Ο μέσος άνθρωπος είναι "προγραμματισμένος" να μην σκέφτεται το θάνατο. Αν πραγματικά τον σκεφτόταν και συνειδητοποιούσε το αναπόφευκτο επερχόμενο - αργά ή γρήγορα - τέλος, το πιθανότερο θα ήταν ότι θα άραζε κάτω από ένα δέντρο, ατενίζοντας τη θάλασσα και ακούγοντας τα πουλάκια να κελαηδάνε. Θα ΄τρωγε και κάνα χορταράκι, κάνα καρπό από τα δέντρα και ως εκεί. Διαβάστε τον "Εκκλησιαστή" για περισσότερα - εκεί βρίσκονται όλα - ώστε να μην μακρηγορούμε εδώ (απ΄όπου η περίφημη φράση "ματαιότης ματαιοτήτων..." κλπ). Κατά τα άλλα, δεν είναι ο ίδιος ο θάνατος (των άλλων) που πυροδοτεί συναισθήματα, όσο ο τρόπος του θανάτου.Έζησα την εποχή με τους μηχανόβιους-καμικάζι - εγώ ο ίδιος δεν ήμουν, καθότι πιτσιρικάς. Ήταν οι πιο μεγάλοι της παρέας. Μιλάμε για τέλη '70, αρχές '80. Γυρίζαμε με τα πόδια στον Πειραιά από το Rodeo, τα καλοκαίρια, και όλη η παραλιακή μύριζε καμένο λάστιχο. Άκουγες τα μουγκρητά από τα γκάζια, από μίλια μακριά. Δέος. Κάθε μήνα περίπου, έφευγε κι από ένας. Δεν θυμάμαι κανένα να κλαίει και να οδύρεται (εκτός από την οικογένεια, φυσικά). Οι υπόλοιποι μηχανόβιοι μαζευόντουσαν κάποια από τις επόμενες μέρες στην καφετέρια και αστειευόντουσαν μεταξύ τους. Για το ποιος από αυτούς θα είναι ο επόμενος. Κι έλεγε ο ένας στον άλλο: Αν μείνει κάτι από τη μηχανή, την αφήνω στον τάδε. Ή έλεγαν: "μαλ...ες, μη μου πειράξετε τη γκόμενα, θα σας γ...". Θάνατος; Ποιος θάνατος;
Σχολιάζει ο/η