Δευτερότριτο

Δευτερότριτο Facebook Twitter
0

22.10 Δευτέρα Κρέμομαι από τα χείλη φίλου που μου αφηγείται τη χθεσινή του βραδιά σε νέο εστιατόριο των Αθηνών. Δυστυχώς, δεν το ‘χει με το φαγητό και αυτό φαίνεται. Τον ρωτάω για το μενού, μου τα μασάει, δεν θυμάται λεπτομέρειες, ούτε καν τα τρία βασικά πιάτα. Τον ρωτάω πώς ήταν το φαγητό του, πάλι δεν τα καταφέρνει να μου περιγράψει τι έφαγε ακριβώς. Μισόλογα. Όσο βασανίζομαι να πάρω απαντήσεις και δεν παίρνω, σκέφτομαι τελικά πως το φαγητό παίρνει διαφορετικές διαστάσεις στο μυαλό του καθενός μας. Ο φίλος μου σήμερα είναι καλοφαγάς, όμως διαπιστώνω από τις περιγραφές του πως μάλλον δεν μπορεί να ξεχωρίσει το αρνάκι από το χοιρινό και το μαρούλι από τη ρόκα. Εκεί που εγώ θα έβλεπα θαύματα, αυτός βλέπει πεζά μπριζολάκια με «μια σάλτσα». Μέσες-άκρες, κατάλαβα τι περίπου έφαγε... Το μεσημέρι απελπίστηκα πάλι πάνω από μια κούτα με κρεμμύδια στον μανάβη. Μετά τις υποσχέσεις για κρεμμυδόπιτες στο προηγούμενο τεύχος, είπα να εφοδιαστώ για ένα από τα ωραιότερα φαγητά που ξέρω να φτιάχνω. Λοιπόν, για να μην γκρινιάζουμε για μανιτάρια, ντομάτες και άλλα πολυτελή πράγματα. Στην Αθήνα πια δεν βρίσκεις κανένα άλλο είδος κρεμμυδιού, πέραν αυτών των πολύ έντονων μοβ. Τα κόβεις και όχι μόνο κλαις, πεθαίνεις από τις αναθυμιάσεις, σαν να μεγάλωσαν με παράξενο τρόπο, αφύσικα. Όσο προσπαθώ να ξεδιαλέξω μερικά που φαίνονται καλύτερα, σκέφτομαι πως ακόμα και στο παλιόνησο είχαμε πάνω από δύο ποικιλίες κρεμμυδιών. Τα κίτρινα σίγουρα, που είναι πιο μαλακά, ειδικά για σάλτσες, αλλά και τα λευκά, πανέμορφα και ειδικά για γεμιστά, αν έχουν το σωστό μέγεθος. Αυτά τα μοβ που καταναλώνουμε εδώ και μας χαλάνε τα φαγητά τα λέμε «σκύλους» εκεί κάτω και πάντα θυμάμαι ότι η μητέρα μου δεν τα προτιμούσε. Σωστή η μάνα, σκέφτομαι. Για να μην παραπονιέμαι συνέχεια, στο πάνω ράφι του μανάβη άρχισαν να ξεπροβάλλουν τα μήλα. Και είναι πολλών ειδών και ποικιλιών και καθόλου πανομοιότυπα, σαν πλαστικά. Μπράβο, η εποχή της πρώτης μηλόπιτας δεν είναι μακριά και από αυτά εδώ τα ράφια θα γίνουν οι επιλογές που θα οδηγήσουν στον σωστό συνδυασμό γέμισης.

 

23.10 Τριτη Γυρίζω σπίτι από τη δουλειά, φορώντας μπουφάν. Μέχρι ν’ ανέβω τις σκάλες πιάνει βροχή. Τίποτα το ιδιαίτερο. Μια απαλή βροχή που πέφτει ήρεμα, δεν υπόσχεται καταστροφές, όμως διαρκεί, δροσίζει τα πάντα και ξεπλένει, όσο μπορεί, μια πολύ βρόμικη πόλη. Οι γάτες δεν έχουν συνηθίσει τις κλειστές μπαλκονόπορτες και αντιδρούν με πανικό στα νέα τους σύνορα. Σε δέκα λεπτά έχουν μυριστεί το κρύο κι έχουν αρχίσει να ψάχνουν τις παλιές τους καβάτζες. Ελπίζω να μην ξαναχρειαστεί να αναζητήσουν δροσιά κάτω από καμιά φυλλωσιά για τουλάχιστον ένα εξάμηνο. Στην κουζίνα ξεφλουδίζω μερικά –σχεδόν άγουρα– αχλάδια που τσίμπησα από το μπακάλικο της γειτονιάς το μεσημέρι. Στην κατσαρόλα έχω ζάχαρη, λευκό κρασί, δυο ξυλαράκια κανέλας και γαρίφαλο. Μόλις αρχίσει το υγρό να σιγοβράζει, δοκιμάζω να δω αν είναι αρκετά γλυκό και βάζω στην κατσαρόλα σε όρθια στάση τα αχλάδια. Σιγοψήνω για περίπου τρία τέταρτα. Απόψε δεν έχει φαΐ, μόνο γλυκό. Τα βγάζω από το σιρόπι και, όσο τα κόβω σε σχήμα βεντάλιας, συνεχίζω να βράζω το χρυσό ζουμί μέχρι να ελαττωθεί ακόμα πιο πολύ και να δέσει. Πρέπει να γίνει περίπου σαν πολύ χαλαρό μέλι. Πάνω στα αχλάδια βάζω κομμάτια μυζήθρας και περιχύνω με το σιρόπι. Πιο «αρχές φθινοπώρου» πεθαίνεις. Ξέρω από τώρα πως το βράδυ θα ξυπνήσω και θα ξαναδοκιμάσω αυτό το απίστευτο γλυκό που ετοιμάστηκε με ελάχιστη προσπάθεια.

Ναι, οι γεύσεις και τα χρώματα από σήμερα αλλάζουν. Μέσα οι κανέλες, τα βαθιά χρυσαφιά χρώματα, το έντονο πράσινο των μήλων, έξω τα ζωντανά κόκκινα και κίτρινα του καλοκαιριού, που ευτυχώς τελείωσε. Σας φιλώ.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ