Αν ήμουν ένας φωτογράφος σταρ
Θα φωτογράφιζα τις παρακάτω τρεις σκηνές

Τη θορυβώδη εμφάνιση του μεθυσμένου Αλκιβιάδη στο Συμπόσιο του Πλάτωνα :
"(...) Και ξαφνικά ακούστηκε χτύπος στην εξωτερική πόρτα και γινόταν φασαρίες λες κι ήταν κάποια παρέα ανθρώπων του γλεντιού που διασκέδαζαν και ή φωνή αυλητρίδας. Και τότε ο Αγάθωνας είπε: «Υπηρέτες, δεν θα πάτε να δείτε περί τίνος πρόκειται; Κι αν είναι κάποιος αξιόλογος φέρτε τον μέσα, διαφορετικά να πείτε ότι πια σταματήσαμε το πιοτό και ξεκουραζόμαστε τώρα!» Μετά από
λίγο ακούστηκε του Αλκιβιάδη η φωνή στην αυλή που ήταν τύφλα στο μεθύσι και φώναζε δυνατά ρωτώντας που είναι ο Αγάθωνας κι επιμένοντας να τον οδηγήσουν σ' εκείνον.
Και n αυλητρίδα και κάποιοι άλλοι από το υπηρετικό προσωπικό τον οδήγησαν μέσα στους άλλους κι αυτός αφού στάθηκε στην πόρτα
στεφανωμένος με κάποιο στεφάνι από πυκνά φύλλα κισσού και ζουμπούλια και στολισμένος με πολλές ταινίες στο κεφάλι, είπε:
« Άντρες, σας χαιρετώ! Θα δεχτείτε στην παρέα σας σαν συμπότη κάποιον που είναι στουπί στο μεθύσι ή να του δίνουμε αφού πρώτα
στεφανώσουμε τον Αγάθωνα, πράγμα για το οποίο ήρθαμε ; Εγώ βέβαια χθες δεν μπόρεσα να έρθω και γιαυτό ήρθα τώρα έχοντας τις ταινίες στο κεφάλι μου για να στεφανώσω από το κεφάλι μου την κεφαλή του πιο σοφού και του πιο ωραίου με δυο λόγια. Σα να με πήρατε όμως στο ψιλό που είμαι μεθυσμένος.
Εγώ όμως παρόλο που εσείς γελάτε λέω την αλήθεια, αλλά να μη μιλάμε εσείς από κει και εγώ από εδώ, πείτε το ξεκάθαρα!
Να μπω ή όχι; Θα πιείτε μαζί μου ή όχι;"
[Πλάτων, Συμπόσιο (212), μετάφραση Στάθης Παπακωνσταντίνου]

Από το διήγημα του Τολστόι, τη νυχτερινή επίσκεψη της νεαρής αριστοκράτισσας στον ερημίτη μοναχό Σέργιο.
«Όλη αυτήν την ώρα, ο πατήρ Σέργιος στεκότανε μέσα στο καμαράκι του και προσευχότανε. Είχε ακούσει το φρού-φρού, την ώρα που έβγαλε το μεταξωτό φουστάνι της, την άκουσε να περπατάει ξυπόλητη, να τρίβει τα πόδια της.΄Ένιωθε πως παρασύρεται και γι ΄αυτό προσευχότανε χωρίς διακοπή. Την ίδια στιγμή, εκείνη του φώναξε:
-Μα ακούστε λοιπόν! Αυτό καταντάει απάνθρωπο. Μπορεί και να πεθάνω.
-Ναι, θα πάω. Θα κάνω όπως έκανε κείνος ο πατήρ, που έβαλε το χέρι του πάνω της και το άλλο πάνω στη πυρωμένη σκάρα του τζακιού. Εδώ όμως δεν υπάρχει σκάρα... Κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του έπεσε στο καντήλι. Έβαλε το δάχτυλό του πάνω από τη φλόγα κι΄ έσμιξε τα φρύδια του, έτοιμος να υποφέρει. Για μια στιγμή είχε την εντύπωση πως δεν νοιώθει πόνο.
-Για όνομα Θεού! Άχ ,ελάτε κοντά μου! Πεθαίνω!
-Τώρα έρχομαι, πρόφερε αυτός. Κι΄ ανοίγοντας την πόρτα του, πέρασε από μπροστά της χωρίς να την κοιτάξει, άνοιξε την πόρτα που έβγαζε στο πρόδωμα, εκεί που έκοβε τα ξύλα. Βρήκε ψηλαφητά το κούτσουρο που έκοβε απάνω του τα ξύλα. Το τσεκούρι ήταν ακουμπισμένο πάνω στον τοίχο...
- Τώρα, τώρα, ξανάπε παίρνοντας το τσεκούρι με το δεξί του χέρι. Κι΄ακούμπησε τον δείχτη του αριστερού του χεριού πάνω στο κούτσουρο. Σήκωσε αμέσως το τσεκούρι ψηλά και το κατέβασε χτυπώντας λίγο παρακάτω από τη δεύτερη άρθρωση. Τύλιξε αμέσως το ακρωτηριασμένο του δάχτυλο με την άκρη του ράσου του και το ακούμπησε σφιχτά πάνω στο μερί του. Ξαναμπήκε τότε στην σπηλιά και σταματώντας απέναντι στην γυναίκα, χαμήλωσε τα μάτια του».
[Τολστόι, Ο Πατήρ Σέργιος, μετάφραση από τα ρωσικά Άρης Αλεξάνδρου - Εκδ. Χ. Μιχαλακέας και Σία, Αθήνα 1959]

Κι από την Αμερική του Κάφκα, το μπάνιο της Μπρουνέλντας :
"(...) Σ' ένα χώρο, χωρισμένο με δύο κασόνια από το υπόλοιπο δωμάτιο, που ο Καρλ δεν είχε δει ως τώρα, γινόταν μεγάλο λούσιμο. Πάνω από το κασόνι ξεπρόβελναν το κεφάλι της Μπρουνέλντας, ο γυμνός λαιμός -τα μαλλιά ήταν αναγυρισμένα στο πρόσωπο- η ρίζα του αυχένα της και πότε-πότε το ανασηκωμένο χέρι του Ντελαμάρς μ' ένα σφουγγάρι, που ράντιζε ολόγυρα κι έπλυνε κι έτριβε την Μπρουνέλντα (...) "Αχ" ! φώναζε αυτή και ζάρωνε κι ο ίδιος ο Καρλ που ήταν αμέτοχος. "Πόσο με κάνεις και πονώ ! Φεύγα ! Πλύνομαι καλύτερα μονάχη μου παρά να υποφέρω τόσο. Να, τώρα πάλι δεν μπορώ να σηκώσω το χέρι. Νιώθω άσκημα όπως με ζουλάς. Στη ράχη θάχω σίγουρα μπλαβωματιές. Φυσικά, δε θα μου το πεις. Στάσου, θα φωνάξω τον Ρόμπινσον να κοιτάξει ή το μικρόν μας. 'Οχι βέβαια, δεν το κάνω, μα να' σαι λίγο πιο μαλακός. Πρόσεχε, Ντελαμάρς, μα αυτό όσο και να το επαναλαβαίνω κάθε πρωί, εσύ δεν προσέχεις, δεν προσέχεις. - Ρόμπινσον !" φώναξε ξάφνου και του σφεντόνισε μια ντατελλένια κυλόττα στο κεφάλι."
[Κάφκα, Αμερική, εκδ. Παπακώστα, Αθήνα, 1969]
σχόλια