Ακακίες και πράσινα στάχυα

Ακακίες και πράσινα στάχυα Facebook Twitter
0
Τετάρτη 24 / 3

Είμαι στο νησί, από χθες. Ένα χρόνο μετά την τελευταία «κάθοδο». Το καινούριο αεροδρόμιο καλό, σαν το ελληνικό, λίγο πιο συμπαθητικό. Στο δρόμο για το σπίτι όλα καταπράσινα, γιγαντιαία φυτά που δεν ξέρω τι είναι έχουν ξεπετάξει κάτι κίτρινους ανθισμένους πύργους, είναι παντού. Πράσινα στάχια, φυσά λίγο, πηγαινοέρχονται σαν μια τεράστια κουβέρτα που κινείται όποτε η κοιμωμένη αλλάζει μεριά. Μυρίζει γρασίδι κομμένο, παράξενο, συνήθως βλέπω μόνο ξεραΐλα και άσπρο χώμα όταν έρχομαι. Κάθε φορά που φτάνω στο πατρικό μου, βρίσκω στο τραπέζι της κουζίνας πέντε ταχινόπιτες στοιβαγμένες σε ένα πιάτο. Είναι ακόμα ζεστές. Φέρνω μία κοντά στη μύτη μου, κανέλλα, ψημένη ζάχαρη. Δαγκώνω το γλυκό ψωμί, στο στόμα μου σκάνε τα σορόπια από το μελωμένο ταχίνι που τυλίγονται γύρω από την αφράτη ζύμη. Κάθομαι μόνος στην κουζίνα απόγευμα και τρώω δύο. Κοιτάω γύρω μου, τίποτα δεν άλλαξε. Η γκρίνια της γάτας με ξυπνάει από το ζαχαρωμένο λήθαργο. Πριν προλάβω να τελειώσω, όλοι μαζεύονται σπίτι, αγκαλιές, φιλιά, λίγα δάκρυα, δεν πάχυνες όσο νόμιζα, άσπρισαν τα μαλλιά σου, γιατί δεν μένεις και το Πάσχα, πώς πάει η δουλειά, είναι αλήθεια όλα όσα ακούμε για την κρίση, ναι, είναι αλήθεια. Παρατάω τη βαλίτσα στο παιδικό μου δωμάτιο, τα ίδια βιβλία όπως πριν είκοσι χρόνια είναι ακόμη στα ράφια, σχεδόν spooky. Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που με βαραίνει στην ατμόσφαιρα, είναι η υγρασία του νησιού που την έχω ξεσυνηθίσει.

Πέμπτη 25/3

Ξυπνάω από τις τυμπανοκρουσίες της παρέλασης - από τις έξι το πρωί μια φιλαρμονική διασχίζει τους δρόμους της πόλης παίζοντας εμβατήρια. Τα τύμπανα είναι αφύσικα δυνατά. Κάθομαι στο κρεβάτι και κοιτώ το ταβάνι. Σε λίγο, έρχονται αρώματα από την κουζίνα. Πρώτα το κρεμμύδι που σωτάρεται στο λάδι, μετά κάτι πράσινο -μάλλον φασολάκι-, μυρίζομαι τη δροσιά, και μετά οι τριμμένες ντομάτες που καλύπτουν τα υπόλοιπα. Κάθομαι μία ώρα χωρίς να κινούμαι, μετρώ το χρόνο με την αλλαγή στα αρώματα της κατσαρόλας. Όταν σηκώνομαι, οι φωτιές έχουν σβήσει και υπάρχει ησυχία στην κουζίνα. Έτσι είναι οι μαμάδες, τα έχουν όλα έτοιμα. Θες καφέ; Θα φτιάξω μόνος. Τι μαγείρεψες; Φασολάκια. Εμείς νηστεύουμε, εσύ; Όχι, δεν νηστεύω, αλλά θα το κάνω την άλλη βδομάδα. Το απόγευμα πάμε βόλτα στη θάλασσα. Κάνει κρύο, όμως τα νερά εδώ είναι πολύ ήσυχα και μάλλον ζεστά, σαν ακίνητα. Κάθομαι σε ένα παγκάκι, κανένας θόρυβος, με παίρνει ο ύπνος σχεδόν από τη γαλήνη. Κοιτώ τους ανθρώπους που πάνε βόλτα στην παραλία, κάθονται στα καφενεία, εδώ είναι όλα ήσυχα, σαν σανατόριο.

Δευτέρα 29/3

Στο δρόμο για το αεροδρόμιο κάνουμε στάσεις. Πρώτα στον Άγιο Γεώργιο Αλαμάνου, ένα γυναικείο μοναστήρι δίπλα στη θάλασσα, πάντα όμορφο, αυτή τη φορά λίγο παραφτιαγμένο, παραοργανωμένο. Μετά, στο χωριό Λεύκαρα, ένα κόσμημα, χαζεύουμε τις ολάνθιστες αυλές, παντού μυρίζει λουλούδια. Τρώμε μέτρια, μπροστά στο δημοτικό σχολείο, και φεύγουμε. Τελευταίος σταθμός το τέμενος δίπλα στην Αλυκή. Δεν έχω έρθει ποτέ. Ένα τζαμί πνιγμένο στους φοίνικες και τις ακακίες, στην αυλή πεντακόσιες γάτες κάνουν ορχήστρα, περπατάμε μέχρι την άκρη της αλμυρής λίμνης, δεν είναι κανείς γύρω, ο μόνος θόρυβος τα αεροπλάνα που φεύγουν/έρχονται. Είναι όλα πανέμορφα, το αδικώ που το βρίζω αυτό το μέρος. Το βράδυ φτάνουμε στην Αθήνα, κάνουμε μία ώρα να βρούμε να παρκάρουμε και ακόμα και στις δώδεκα το βράδι, κάποια υπηρεσία σκίζει το δρόμο για να περάσει καλώδια. Στέλνω sms στη Νάνσυ, it's good to be back. Σας φιλώ.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ