Έκανα ένα τεράστιο λάθος. Μετακόμισα με το αγόρι μου στην πόλη του, αφήνοντας οικογένεια και φίλους, και έχοντας βρει δουλειά στην περιοχή του. Έτσι νόμιζα φυσικά γιατί ενώ είχα περάσει από δύο συνεντεύξεις και είχαμε πει να αρχίσουμε μετά από λίγο καιρό, την πρώτη μέρα που πήγα με ενημέρωσαν ότι τελικά δε θα συνεργαστούμε. Πάγωσα. Βρήκα μία ευκαιριακή δουλειά, που ήταν για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, η οποία όμως έχει τελειώσει τώρα. Υποφέρω. Υποφέρω γιατί εξαρτώμαι από άλλους, υποφέρω γιατί το τίμημα να μείνουμε σε δικό του σπίτι, και όχι δικό μας αφού οικονομικά δε μας παίρνει να νοικιάσουμε, είναι μεγάλο. Υποφέρω γιατί άλλο να μένω με τους γονείς μου και άλλο το αν θα φάω τοστ ή κάτι άλλο το βράδυ να εξαρτάται από τους γονείς του. Υποφέρω γιατί βουλιάζουμε και οι δύο και πνίγομαι γιατί νιώθω ότι τα υπολόγισα λάθος. Γιατί δε χτυπάει το τηλέφωνο να με καλέσουν για συνέντευξη. Γιατί θέλω να πάω να δω τους γονείς μου αλλά με τα χρήματα που μου στέλνουν προσπαθώ να γεμίζω το ψυγείο μας ώστε να εξαρτώμαστε λίγο λιγότερο από τους δικούς του. Γιατί θέλω να πάμε για ένα μπάνιο και δεν μπορούμε. Γιατί ο πατέρας του είναι ένας φαλλοκράτης, μισογύνης, σεξιστής που δε σηκώνει το πιάτο να το πάει στον νεροχύτη αλλά κάνει καβγά άμα το φαγητό δεν είναι έτοιμο. Γιατί οικογενειακώς παραπονιούνται ότι δεν έχουν να πληρώσουν τους λογαριασμούς αλλά θέλουν να δώσουν 2 χιλιάρικα για να βάλουν 4 αιρ κοντίσιον στο σπίτι τους. Και ας μη βγαίνουν τα μαθηματικά. Και ας πρότεινε το αγόρι μου να πληρώσουμε εμείς και να φτιάξουμε τα ήδη υπάρχοντα. Ας χτυπήσει το τηλέφωνο να με πάρουν σε μια δουλειά, πνίγομαι.