Το σπασμένο τζάμι ζητά την αιτία.

 

Η αφηρημένη ζωγραφική γεννά την πέτρα που το έσπασε.

 

Οι αρτηρίες, οι υπόγειες στοές του σώματος, μαρτυρούν μέσω των παλμών την ύπαρξη ζωής.

 

Η αφηρημένη ζωγραφική ακούει τους παλμούς και δημιουργεί από την αρχή μια καρδιά.

 

Η αγριεμένη θάλασσα που χτυπάει τον βράχο και του δίνει σχήμα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αφηρημένη τέχνη. Κουβαλώντας όλη τη γνώση του ωκεανού και την ορμή των κυμάτων διαλέγει ένα κομμάτι πέτρας και το σμιλεύει χωρίς να ξέρει το αποτέλεσμα. Αυτό έχει μάθει να κάνει η θάλασσα. Αυτό ξέρει να κάνει και η αφηρημένη ζωγραφική. Χωρίς να ξέρει το γιατί και το αποτέλεσμα, δημιουργεί με τα ίδια της τα μέσα έναν νέο, ζωντανό, όγκο που κι αυτός με τη σειρά του είναι έτοιμος να γοητεύσει τα μάτια και το νού του θεατή.

 

Κυρίως για να εντοπίσω την αρχή της δημιουργίας κι όχι για να κάνω ανατομία των έργων

 

ρωτάω «πού γεννιέται η αφηρημένη ζωγραφική;»

 

Στο αιχμηρό σκίσιμο του ουρανού από μια καμινάδα.

 

Στο τεντωμένο σκοινί που κρατάει το πλοίο στη στεριά

 

Στις μετέωρες πτυχώσεις ενός αδειανού πουκάμισου

 

που σαν ανοιχτή αγκαλιά κρέμεται από τη λάμπα της οροφής.

 

Στον μεταλλικό ήχο της εγκατάλειψης και στη σκουριά του χρόνου

 

που καλύπτουν μια ναυτική προβλήτα.

 

Στη βία που κρατάει μέσα του ένας κομμένος βράχος.

 

Στον φόβο του τέλους που κρεμιέται σε κόκκινα τσιγκέλια.

 

Τα έργα αυτής της έκθεσης δεν είναι παρά τα γυμνάσματα της φαντασίας πάνω σε γεωμετρικά και συναισθηματικά ερεθίσματα που προκαλούν οι φωτογραφίες. Φωτογραφίες που  χρησιμοποιούνται ως η πραγματικότητα που μας περιβάλει. Ζωγραφίζω παρατηρώντας και νιώθοντας τους σφυγμούς της ζωής. Το μέσο είναι η αφηρημένη ζωγραφική, η υπόσχεση για την ευτυχία.