Η γειτονιά μας ήταν όλη κι όλη ένας δρομίσκος, ανάμεσα στη ρεματιά και στα πάνω καπνοχώραφα, που ουδέποτε τολμήσαμε να υπερβούμε, γιατί επί χρόνια σερνότανε στη συνοικία ο εφιάλτης τού παιδιού της κυρά-Μαρίκας, που είχε χαθεί (και όταν κάποτε της το επέστρεψε η αστυνομία, δεν ήταν πια παιδί που μιλούσε, παρά αγρίμι που γρύλλιζε από τη μύτη...). Όλα αυτά ξεχάστηκανε σαν ακούσαμε και είδαμε το ελικοφόρο αεροπλανάκι να κάνει κύκλους πάνω από τη μικρή μας πόλη, ρίχνοντας χιλιάδες τών χιλιάδων μικρά άσπρα εκτυφλωτικά τετραγωνάκια, άλλα υπέρ κι άλλα κατά του βασιλιά. Τα πρώτα πέσανε στην απρόσιτη ρεματιά, τα άλλα, ψηλά στα καπνοχώραφα, και τα πιο πολλά, ακόμα παραπάνω. Εκεί σμίξαμε για πρώτη φορά με τα αγριωπά παιδιά, που τώρα, κι αυτά αλαφιασμένα, παρατήσανε το βελόνιασμα του καπνού και τρέχανε μαζί μας, ακολουθώντας τα χιλιάδες άσπρα εκτυφλωτικά τετραγωνάκια... Κάπου κάπου, πέφτανε και μερικά άσχετα με το δημοψήφισμα χαρτιά, με μια φωτογραφία κι ένα όνομα από κάτω, χωρίς το παραμικρό σχόλιο. Αυτά είχανε για εμάς ιδιαίτερη... συλλεκτική αξία, καθώς αναλογούσαν ένα στα πεντακόσια ή και στα χίλια. Ήτανε η... προτομή κάποιου γραβατωμένου που τον λέγανε Κωνσταντίνο Καραμανλή, και από τύχη έπεσε στη γειτονιά μας κατά σμήνη! Από τη χαρά μας εμείς (αλλά και για να την σπάσουμε στα αγριωπά παιδιά που αφήσανε το βελόνιασμα άδικα, αφού δέκα καραμανλήδες είχανε μαζέψανε όλους κι όλους), κάναμε μια πομπή κι ολημερίς ανεβοκατεβαίναμε στα καπνοχώραφα, διαδηλώνοντας επί ώρες και ώρες την τύχη μας και ουρλιάζοντας με πάθος: Κα-ρα-μανλής! Κα-ρα-μανλής! Κα-ρα-μανλής!
Σχολιάζει ο/η