ξέρω πώς αφανίζονται τ' αγόρια του Καλοκαιριού
Dylan Thomas

σωπαίνουν τα χρυσά σπαρτά στην άµµο,
δε νοιάζεται κανείς για τη σοδειά,
πετρώνει η γη

και ξαφνικά, το µεσηµέρι ιδρώνει χιόνι,
παγώνουν τα κορίτσια στο χειµώνα των χεριών τους,
ναυαγούν τα µήλα µες στ' αµπάρια των σπασµών τους

σιµορραγούνε µαύρο φως, πηχτό σαν τρέλα

ψάχνουν το µέλι στην κυψέλη και πιάνουν το Χιονιά

και να, κάτω απ' τον ήλιο, τρυπώνει η παγωνιά

σκοτάδι κι ερωτήµατα τα νεύρα τους ταΐζουν

σηµατωρός σελήνη δείχνει µηδέν στον ουρανό τους

βλέπω µέσα στις µάνες τους τα καλοκαιρινά παιδιά

ανοίγουν τους µυϊκούς καιρούς της µήτρας, µε τρυφερούς αντίχειρες τη νύχτα από τη µέρα ξεχωρίζουν

και να, βαθιά,
ιχνογραφούν τα θηλυκά τους µε τέταρτα ήλιο,
σκιά, σελήνη και σκοτάδι

καθώς το φως της µέρας βάφει τις οροφές των κεφαλιών τους

το ξέρω, ετούτα τα παιδιά θα γίνουν άντρες µηδαµινοί

µια λάθος κίνηση κι ο αέρας θα καεί
στις φλόγες των ονειρώξεών τους

και ξάφνου ανάβει καύσωνας µεσ' στην καρδιά τους

ο σφυγµός του έρωτα και του φωτός
και κατακαίει τους λάρυγγές τους

α, βλέπω να χτυπά σφυγµός καλοκαιριού στον πάγο
ωστόσο, πρέπει να δοθεί ο αγώνας των καιρών,
αλλιώς ο χρόνος θα τρεκλίσει µόνο ένα γύρο και µισό

εµείς – ο Χάρος - να µετράµε την πτώση µε αστέρια

και ξάφνου, µεσ' στη νύχτα του,
καµπάνες σκοτεινές να κρούει ο κοιµούµενος χειµώνα

δίχως να εκπνέει νύχτα γλυκιά, όταν Εκείνη πνέει

εµείς, οι σκοτεινοί αρνητές, ας προκαλέσουµε ευθύς το θάνατο,
σε µια µορφή γυναίκας καλοκαιρινής

στο αγκάλιασµα των εραστών, τη ρωµαλέα ζωή,
στον τρισµακάριο νεκρό που αναβλύζει θάλασσα

το σπιθοµάτη σκούληκα του πελαγίσιου Άδη, και στη
σπαρµένη µήτρα, το σκύβαλο του ανθρώπου

εµείς, τ' αγόρια του καλοκαιριού,
σ' αυτή τη δίνη τέσσαρων ανέµων

απ' των φυκιών το σίδερο οξειδωµένα, τινάζουµε
ασίγαστη τη θάλασσα, να πέσουν τα πουλιά της

αρπάζουµε µια σφαίρα γη, κύµα και αφρό,
να ναυαγήσουν οι έρηµοι µεσ' στις παλίρροιές της

κι αναστατώνουµε τους κήπους των αστών για ένα στεφάνι.

την άνοιξη, σταυρώνουµε τα µέτωπά µας µε πουρνάρι

γεια και χαρά σου αίµα και µούρο
τους γαληνότατους δεσπότες καρφώνουµε στα δέντρα

και να, του έρωτα το υγρό νεύρο στραγγίζει κι ησυχάζει

μα να, τινάζει ένα φιλί το ανέραστο νταµάρι

α, βλέπω των προσδοκιών τους πόλους µεσ' στ' αγόρια
ξέρω πώς αφανίζεστε, αγόρια του καλοκαιριού

ο άντρας στο κουκούλι µαραζώνει

στο µάρσιπο τ' αγόρια επιβιώνουν τη µεγάλη ξενιτιά τους

υπάρχω ο πατέρας σας, ενόσω είµαι άντρας

υπάρχουµε παιδιά της πίσσας, του πυρίτη

βλέπω τους πόλους

να φιλιούνται σταυρωτά
(photos: Herbert List)


σχόλια