Καφέ-αμάν και καφέ-σαντάν: Αμανέδες και λογιοσύνη στην παλιά Αθήνα

Καφέ-αμάν και καφέ-σαντάν: Αμανέδες και λογιοσύνη στην παλιά Αθήνα Facebook Twitter
Οι άνδρες διακρίνονταν ως οργανοπαίκτες κυρίως. Επίσης, συγκροτήματα από τη Σμύρνη και άλλα μέρη της Ανατολής επισκέπτονταν τακτικά τα καφέ-αμάν της Αθήνας για πολυήμερες εμφανίσεις.
0

Ένα από τα «φλέγοντα» ζητήματα της προηγούμενης εβδομάδας ήταν ο «διχασμός» σε διαδικτυακές και μη συζητήσεις που προκάλεσε η νέα καλλιτέχνις Μαρίνα Σάττι και το τραγούδι της «Μάντισσα». Το βιντεοκλίπ του τραγουδιού γυρίστηκε στο Γεράνι, όχι πολύ μακριά από ένα από τα πιο γνωστά καφέ-αμάν της προπολεμικής Αθήνας.


Στα τέλη του 19ου αι. η Αθήνα είχε χωριστεί σε δύο κυρίως μουσικά στρατόπεδα. Στους θαμώνες των καφέ-σαντάν, όπου ακουγόταν ευρωπαϊκή μουσική, και στους θαμώνες των καφέ-αμάν με την ανατολίτικη μουσική. To 1871 άνοιξε το πρώτο καφέ-σαντάν στην Αθήνα, στις όχθες του Ιλισού, και το 1873 το πρώτο καφέ-αμάν, στην Ιερά Οδό. Για 10 περίπου χρόνια η κυριαρχία των καφέ-αμάν ήταν απόλυτη, με πολλούς λόγιους της εποχής να καταφέρονται εναντίον του ρεπερτορίου των συγκεκριμένων μαγαζιών, στο οποίο δεν αναγνώριζαν τίποτα το ελληνικό. Προς το τέλος του αιώνα παρατηρείται η παρακμή τους, η εμφάνιση του θεάτρου σκιών και της αθηναϊκής επιθεώρησης.

Για 10 περίπου χρόνια η κυριαρχία των καφέ-αμάν ήταν απόλυτη, με πολλούς λόγιους της εποχής να καταφέρονται εναντίον του ρεπερτορίου των συγκεκριμένων μαγαζιών, στο οποίο δεν αναγνώριζαν τίποτα το ελληνικό. Προς το τέλος του αιώνα παρατηρείται η παρακμή τους, η εμφάνιση του θεάτρου σκιών και της αθηναϊκής επιθεώρησης.


Τα καφέ-αμάν αναπτύχθηκαν κυρίως στις συνοικίες της Αγίας Τριάδας στην Ιερά Οδό, στο Γεράνι και στην πλατεία Ελευθερίας. Από το εσωτερικό τους ακούγονταν κυρίως αμανέδες, μακρόσυρτες ανατολίτικες μουσικές, γεμάτες πικρία και θύμησες. Τραγουδούσαν σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες, οι οποίες προέρχονταν κυρίως από τη Σμύρνη ή την Πόλη, υπήρχαν όμως και Τουρκάλες, Αρμένισσες, Εβραίες, αλλά και γηγενείς, από το Βατραχονήσι, τη Βάθεια ή άλλη φτωχοσυνοικία των Αθηνών. Οι άνδρες διακρίνονταν ως οργανοπαίκτες κυρίως. Επίσης, συγκροτήματα από τη Σμύρνη και άλλα μέρη της Ανατολής επισκέπτονταν τακτικά τα καφέ-αμάν της Αθήνας για πολυήμερες εμφανίσεις. Οι σερβιτόρες λέγεται ότι ήταν συχνά Ιταλίδες ή Κερκυραίες, ενώ από τους τακτικότερους πελάτες των καφέ-αμάν ήταν οι... ιεροψάλτες, οι οποίοι σύχναζαν εκεί «για να μανθάνωσι τους ήχους και τας αναβάσεις και καταβασίας των αμανέδων και λοιπών τραγουδιών», σύμφωνα με δημοσίευμα της 3ης Ιουλίου 1873 της εφημερίδας «Αλήθεια». Σύμφωνα με τον Θόδωρο Χατζηπαναγή και το βιβλίο του για τα καφέ-αμάν της Αθήνας, το 1886 η Αθήνα είχε κατακλυστεί από αυτά. Δύο εξέχουσες φυσιογνωμίες ήταν η Πολίτισσα Φωτεινή (Φωτεινή Κονδυλάκη) και η Σμυρνιά Κιορ Κατίνα. Η Φωτεινή Κονδυλάκη ή χανεντέ Φώτω ήταν πλαισιωμένη από τον Πελοποννήσιο βιολιτζή Δημήτριο Ρόμπο, από ένα σαντούρι, ένα λαούτο κι ένα κλαρίνο. Το τουρκόφωνο τραγούδι της «Μέμο» τραγουδήθηκε με πάθος: «Αμάν Μέμο! Κουζούμ Μέμο! Γιαβρούμ Μέμο! Σεκέρ Μέμο! Εβλιάτ Μέμο!». Ένα από τα πλέον γνωστά καφέ-αμάν ήταν το Περιβολάκι στην πλατεία Γερανίου. Πέρα από το τραγούδι, βασικό στοιχείο του προγράμματος ήταν οι χοροί που εκτελούσαν οι καλλιτέχνιδες και χαρακτηρίζονταν συλλήβδην «ανατολικοί».


Αντίθετα, οι τραγουδίστριες στα καφέ-σαντάν ήταν Γαλλίδες, Ιταλίδες, Ουγγαρέζες και Βιεννέζες. Πρόσφεραν χορό, ελαφριά τραγούδια κι ένα υποτυπώδες στοιχείο σατιρικού θεάτρου. Συνήθως η ατμόσφαιρα εκτροχιαζόταν και οδηγούσε σε σκανδαλώδη νούμερα. Το κοινό αποτελούνταν ως επί το πλείστον από άνδρες, κυρίως από τη μεσαία και ανώτερη τάξη. Ο δημοσιογράφος Θεόδωρος Βελλιανίτης σε δημοσίευμά του στην εφημερίδα «Εμπρός» (στο φύλλο της 12ης Ιανουαρίου 1927) εξηγεί έναν από τους λόγους της επιτυχίας τους: « Οι νέοι ετέρποντο ακροώμενοι τα γαλλικά και τα ιταλικά τραγούδια και κατεφλέγοντο θεώμενοι τας παχείας κνήμας των χορευτριών, αίτινες εις ωρισμένας στιγμάς ανύψουν τους πόδας τόσον υψηλά, ώστε επαρουσίαζον απόκρυφα θέλγητρα, τα οποία ο τότε συρμός τα απέκρυπτεν επιμελέστατα και η εμφάνισις των οποίων ηδύνατο να προκαλέση δημόσιον σκάνδαλον και την αστυνομικήν επέμβασιν [...]. Τα άθλια ήθη της εποχής εκείνης μόλις επέτρεπον εις τους ταλαιπώρους νεανίας να βλέπουν το άκρον γυναικείου υποδήματος». Το πιο ονομαστό καφέ-σαντάν της εποχής βρισκόταν στην πλατεία Λαυρίου, στη συμβολή 3ης Σεπτεμβρίου και Αβέρωφ, όπου εμφανιζόταν το μεγάλο αστέρι της εποχής, η Γαλλίδα αοιδός Ζαν δ' Αρά. Ένα άλλο, επίσης δημοφιλές, ήταν το Γκαιτέ, στις αρχές της σημερινής Εμμανουήλ Μπενάκη, το οποίο ανήκε στην κυρία «Παλούκαινα», μία από τις πρώτες «πατρόνες» των Αθηνών, η οποία χρέωνε είσοδο μία δραχμή, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή.

Αμανές

• Ο αμανές, όπως το έλεγαν οι Έλληνες, ή «μανές», κατά τους Τούρκους, ή «αμάνι», κατά τους Μικρασιάτες, ήταν το ημι-αυτοσχέδιο τραγούδι που χαρακτηριζόταν από τη διασπορά ανάμεσα στους στίχους μεγάλων μελισμάτων πάνω στη λέξη «αμάν» και που ως επί το πλείστον ήταν καταθλιπτικού περιεχομένου.

• Tα καφέ-αμάν έπαψαν να υφίστανται μετά από ειδική απαγορευτική διάταξη του καθεστώτος Μεταξά το 1937, με την οποία απαγορεύτηκαν και οι αμανέδες σε δημόσιους χώρους σε όλη την ελληνική επικράτεια θεωρούμενοι (εσφαλμένα) καθαρά τουρκικό είδος.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Αθήνα
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Οι πρόσφυγες του 1922 και η μουσική τους δραστηριότητα στη νέα τους πατρίδα

Μουσική / Οι πρόσφυγες του 1922 και η μουσική τους δραστηριότητα στη νέα τους πατρίδα

Οι ήχοι που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία έκαναν με την πολυμορφία και τη δύναμή τους πιο πλούσιο τον ελληνικό μουσικό πολιτισμό
ΜΑΡΚΟΣ Φ. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ </BR> ΕΠΙΤΙΜΟΣ ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Με μπάλο, χασάπικο, ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλι και καρσιλαμά: Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και το τραγούδι τους

Μουσική / Με μπάλο, χασάπικο, ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλι και καρσιλαμά: Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και το τραγούδι τους

Πώς η συγχώνευση του μικρασιατικού τραγουδιού με το τραγούδι του περιθωρίου –που προϋπήρχε από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα– δημιούργησε το ρεμπέτικο, έναν νέο κώδικα επικοινωνίας που εξέφρασε τους πόθους και τους καημούς των προλεταριακών στρωμάτων των πόλεων.
ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΓΛΟΥ, IΣΤΟΡΙΚΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ