Μια συγγνώμη για την Μαμανή μου

Μια συγγνώμη για την Μαμανή μου Facebook Twitter
4

Μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, έκανε τα χέρια μου να τρέμουν από συγκίνηση, απόψε, από νοσταλγία, από ανάγκη για συγγνώμη. Μια φωτογραφία, που τραβήχτηκε στην πόρτα του σπιτιού της, στο Κερατσίνι, η Μαμανή μου, εγώ και η κότα μας. Έχω μνήμες ολοζώντανες από κείνη, που απορεί κανείς πώς είναι δυνατόν να αποτυπωθούν για πάντα στο μυαλό και την ψυχή ενός ανθρώπου.

Ήμουν μόλις τριών ετών όταν οι γονείς μου νοίκιασαν το σπίτι της κυρα – Γεσθημανής, δύο δωμάτια και κουζίνα. Μείναμε εκεί, τρία χρόνια. Τη βάφτισα αμέσως, κατά πως με βόλευε, γιατί δεν μπορούσα να προφέρω το όνομά της. Μαμανή μου, την είπα. Το μου, ήταν πάντα κολλημένο στο όνομά της. Πολύ γρήγορα, οι γείτονες, ο άντρας, οι τρεις γιοί της, όλοι τη φώναζαν Μαμανή. Αλλά χωρίς το μου. Αυτό ήταν μόνο δικό μου προνόμιο και δεν το αμφισβήτησε ποτέ κανείς.

Πρόσφυγες από την Καππαδοκία. Πονεμένοι άνθρωποι, αυτή και ο άντρας της. «Δεν ξεύρεις, Σπύρο μου, τι βάσανα ποφέραμε», έλεγε στον πατέρα μου, «οι Τούρκοι μας λέγανε γκιαούρηδες κι όταν ήρταμε δω, μας λέγανε τουρκόσπορους». Όλα μπορούσε να τα αντέξει, η Μαμανή μου, ήταν γυναίκα ζόρικη, δυνατή. Έκαμε προκοπή. Αλλά όταν σκοτώθηκε ο γιος της στα βαπόρια, 25 χρονών παλικάρι, έγινε χίλια κομμάτια η ψυχή της. Συχνά, ο άντρας της , ερχόταν κρυφά της από την πόρτα της αυλής στην κουζίνα της μάνας μου και της έλεγε: «Πάλι κλαίει η Μαμανή». Εκείνη έπαιρνε το μήνυμα και με σήκωνε ακόμα και από τον ύπνο για να αναλάβω υπηρεσία. Έμπαινα στο δωμάτιό της, και καθόμουν με φόρα στην αγκαλιά της: «Μην κλαις Μαμανή μου», της έλεγα, της έβγαζα το μαύρο μαντήλι από το κεφάλι και της έλυνα τα μαλλιά. Μακριά, ξανθά μαλλιά που ο πόνος τα έκανε και άσπριζαν κάθε μέρα πιο πολύ. Δεμένα με ένα μακρόστενο κουρέλι και μια φουρκέτα που τα συγκρατούσε σε κότσο. Μ' άφηνε να της τα λύσω και να πέσουν στην πλάτη. Έπαιρνα τη χτένα από το συρτάρι που ήξερα ότι την έχει κρυμμένη και άρχιζα να τη χτενίζω. Κάθε φορά που η χτένα περνούσε από τα μαλλιά της, οι τρίχες της έπεφταν στο πάτωμα αλλά και λίγο λίγο, κάποιο δάκρυ στέγνωνε. Την έπιανα σφιχτά από τα μάγουλα – θεέ μου, θυμάμαι ακόμα και το πόσο βούλιαζαν τα μικρά μου δάχτυλα στα γερασμένα της μάγουλα – και τη γύριζα προς το μέρος μου για να δω τα μάτια της. Εκείνα τα μεγάλα μπλε μάτια με τις πυκνές καστανές βλεφαρίδες. «Δεν κλαις τώρα, Μαμανή μου, κλαις;», περίμενα να δω τα λακάκια που σχημάτιζε στα μάγουλα το χαμόγελό της και να μου πει: «όχι, Θοδώρα μου».

Με έβαζε πάνω σε μια καρέκλα για να φτάνω ως το ύψος του μαγεριού της και φτιάχναμε μαζί καπαδόκικες ζύμες με παστουρμάδες και πιπέρια. Ώσπου να βγούμε από την κουζίνα, μύριζα μπαχάρια και κανέλες, από τα μαλλιά μέχρι τις κάλτσες. Μούλεγε ιστορίες και παραμύθια από την πατρίδα της, με πολλές τούρκικες λέξεις που δεν καταλάβαινα, μού δειχνε τα εργόχειρά της, πλεχτά σκεπάσματα και μαξιλαροθήκες με το βελονάκι που θάταν τα προικιά μου, τις φωτογραφίες που είχε κρυμμένες σε ένα κουτί ή στους τοίχους κρεμασμένες. Στην κάμαρά της, πάνω από το κομοδίνο, είχε και μία οικογενειακή, όλο το σόι κι ένας παπάς, γύρω από ένα μικρό, ανοιχτό φέρετρο. Ήταν από την κηδεία της μοναδικής κόρης που γέννησε και πέθανε μόλις 8 μηνών. Δεν ξανάδα ποτέ στη ζωή μου τέτοια φωτογραφία.

Στη γειτονιά ήμουν η πιο μικρή και η πιο ισχυρή, γιατί η Μαμανή μου δεν μ' άφηνε από τα μάτια της, ποτέ. Όταν έπαιζα με τα παιδιά, κανείς δεν τολμούσε να με πειράξει και πάντα έπαιρνε το μέρος μου ακόμα και όταν έκανα ζαβολιές. Καμιά φορά με πήγαινε εκεί κοντά, σε ένα εργαστήριο που έφτιαχνε καραμέλες γάλακτος. Γέμιζε την τσέπη της ποδιάς της με αυτές και όταν γυρίζαμε στο σπίτι, καθόμαστε και οι δύο στο σκαλάκι και ταΐζαμε η μία την άλλη. Μοιράζαμε και στα παιδιά. Όταν με ανέβαζε από την τσιμεντένια σκάλα στην ταράτσα, μου άνοιγε έναν άλλο κόσμο. Εκεί, η Μαμανή μου, είχε το κοτέτσι της, με καμιά δεκαριά κότες, τα κοτοπουλάκια τους και έναν φουντωτό, πολύχρωμο κόκορα. Άνοιγε τα πορτάκια τους και τ' άφηνε ελεύθερα για να παίξω μαζί τους. Κυνηγητό, τι άλλο; Τους ρίχναμε το καλαμπόκι, αλλάζαμε το νερό, παίρναμε τα αυγά τους και καμιά φορά, αν ήθελα, βγάζαμε και μια μικρή κότα στη γειτονιά για να τη δούνε τα παιδιά. Κάπως έτσι βγήκε και αυτή η φωτογραφία. Μια φορά με τσίμπησε ο κόκορας και εκείνη απείλησε ότι θα τον κάνει βραστό. Σκούπισα τα δάκρυά μου και της είπα ότι δεν πονάω πια γιατί αν επέμενε, θα έπρεπε να φάω την κοκορόσουπα. Εκεί πάνω, είχε και μια τεράστια χελώνα, που ήταν το πρώτο όχημα που οδήγησα ποτέ. Με ανέβαζε πάνω στο καβούκι της και με πήγαινε βόλτα η χελώνα, άκρη – άκρη στον τοίχο της ταράτσας.
Όταν γεννήθηκε ο αδελφός μου, έπρεπε να φύγουμε και να μετακομίσουμε σε μεγαλύτερο σπίτι . Θρηνήσαμε και οι δυο. Με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της: «Νάρχεσαι να με βλέπεις, Θοδώρα μου, γιατί σ' αγαπάω», μού λεγε κι εγώ της χτένιζα τα μαλλιά για να μην κλαίει. Δύο στενά πιο κάτω, ήταν το καινούριο μας σπίτι. Ερχόταν κάθε απόγευμα. Μου αγόραζε γάλα με κακάο, καραμέλες γάλακτος, μ' έβλεπε να μεγαλώνω και καμάρωνε. Της έπαιζα τραγουδάκια στο πιάνο και με χειροκροτούσε δυνατά. Ήρθε στο νοσοκομείο όταν αρρώστησα κι έκανε προσευχές και ξεματιάσματα για να γίνω καλά κι όταν γύρισα στο σπίτι μού φερε ένα σκαντζόχοιρο για να γελάσουμε. Η Μαμανή μου...

Όταν έπιασαν οι ευχές της και ο πατέρας μου προόδευσε, φύγαμε και από αυτό το σπίτι γιατί αγοράσαμε καινούριο διαμέρισμα, στον Πειραιά. Τότε, την έκρυψε τη στενοχώρια της. Έλεγε μόνο: «Νάρχεσαι, Θοδώρα μου». Έφυγα, τότε, χωρίς να της χτενίσω τα μαλλιά. Βιαστική. Η γειτονιά, το σπίτι, οι φίλοι, ήταν όλα καινούρια για μένα και με περίμεναν να τα εξερευνήσω. Το ωδείο μόνο ήταν κοντά της κι έτσι όταν είχα χρόνο, περνούσα από κει, πότε πότε, πάλι βιαστική. Όσο μεγάλωνα οι επισκέψεις μου αραίωναν. Της τηλεφωνούσα αλλά δεν πήγαινα να τη δω. Το σχολείο, οι παρέες, οι έρωτες, η δημοσιογραφία, τα όνειρα, η ζωή κι αυτό το κύμα που σε αρπάζει κι απ' της μάνας σου την αγκαλιά όταν είσαι νέος και αφήνεσαι πάνω του να σε τινάξει μακριά. Και λες, πιο μακριά, πιο δυνατά.

Όταν πέθανε ο άντρας της, την πήρε στο σπίτι του , ο γιος της ο Γιώργος. Την έφερε και στο γάμο μου, τη Μαμανή μου και γελούσε ευτυχισμένη, όλη την ώρα. Με αγκάλιαζε, με φιλούσε, με έσφιγγε δυνατά κι έλεγε στον άντρα μου: «Να την προσέχεις, μπρε!» Μού φερε και τα προικιά μου. Τα εργόχειρά της. Πλεχτά σκεπάσματα και μαξιλαροθήκες με το βελονάκι. Ίδιο σχέδιο, τρία χρώματα. Κι άλλα καλούδια, που είχε πλεγμένα για μένα.

Κάποτε βρέθηκα στη γειτονιά μας και μια γειτόνισσα μου είπε ότι η Μαμανή μου είχε παραγεράσει και ζήτησε μόνη της να πάει στο Γηροκομείο Αθηνών. Σφίχτηκε η καρδιά μου. Τη σκεφτόμουν διαρκώς και προγραμμάτιζα να πάω να τη δω. Κάθε μήνα το προγραμμάτιζα. Το ανέβαλα διαρκώς γιατί είχα άλλες προτεραιότητες. Το παιδί, η δουλειά, οι φίλοι, οι υποχρεώσεις μου. Η επίσκεψη στο Γηροκομείο, θα γινόταν κάποτε. Δεν ήταν κάτι βιαστικό. Σχεδίαζα να της πάω για δώρο μια χτένα και καραμέλες γάλακτος. Θα μου έλεγε ότι αδυνάτισα, ακόμα και αν πάχυνα, θα της έλεγα για τη δουλειά, για την οικογένειά μου, για τα ταξίδια μου, θα μου γνώριζε τις καινούριες της φίλες στο γηροκομείο, εκείνες θα μου έλεγαν ότι όλο τους μιλάει για μένα, αν μπορούσα θα την έφερνα και για λίγες μέρες στο σπίτι. Αυτά σχεδίαζα.

Κάποτε, μες στο αυτοκίνητο, είπα στην μητέρα μου ότι χωρίς αναβολή, την επόμενη μέρα θα πήγαινα στο γηροκομείο. «Μην πας», μου είπε, «πέθανε η Μαμανή σου, πριν από τρεις μήνες. Δεν ήξερα πώς να σου το πω». Γύρισα και την κοίταξα καθώς οδηγούσε και ήθελα να μου πει «...ναι, αλλά ο χρόνος γυρίζει πίσω και θα μπορέσεις να τη δεις, όποτε θέλεις». Δεν το είπε και πνίγηκα στο κλάμα. Μες τα αναφιλητά μου έλεγα: «Δεν έκανα τίποτα για κείνη, ούτε μια συγγνώμη δεν της ζήτησα...».

Η Μαμανή μου έφυγε χωρίς να προλάβω να της ζητήσω συγγνώμη που δεν τη χώρεσα στη ζωή μου όταν μεγάλωσα. Που περνούσα πάντα βιαστική. Που από τότε που έβγαλα τα πεδιλάκια και φόρεσα τακούνια δεν της ξαναείπα πόσο πολύ την αγαπούσα. Που πάντα είχα το όνομά της στις λίστες της αναβολής για αργότερα. Γιατί νόμιζα ότι είχα μπροστά μου χρόνο για να πάω να τη δω. Δεν είχε όμως εκείνη για να με περιμένει.
Όπου κι αν είσαι, συγγνώμη, Μαμανή μου. Σ' αγαπάω πολύ.

4

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ