Blow-Up

Γιαννούλης Χαλεπάς, Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙ

Από τον Xριστόφορο Μαρίνο

Ο Γιώργος Λάππας έλεγε στους μαθητές του ότι ο Χαλεπάς είναι κατασκευαστής γκρεμών. Πράγματι, σε μια συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Γιώργο Καρουζάκη το 1999 ο πλέον σημαντικός σύγχρονος Έλληνας γλύπτης αποφάνθηκε ότι «η γλυπτική είναι η κατασκευή γκρεμών».

Όπερ σημαίνει ότι ο Χαλεπάς είναι ο ορισμός της γλυπτικής!

«I am music» είχε δηλώσει κάποτε ο Prince, και μπορούμε να φανταστούμε τον Γιαννούλη να μουρμουρίζει ή να παραμιλάει: «Είμαι η γλυπτική».

Σε κάθε περίπτωση, ο Λάππας είχε δίκιο: ο Χαλεπάς υπήρξε μέγας ισορροπιστής. Ένας «ζωντανόνεκρος της Μοίρας», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο Κωστής Παλαμάς σε ένα άρθρο του το 1915.

Η σύζευξη των αντιθέτων διέπει και τη γλυπτική του: δημιουργία (κατασκευή) και καταστροφή (γκρεμός), φωτεινότητα και σκοτεινιά, κενό και πλήρες, μορφή και άμορφο, Καλό και Κακό. Φτιαγμένα χωρίς έπαρση, τα έργα του εκπέμπουν φως από το βάθος της αβύσσου.

Αν μια μαθηματική διάνοια όπως ο Περελμάν προσπαθούσε να υπολογίσει την ταχύτητα με την οποία περπατούσε ο Ιησούς πάνω στο νερό, ο νεαρός Χαλεπάς βάλθηκε να αναδημιουργήσει το θαύμα, βαδίζοντας ο ίδιος στο κενό.

Ο τελειομανής γλύπτης δούλευε στην κόψη του ξυραφιού. Κυνηγώντας το απόλυτο, όπως κάθε μεγάλος δημιουργός, κατέρρευσε. That’s all.

«Δεν ήσαν τρελοί οι μελαγχολικοί», γράφει κάπου ο ποιητής Πολ Ελιάρ. Ο «μελαγχολικός και δύσθυμος» Χαλεπάς («Σε τούτο ήταν πρόδρομος της εποχής μας», σημειώνει ο Τσαρούχης) κατέφυγε στην ονειροφαντασία, στη μυθολογία και στα παράλογα παραμύθια.

Αν η «Κοιμωμένη» είναι το πιο διάσημο έργο της νεοελληνικής γλυπτικής και η «Αναπαυομένη» το «σημαντικότερον δημιούργημα της νεωτέρας ελληνικής τέχνης» (Δ. Ευαγγελίδης), το «Παραμύθι της Πεντάμορφης», και συγκεκριμένα η δεύτερη εκδοχή, είναι «ένα από τα πιο ευφάνταστα και πρωτότυπα έργα του καλλιτέχνη και της νεοελληνικής γλυπτικής γενικότερα» (Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά).

Το σίγουρο είναι πως το δεύτερο «Παραμύθι της Πεντάμορφης», που φιλοτεχνήθηκε το 1918 και εκτίθεται μόνιμα στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, είναι ένα πολύ ιδιαίτερο γλυπτό, από τα πρώτα που έκανε ο Χαλεπάς μετά τον θάνατο της μητέρας του.

Σύμφωνα με τον Μαρίνο Καλλιγά, το έργο έχει συμβολική σημασία. Αφενός σηματοδοτεί την αφύπνιση του καλλιτέχνη από τον εφιάλτη (του εγκλεισμού στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας και της μητρικής καταπίεσης), αφετέρου το ίδιο «είναι σαν εφιάλτης. Πολυπρόσωπο, μπερδεμένο, δυσνόητο». Μάλιστα, για πολλά χρόνια ο επίσημος τίτλος του έργου στο Μουσείο της Τήνου ήταν «Εφιάλτης».

Με αυτή την εφιαλτική σύνθεση, λοιπόν, εγκαινιάζεται μια νέα φάση της ελληνικής γλυπτικής, φέρνοντάς την εγγύτερα στις αναζητήσεις της μοντέρνας ευρωπαϊκής γλυπτικής του Μεσοπολέμου, που αναπαριστούσε «άγνωστα πλάσματα και άλλες πραγματικότητες».

Αυτό το γλυπτό «ερμητικής μελαγχολίας» ‒για να δανειστούμε τον τίτλο ενός πίνακα του Ντε Κίρικο της ίδιας χρονιάς‒ βασίζεται στο παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης, που διαδόθηκε μέσα από τα βιβλία του Σαρλ Περό και των αδελφών Γκριμ.

Ο Χαλεπάς προσέγγισε το θέμα για πρώτη φορά το 1874, όταν ήταν φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου. Εκείνο το γλυπτό-φάντασμα, που αγνοείται η τύχη του και μας είναι γνωστό από μια δημοσιευμένη φωτογραφία, απεικονίζει το βασιλόπουλο τη στιγμή που σκύβει να φιλήσει την κοιμισμένη βασιλοπούλα, η οποία είχε πέσει σε βαρύ ύπνο διάρκειας εκατό χρόνων.

Το θέμα του διαγωνισμού (στα γερμανικά: Dornröschen) δεν επιλέχθηκε τυχαία από τους καθηγητές της σχολής. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα ο Έμιλ Κάουερ και ο γιος του Ρόμπερτ είχαν δημιουργήσει μια σειρά γλυπτά βγαλμένα από τα παραμύθια των Γκριμ.

Το 1867 ο Φρανς Στρακέ έφτιαξε μια γύψινη Σταχτοπούτα και μια μαρμάρινη Ωραία Κοιμωμένη, που μάλλον προορίζονταν για ταφικά μνημεία.

Και το 1878 ο Λούι Σούσμαν-Χέλμπορν θα μας δώσει ίσως την πιο γνωστή Ωραία Κοιμωμένη, που μπορεί να τη θαυμάσει κανείς στην Alte Nationalgalerie του Βερολίνου.

Αλλά αυτά τα γλυπτά αναπαριστούν την κοιμισμένη ηρωίδα μόνη της. Ο Χαλεπάς έκανε τη διαφορά ‒και γι’ αυτό του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο‒, επιλέγοντας να αποτυπώσει την τρυφερή σκηνή της δραματικής κορύφωσης, την ευτυχή λύση. Και μάλιστα επανέλαβε το ίδιο θέμα τέσσερις φορές, γεγονός που, αναντίρρητα, δηλώνει μια εμμονή.

Η τρίτη απόπειρα έγινε μεταξύ 1918 και 1924 (ο Καλλιγάς τη χρονολογεί περίπου στα 1923) και η τέταρτη το 1932, όταν πια ο γλύπτης είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα.

Στην ίδια περίοδο ανήκει και μία ακόμη εκδοχή (δεν σώζεται) που διακρίνεται σε μια φωτογραφία του καλλιτέχνη με τον Στρατή Δούκα.

Από όλα αυτά τα «Παραμύθια της Πεντάμορφης», εκείνο που δικαιολογημένα κλέβει τις εντυπώσεις είναι το γλυπτό του 1918. Περιλαμβάνει συνολικά έξι φιγούρες, χωρίς να υπολογίσουμε το άλογο και το Γοργόνειον στο αριστερό μπράτσο της ξαπλωμένης γυναίκας.

Οι μελετητές του Χαλεπά έχουν δώσει διάφορες ερμηνείες, όχι πάντοτε πειστικές, για την ταυτότητα των τεσσάρων μορφών που περιβάλλουν τις δύο κεντρικές φιγούρες.

Για τον μικρό καβαλάρη, ο Καλλιγάς υποστηρίζει ότι «μπορεί να είναι ο ίδιος [ο Χαλεπάς], καβάλα στον Πήγασο, που του δανείστηκε τα φτερά, για να πετάξει με αυτά πάνω από τη γήινη σφαίρα που κυλά μπροστά τους».

Από την άλλη, η Ντανιέλ Κάλβο-Πλατερό γράφει ότι ο φτερωτός ιππέας με τη σύγχρονη ενδυμασία, καθισμένος πλάγια πάνω στο άλογο, με τα χέρια και τα πόδια σταυρωμένα, μπορεί να είναι Άγγελος, Νίκη ή Έρωτας. Τέλος, για τον Μάνο Στεφανίδη η ίδια φιγούρα «μπορεί να εκληφθεί ως τον σύγχρονο άνθρωπο που εγκαταλείπει την ασφάλεια του μύθου και πορεύεται μόνος».

 

Παρατηρούμε ότι οι κριτικοί δεν επιχειρούν ή αδυνατούν να ταυτίσουν τον ιππέα με κάποιον ήρωα του παραμυθιού της Ωραίας Κοιμωμένης και περιορίζονται σε εικασίες, οι οποίες γίνονται εντονότερες όταν καλούνται να σχολιάσουν τις τρεις φιγούρες της πίσω όψης.

 

Ποιος μπορεί να είναι ο άντρας με το μουστάκι; Σύμφωνα με την αλληγορική ανάγνωση του Καλλιγά, το πρόσωπο αυτό είναι ο Ύπνος, ενώ για την Κάλβο-Πλατερό, που υιοθετεί μια ψυχαναλυτική ερμηνεία, πρόκειται για προσωπογραφία του καλλιτέχνη ή του πατέρα του.

Η Μελίτα Εμμανουήλ είναι η μόνη που διαβάζει το γλυπτό σε αντιστοιχία με το κείμενο, βλέποντας στο πρόσωπο του μουστακαλή τον μάγειρα του παραμυθιού της Τριανταφυλλένιας των αδελφών Γκριμ.

Για την ίδια, η προτομή του νέου ή της νέας ‒ή ενός παιδιού‒ δεν συμβολίζει την αρχαιότητα, όπως υποθέτει ο Καλλιγάς, αλλά πιθανότατα είναι ο παραγιός, τον οποίο αρπάζει ο μάγειρας από το αυτί.

Ακόμα πιο αινιγματική είναι η διπλανή φιγούρα, μιας σκυθρωπής ηλικιωμένης γυναίκας που γυρίζει την πλάτη στην προτομή. Εδώ η τεχνοκριτική σηκώνει τα χέρια ψηλά.

Ποιες είναι, τελικά, όλες αυτές οι φιγούρες; Είναι υπαρκτά ή φανταστικά πρόσωπα; Αντιστοιχούν στο παραμύθι ή στην πραγματικότητα; Έχει σημασία να τις ταυτοποιήσουμε ή μήπως δεν χρειάζεται; Τι διαφορά κάνει αν ο μουστακαλής άντρας είναι ο μάγειρας του παραμυθιού ή ο ταβερνιάρης του χωριού του γλύπτη;

 

Η πιο σημαντική διαπίστωση του Καλλιγά είναι πως το γλυπτό αυτό είναι «σουρεαλιστικό». Και δεν εννοούσε ότι σχετίζεται με το κίνημα του υπερρεαλισμού που ακόμα κυοφορούνταν στη Γαλλία αλλά ότι φέρει τις βασικές αρχές του, τις οποίες όμως δεν κατονομάζει και αξίζει να τις υπενθυμίσουμε: παντοδυναμία του ονείρου και του ενστίκτου, διερεύνηση του ασυνείδητου, απελευθέρωση της φαντασίας, δυσπιστία απέναντι στην ορθολογική σκέψη, εξύμνηση του ανοίκειου και του παραλόγου.

Επιπρόσθετα, όπως έχει ειπωθεί, για τους σουρεαλιστές τα όνειρα ήταν ριζοσπαστικά, ένα είδος κοινωνικής κριτικής και αντίστασης. Κάτι που ισχύει και στην περίπτωση του καλοκάγαθου και μη κανονικού Χαλεπά, που με το συγκεκριμένο γλυπτό υψώνει το ανάστημά του ‒και το μεσαίο του δάχτυλο‒ απέναντι στην αδικία, στην οικογένεια, στην υποκρισία της κλειστής και ανοιχτής κοινωνίας της εποχής του.

«Το ενύπνιο», γράφει ο Σεφέρης, «είναι από τις λιγοστές λειτουργίες του ανθρώπου που απομένουν αδέσμευτες». Με το «Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙ» ο Χαλεπάς επιτέλους απελευθερώνεται: σπάει τα δεσμά της σιωπής, δίνοντάς μας ένα πολυσήμαντο έργο.

Εν τέλει, το ενδιαφέρον ‒και το παράδοξο‒ με το γλυπτό αυτό έγκειται στο ότι αποτυπώνει επινοητικά ένα κακό όνειρο και όχι τόσο μια σκηνή παραμυθιού και τους ήρωές του.

Όπως μαρτυρούν η στάση του σώματος και οι αγωνιώδεις χειρονομίες της Κοιμωμένης, όντως πρέπει να βλέπει εφιάλτη. Το σφιγμένο αριστερό χέρι, το γυρισμένο κεφάλι και ο τρόπος που το βασιλόπουλο κρατάει το ανασηκωμένο χέρι της συνηγορούν υπέρ αυτής της άποψης. Που σημαίνει ότι όλες οι συνοδευτικές φιγούρες είναι μέσα στο μυαλό της, πρωταγωνιστές του εφιαλτικού ονείρου.

 

Στην Ιστορία της Τέχνης υπάρχει ένας πίνακας που αναπαριστά μια ονειρευόμενη γυναίκα και την ίδια στιγμή το περιεχόμενο των ονείρων της. Είναι ο περίφημος «Εφιάλτης» (1781) του Χένρι Φουζέλι. Εδώ συναντάμε ένα άλογο ‒που ίσως συμβολίζει τον εφιάλτη‒, και εδώ δίνουν και παίρνουν τα σενάρια και οι εικασίες.

Το άλογο του Χαλεπά είναι σηκωμένο στα πίσω πόδια, έτοιμο να πετάξει. Να σημαίνει, άραγε, ότι ο ιππέας είναι νεκρός, ότι πέθανε στο πεδίο της μάχης, όπως στους έφιππους ανδριάντες;

Όσο περισσότερο χρόνο αφιερώνεις στο έργο, τόσο τα ερωτήματα πληθαίνουν. Συγκρίνοντας τις φωτογραφίες του γλυπτού από τον Μάκη Σκιαδαρέση (1972) με τις εκείνες της Μοάτσου-Τσούχλου (1979) και του Ηλία Ηλιάκη (2005), παρατηρείς μια σημαντική λεπτομέρεια που παραδόξως έχει περάσει ασχολίαστη.

Η μύτη της γυναίκας είναι καταφαγωμένη, τρυπημένη με ένα αιχμηρό αντικείμενο. Η Πεντάμορφη δεν ήταν πάντα όμορφη. Κάποια στιγμή, υποθέτουμε γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ένας συντηρητής έκρινε σκόπιμο να κάνει λίφτινγκ στη μύτη της.

Βέβηλη πράξη και ανόητη: σαν να προσπαθείς να επιδιορθώσεις τα παραμορφωμένα πρόσωπα στους πίνακες του Φράνσις Μπέικον.

 

Ο παραλληλισμός δεν είναι τυχαίος. Λίγοι καλλιτέχνες έχουν αποδώσει τόσο συγκλονιστικά τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου προσώπου. Στα γλυπτά της μεταλογικής περιόδου του Χαλεπά, όπως στα σχέδια του Αρτό και στα πορτρέτα του Μπέικον, τα πρόσωπα είναι γκρεμοί – στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας σίγουρα θα είχε δει πολλά ανθρώπινα συντρίμμια και είχε άπλετο χρόνο να τα μελετήσει.

Σε αντίθεση με τον Ροντέν που περιτριγυριζόταν συνέχεια από γυμνά μοντέλα, ο Χαλεπάς δεν ήξερε τι σημαίνει γυμνό γυναικείο σώμα ούτε είχε γευτεί τον έρωτα. Στα γλυπτά του δεν υπάρχει σφρίγος και παλλόμενη ευλυγισία: έχεις την εντύπωση ότι αργά ή γρήγορα οι εύθραυστες, τραυματισμένες μορφές του θα καταρρεύσουν μπροστά στα μάτια σου.

Το γεγονός ότι η Πεντάμορφη είναι γυμνόστηθη δημιουργεί σύγχυση ως προς την ταυτότητά της. Αλλά και το Γοργόνειον, που έχει αποτροπαϊκό χαρακτήρα, τι σχέση έχει με τη βασιλοπούλα του παραμυθιού; Μήπως τελικά έχουμε να κάνουμε με την κοιμωμένη Αριάδνη, που έχει όμως και στοιχεία της Ηρωδιάδας;

 

Μία από τις τοιχογραφίες στην Οικία του Τραγικού Ποιητή στην Πομπηία απεικονίζει τον Διόνυσο να ανακαλύπτει την κοιμωμένη Αριάδνη. Και εδώ έχουμε μια πολυπρόσωπη σύνθεση που σε κάνει να αναρωτηθείς για την πραγματική ταυτότητα της Πεντάμορφης, η οποία, σημειωτέον, φέρει πολλές ομοιότητες με την «Αριάδνη κοιμωμένη», ένα άλλο γλυπτό του Χαλεπά που έφτιαξε τον ίδιο χρόνο.

 

Όσο περισσότερο κοιτάς το «Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙ», τόσο περισσότερο σε αποπροσανατολίζει. Οι φωτογραφίες απομονώνουν το γλυπτό από το περιβάλλον του, τοποθετώντας το σε λευκό ή μαύρο φόντο. Το έργο επιπλέει στο κενό, σε έναν άχρονο χρόνο.

Στις φωτογραφίες του Ηλία Ηλιάκη αναδεικνύονται έντονα οι σκιές, η τραχύτητα της επιφάνειας, το παιχνίδι του φωτός στον γύψο. Το γλυπτό μοιάζει με χαρακτικό.

Στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού το «Παραμύθι» είναι τοποθετημένο σε χαμηλό βάθρο, κι αυτό σου δίνει τη δυνατότητα να το κοιτάξεις από ψηλά (Ποιος είναι, άραγε, ο ιδανικός τρόπος θέασης; Σε χαμηλό ή σε ψηλό βάθρο; Και τι χρώματος;). Είναι σαν να βλέπεις μακέτα, ένα ανάγλυφο τοπίο.

Η λευκότητα αυτού του τοπίου σε τυφλώνει. Λες και το φως έχει ξεπλύνει τα χρώματα, λες και το έχει αποχρωματίσει, όπως η χλωρίνη το ρούχο σου. Και έχει μείνει το άσπρο, ένα άσπρο εκτυφλωτικό, πάλλευκο σαν το καθαρό χιόνι, που σου προκαλεί γαλήνη και μαζί θλίψη.

Εκεί, μπροστά στο γλυπτό, συνειδητοποιείς ότι το έργο αυτό είναι μάλλον μια μεταφορά για τη γλυπτική, για το πώς βλέπουμε τη γλυπτική. Μπροστά στα μάτια σου ξετυλίγεται ένα θαύμα, μια σύμπτυξη πολλών στιγμών σε μια εικόνα.

Το «μαγικό σύστημα» του Χαλεπά («Κάθε δημιουργός», έλεγε ο Λέοναρντ Κόεν, «έχει ένα μαγικό σύστημα που χρησιμοποιεί») είναι η ονειροφαντασία.

«Να τος ο ισορροπιστής», σκέφτηκα. Ένας αυθεντικός κατασκευαστής γκρεμών. Να τι σημαίνει γλυπτική. Μια τέχνη σαν παραμύθι.

Credits:1. Γιαννούλης Χαλεπάς, _Κοιμωμένη_, 1877, μάρμαρο, 77 x 178 x 76 εκ. Πρώτο νεκροταφείο, Αθήνα. Φωτογραφία από το αρχείο του Παντελή Πρεβελάκη,2. Γιαννούλης Χαλεπάς, _Αναπαυομένη_, 1931, γύψος, 49 x 158 x 60 εκ. Συλλογή ΕΠΜΑΣ, Αθήνα, Γιαννούλης Χαλεπάς, _Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙ_, 1918, γύψος, 80x109x90 εκ., 3. Γιαννούλης Χαλεπάς, _Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙ_, 1918, γύψος, 80x109x90 εκ., Συλλογή Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. Φωτ. Ηλίας Ηλιάδης, 4. Παραμύθι της Πεντάμορφης Ι, 1874, 5. Robert Cauer, _Dornröschen_, 1860, γύψος με ελεφαντόδοντο, 6. Frans Stracké, _Sleeping Beauty_, 1867, μάρμαρο, 70x57x39 εκ, Rijksmuseum, Άμστερνταμ, 7. Louis Sussmann-Hellborn, _Dornröschen_, 1878, Alte Nationalgalerie, Βερολίνο, 8. Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙΙ, 1918-1924, πηλός, 45x37x25 εκ., Ίδρυμα Ωνάση, Αθήνα. Φωτ. Γιάννης Σούλης, 9. Παραμύθι της Πεντάμορφης IV, 1932, 64x50x25 εκ., γύψος. Ιδιωτική συλλογή, 10. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς και ο Στρατής Δούκας στο σπίτι της οδού Δαφνομήλη, Αθήνα, 11. Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙ, 1918, γύψος, 80x109x90 εκ., Συλλογή Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. Φωτ. Ηλίας Ηλιάδης, 12. Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙ. Φωτ. Η. Ηλιάδης, 13. Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙ, 1918, γύψος, 80x109x90 εκ., Συλλογή Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. Φωτ. Ηλίας Ηλιάδης , 14. Henry Fuseli, _Ο εφιάλτης_, 1781, λάδι σε καμβά, 101.6 × 126.7 εκ. Detroit Institute of Arts, 15. Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙ. Φωτογραφία Μάκης Σκιαδαρέσης. Από το βιβλίο του Μαρίνου Καλλιγά, έκδοση της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, 1972, 16. Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙ, 1918. Φωτ. Ηλίας Ηλιάδης, 17. Ο Διόνυσος ανακαλύπτει την κοιμωμένη Αριάδνη. Τοιχογραφία (1ος αιώνας μ.Χ.), από την Οικία του Τραγικού Ποιητή, Πομπηία, MANN, Νάπολη, 18. _Αριάδνη Κοιμωμένη_, 1918, 32 x 83 x 56 εκ. Συλλογή Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. Φωτογραφία Ηλίας Ηλιάκης, 19. Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙ. Φωτ. Ηλίας Ηλιάδης, 20. Παραμύθι της Πεντάμορφης ΙΙ, Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, Χώρα της Τήνου. Φωτογραφία Χ. Μαρίνος

Blow-Up: είναι μία παραγωγή της LiFO. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση έγιναν από τον Άγγελο Παπαστεργίου. Τα κείμενα επιμελήθηκε ο ιστορικός τέχνης και επιμελητής εκθέσεων του ΟΠΑΝΔΑ, Χριστόφορος Μαρίνος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ