που έχω κάνει αφορά το βιογραφικό μου το οποίο έχω μετατρέψει σε βάση για το ενυδρείο. Δεν μου χρειάστηκε ποτέ. Εργάζομαι ως πωλητής αρωμάτων. Όταν έφευγα, σε ρόλο χρεωκοπημένου πρίγκιπα και κοιμόμουν στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου της Φραγκφούρτης, με τις αποσκευές για μαξιλάρι και το μπουφάν για σεντόνι, είχα μεγαλύτερες φιλοδοξίες.

Όταν τελειώνω την βάρδιά μου γεμίζω τις τσέπες με αμύγδαλα και με τα σημαδεμένα μου δάκτυλα, στα οποία έχουν ανεξίτηλα αποτυπωθεί τα ψηφία από τα τηλέφωνα των παιδικών μου φίλων, κάνω scroll down σε καλοκαιρινές φωτογραφίες του instagram, όλων των καινούριων επαφών, οι οποίες αν και είναι απείρως πιο στυλάτες, έχουν μηδαμινό συναισθηματικό βάθος, όπως και οι φωτογραφίες τους. Σε όλους αυτούς συστήνομαι σαν ανταποκριτής κάποιου διεθνούς δικτύου. Ντρέπομαι να πω σερβιτόρος. Γουστάρω, όμως αυτό το ρολάκι.

Στη συνέχεια, όμως, κατευθύνομαι στο πάρκο και ξαπλώνω στο παγκάκι. Το έχω ονομάσει Θολοποταμιά. Εκεί κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω πίσω, στον τόπο από όπου ήθελα από παιδί να φύγω και αναπολώ την κακογουστιά και την άχρονη ακινησία, της χαμένης αν και βαθιά βιωμένης καλοκαιρινής παιδικότητας, διότι μόνο εκεί, δεν υπήρχε ούτε πριν, ούτε μετά, αλλά μια ιδιόμορφη μυσταγωγία στο βαθύ νόημα του επουσιώδους, μέσω του παιχνιδιού.

Βρέθηκα στην άλλη άκρη του κόσμου για να καταλήξω στο ίδιο cliché ότι το βάθος του «είμαι» είναι ανεξίτηλα σφραγισμένο από τις φυσιογνωμίες κάποιων τυπάκων που δεν «υπάρχουν» πια και με τους οποίους ποτέ δεν θα με ένωνε τίποτα άλλο από το απροβλημάτιστο παιχνίδι. Όλοι τους έζησαν στις ίδιες ακαλαίσθητες πλατείες, απαθανατίστηκαν αναμαλλιασμένοι, ιδρωμένοι και ξέγνοιαστοι στις ίδιες φωτογραφίες και ο απόηχος των καυγάδων τους θα αντηχεί όλο και πιο ανακουφιστικός κάθε καλοκαίρι, όσο μακριά και αν βρίσκομαι, όσο και αν θέλω να ξεχάσω το πόσο έκαιγε τα πέλματα το τσιμέντο της αυλής, τα φτωχά καλοκαίρια της ελληνικής επαρχίας.

Τώρα, κάτω από τους ουρανοξύστες της ξενιτιάς, την προσευχή μου προσπαθώ να κάνω, μα χρόνο με το χρόνο τα λόγια ξεχνώ και την προφορά μου φοβάμαι πως χάνω.

ΥΓ. Ο τύπος με την μύτη έγινε πράγματι ληστής και εκτίει ποινή. Πάντα έπαιρνε το παιχνίδι πολύ στα σοβαρά.

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ