ην ημέρα της Πρωτοχρονιάς –αν εξαιρέσεις την ακραία τουριστική Vitosha boulevard, την κεντρική λεωφόρο όπου καταλήγουν αναγκαστικά όλοι οι ξένοι επισκέπτες– η Σόφια είναι έρημη πόλη. Τα ντόπια καφέ, τα φαγάδικα και τα μουσεία που την κάνουν γοητευτική και ενδιαφέρουσα είναι κλειστά, οι συγκοινωνίες αραιές, οι Βούλγαροι στους δρόμους λιγοστοί – οι περισσότεροι προτιμούν να μείνουν στο σπίτι για να συνέλθουν από την κραιπάλη της προηγούμενης νύχτας, χαλαρώνοντας σε οικογενειακές συγκεντρώσεις και σπιτικά τραπεζώματα.

Η αλήθεια είναι ότι ένα σωρό κόσμος άλλαξε χρόνο στα κλαμπ του κέντρου που «βαρούσαν» από τις 9:30 το βράδυ της παραμονής μέχρι τις 12 το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, θυμίζοντας τις εποχές του ασύδοτου κλάμπινγκ της Αθήνας στα '90s – με ντύσιμο που παρέπεμπε σε σκυλάδικο. Είχα χρόνια να δω τόσο μεγάλες ουρές έξω από κλαμπ, με κουστουμαρισμένους φουσκωτούς –με σώματα παραμορφωμένα από τη γυμναστική και ξυρισμένα κεφάλια– που συνόδευαν όμορφα κορίτσια με εξώπλατα μίνι και εξώφτερνα εικοσάποντα, αδιαφορώντας για τους μείον τρεις (όλα με ένα τσιγάρο στο χέρι). Αν βγάλεις συμπέρασμα από την εικόνα στα μαγαζιά, φαίνεται ότι δεν υπάρχει Βουλγάρα που να μην καπνίζει.


Εκτός από τα ξεφαντώματα στα κλαμπ υπάρχει και το μεγάλο υπαίθριο πάρτι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς στην πλατεία του πρίγκιπα Αλεξάνδρου του Battenberg –κάτι σαν το δικό μας πάρτι στο Σύνταγμα– που ξεκινάει με συναυλία ντόπιων καλλιτεχνών και καταλήγει λίγες ώρες αργότερα σε ικαριώτικο πανηγύρι. Μόλις αλλάξει η χρονιά και ολοκληρωθεί η επίδειξη πυροτεχνημάτων, στήνεται γλέντι με kruchmarsko και άλλους παραδοσιακούς χορούς όπου συμμετέχουν όλοι, μικροί μεγάλοι, για κανένα μισάωρο και μετά εξαφανίζονται – όπως οι Έλληνες μετά την ανάσταση για να φάνε μαγειρίτσα. Οι Βούλγαροι πάνε στα σπίτια τους για να πέσουν για ύπνο ή πάνε στα κλαμπ να γίνουν λιάρδα μέχρι το ξημέρωμα.


Αν δεν ξέρεις κάποιον ντόπιο για να σε καλέσει σε κάποιο σπιτικό γλέντι, οι επιλογές που έχεις για την ημέρα της Πρωτοχρονιάς είναι ελάχιστες. Το μόνο μουσείο που βρήκαμε ανοιχτό ήταν το «κόκκινο διαμέρισμα», μια έξυπνη –και κερδοφόρα– ιδέα του νεαρού αρχιτέκτονα Valeri Gyurov που είναι καινούργια τουριστική ατραξιόν: ένα αυθεντικό διαμέρισμα της σοσιαλιστικής περιόδου της Σόφιας, όπου μπορείς να δεις λεπτομερώς και με διαδραστικό τρόπο πώς ζούσαν οι άνθρωποι τις δεκαετίες του '70 και του '80. Άνοιξε για το κοινό το περασμένο καλοκαίρι πίσω από το παλάτι της δικαιοσύνης –το Δικαστικό Μέγαρο– και είναι ένα «μουσείο της καθημερινής ζωής στη σοσιαλιστική Βουλγαρία».

Από τη στιγμή που περνάς την πόρτα του και φοράς τα ακουστικά μεταφέρεσαι πίσω στον χρόνο μέσα από τις ιστορίες και τα αντικείμενα της (φανταστικής) οικογένειας Πετρόβι και όλα εξωραΐζονται πίσω από ένα πρίσμα νοσταλγίας, ακόμα και οι δύσκολες εποχές με τους περιορισμούς, τις απαγορεύσεις και τις στερήσεις. Σίγουρα δεν είχες τις ίδιες εμπειρίες μεγαλώνοντας στην καταπράσινη σοσιαλιστική Ελλάδα, αλλά βρίσκεις κάτι να ταυτιστείς, οικεία αντικείμενα, έπιπλα, παιχνίδια, ποτά, μουσικές και εικόνες που σου προκαλούν αναμνήσεις ευχάριστες ή δυσάρεστες. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουμε μπαίνοντας στο σπίτι είναι ότι η Βουλγαρία, παραδόξως, «ήταν η πρώτη χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ που παρήγαγε κόκα-κόλα» και ότι απαγορευόταν να περάσεις το χολ με τα παπούτσια, έπρεπε να τα βγάλεις και να βάλεις παντόφλες.

O Valeri Gyurov έστησε με μεγάλη προσοχή και ιστορική ακρίβεια ένα διαμέρισμα που σου δίνει τη δυνατότητα να αγγίξεις όλα τα αντικείμενα που περιέχει, να ξεφυλλίσεις τα βιβλία και τα οικογενειακά άλμπουμ με τις φωτογραφίες της –fake– οικογένειας, να δοκιμάσεις τα ρούχα τους, να καθίσεις στα έπιπλά τους, να φας στην κουζίνα τους, να ακούσεις τους δίσκους τους, ακόμη και να ξαπλώσεις στο κρεβάτι τους και να διαβάσεις στην τουαλέτα τους τη μαχητική εφημερίδα των εργατών. Κάποτε θα σκουπιζόσουν και με αυτή, ελλείψει χαρτιού υγείας, σήμερα είναι ιστορικό κειμήλιο, άρα πιο πολύτιμη απ' το χαρτί υγείας των '80s (το οποίο ήταν σκληρό σαν στρατσόχαρτο). Η δίωρη εμπειρία κοστίζει 9 ευρώ το άτομο και για να βρεις θέση καλό είναι να κάνεις κράτηση, γιατί το διαμέρισμα χωράει μόνο 15 άτομα τη φορά.


Πέρα από τα νεοκλασιστικά, νεομπαρόκ και σταλινικά δημόσια κτίρια, τις εκκλησίες και τα μεγάλα πάρκα και τις πλατείες, ένα από τα δυνατά χαρτιά της Σόφιας είναι το φαγητό της, κι είναι κρίμα να πας μέχρι εκεί και να πέσεις με τα μούτρα στο πρώτο τουριστικό εστιατόριο που θα βρεις στην λεωφόρο Vitosha – ή να φας πίτσα και μπέργκερ σε ένα από τα άπειρα μαγαζιά που έχουν κατακλύσει την πόλη. Η Σόφια έχει καταπληκτικές παραδοσιακές ταβέρνες με ντόπια πιάτα αλλά και σύγχρονα εστιατόρια με νέα δημιουργική κουζίνα, μία μοναδική σούπα πατσά με οθωμανικές ρίζες (την περίφημη shkembe chobra), για την οποία έχει γίνει ολόκληρο συνέδριο, τυριά, γιαούρτι και ayryan, boza (ένα πηχτό αναψυκτικό από κεχρί που αρέσει μόνο στους Βούλγαρους), ρακία (το δικό τους ρακί) και μεκίτσα, ένα γλύκισμα πολύ οικείο σε όλες τις βαλκανικές χώρες, το οποίο οι ξένοι αποκαλούν «βουλγάρικο ντόνατ», αλλά στην πραγματικότητα είναι μια στρογγυλή τηγανίτα. Το πιο χαρακτηριστικό μέρος για να φας μεκίτσα της προκοπής στο κέντρο είναι ένα μικροσκοπικό μαγαζί με πατάρι, από όπου φεύγεις με τα ρούχα να βρωμάνε τηγανίλα, το «Mekitsa & Coffee», ακριβώς μπροστά από τον Ιερό Ναό των Επτά Αγίων. Για ρακία ιδανικό μέρος είναι το «Raketa Rakia Bar», το οποίο δεν είναι μπαρ αλλά εστιατόριο-μουσείο αφιερωμένο στον σοβιετικό σοσιαλισμό, με κομμουνιστική μεμοραμπίλια και τεράστια ποικιλία από ρακίες διαφόρων γεύσεων, φτιαγμένες από διαφορετικά υλικά, που συνοδεύουν τα τοπικά πιάτα.

Πέρσι στο γαστρονομικό συνέδριο του Δουβλίνου η Βουλγάρα δημοσιογράφος και συγγραφέας Albena Shkodrova παρουσίασε ολόκληρη μελέτη για την πιο χαρακτηριστική σούπα της πατρίδας της, την σούπα πατσά, η οποία ήταν πολύ δημοφιλής μέχρι και τα χρόνια του κομουνιστικού καθεστώτος, αλλά σήμερα έχει αρχίσει να περιφρονείται από τη νέα γενιά, ακριβώς όπως και στην Ελλάδα. Στη μελέτη της που έχει τίτλο «αμφισβητώντας τα δικαιώματα του φύλου πάνω από ένα μπολ με σούπα-πατσά» προσπαθεί να αποδείξει ότι η σκεμπέ τσορμπά στη Βουλγαρία των κομμουνιστικών χρόνων ήταν μια σούπα «ουδετέρου γένους», που την έτρωγαν χωρίς κανέναν περιορισμό άντρες και γυναίκες, μέχρι να γίνει στο τέλος των '80s «αντρική υπόθεση» και να αρχίσει σιγά-σιγά να εξαφανίζεται από τις πόλεις, μαζί με τα πατσατζίδικα. Σήμερα, το φαγητό που τάιζε τους διανοούμενους, τους φοιτητές αλλά και τους μποέμ τύπους και τους παρίες τις δύο τελευταίες δεκαετίες του κομμουνιστικού καθεστώτος έχει δώσει τη θέση του στο μπέργκερ και την πίτσα και το βρίσκεις σε όλο και λιγότερα μέρη.
Για την ιστορία (γιατί πολύ αμφιβάλλω αν θα τολμήσει να τη δοκιμάσει κανείς): η shkembe chorba είναι πολύ ιδιαίτερη σούπα, πολύ πιο πλούσια από την ελληνική, γιατί είναι φτιαγμένη από πατσά βρασμένο σε γάλα, με αλεύρι, ξύδι από κόκκινο κρασί, μπόλικο σκόρδο, πάπρικα και καυτερή πιπεριά, μαζί με διάφορα αρωματικά (μαντζουράνα, δάφνη), ενώ σε κάποια μαγαζιά βάζουν και ντομάτα και τριμμένο τυρί Kashkaval.

Κατά τ' άλλα, η δωρεάν ξενάγηση στο κέντρο με την ομάδα των Free Sofia Tour είναι μια δίωρη βόλτα που αξίζει πραγματικά να κάνεις. Δεν είναι απαραίτητη η κράτηση, ο κόσμος συγκεντρώνεται μπροστά από το Δικαστικό Μέγαρο, εκεί που είναι τα αγάλματα των λιονταριών, χωρίζεται σε ομάδες με δικό της ξεναγό η κάθε μία και μετά τον ακολουθεί, ακούγοντας πληροφορίες και ιστορίες στα αγγλικά για σχεδόν όλα τα αξιοθέατα. Αν δεν έχεις πάει να γράψεις πτυχιακή για τη Σόφια, αυτά που θα σου πουν και θα δεις είναι υπεραρκετά. Τα τουρ ξεκινάνε στις 11 το πρωί, στις 2 το μεσημέρι και στις 6 το απόγευμα και γίνονται 365 μέρες το χρόνο, με όλες τις καιρικές συνθήκες.
Στη Σόφια τα ελληνικά είναι η δεύτερη πιο δημοφιλής γλώσσα κι οι Έλληνες αμέτρητοι, κυρίως Βορειοελλαδίτες που πάνε εκδρομή το Σαββατοκύριακο ή για ψώνια. Μία παρέα από τη Θεσσαλονίκη που έπινε καφέ δίπλα μας στο μαγαζί με την απροσδιόριστη διακόσμηση, λίγο ροκοκό και λίγο international style (και αποκαλούσε τη Σόφια στον πληθυντικό αριθμό και στο ουδέτερο γένος: «ΤΑ Σόφια»), ενθουσιάστηκε όταν άκουσε ότι μιλάγαμε ελληνικά και άρχισε να βγάζει επιφωνήματα στην άλλη άκρη της αίθουσας. Μία από τις κοπέλες, μάλιστα, ήρθε και μας είπε τον πόνο της, ότι δεν έβλεπε την ώρα να επιστρέψει στην πατρίδα, γιατί καλά και χρυσά τα Σόφια, αλλά ψυχρά και άχαρα, καμία σχέση με την όμορφη Θεσσαλονίκη. Μετά άρχισε να μας ρωτάει «πήγατε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής;» – «Όχι» – «Να πάτε!», «πήγατε στην εκκλησία την Μπογιάνα;» – «Όχι» – «Να πάτε!», «πήγατε στον καθεδρικό;». Εκεί είχαμε πάει, έτσι συνέχισε να απαριθμεί όλες τις εκκλησίες που είχαν πάρει σβάρνα με τη σειρά – δεν ήταν να απορείς γιατί έφευγαν από την πόλη με τις χειρότερες εντυπώσεις.

Τέλος πάντων, την Πρωτοχρονιά το πρωί, επειδή βρήκαμε το μαγαζί με την μεκίτσα κλειστό, μπήκαμε για λίγο στον ναό των Επτά Αγίων, την ώρα που κάποιος είχε πάθει αμόκ και έσπαγε τα μικρόφωνα και μετά άρχισε να κλοτσάει και να αναποδογυρίζει το τραπέζι με τις τυπωμένες προσευχές. Φύγαμε άρον-άρον και δεν ξαναπήγαμε σε εκκλησία.


Τον καθεδρικό ναό του Αλέξανδρου Νιέφσκι, ευτυχώς, είχαμε προλάβει και τον επισκεφτήκαμε την προηγούμενη μέρα, κι αυτό γιατί στο υπόγειό του εκτίθεται μια καταπληκτική συλλογή από εικόνες διαφόρων εποχών και τεχνοτροπιών – κάποιες αριστουργήματα. Ο συγκεκριμένος καθεδρικός είναι η πιο μεγάλος ναός των Βαλκανίων, χωράει 10 χιλιάδες άτομα, προφανώς όρθια και σε στάση προσοχής, γιατί δεν έχει καθόλου καθίσματα.


Η Σόφια έχει πολλή τέχνη να δεις, όρεξη να 'χεις, από τα σοβιετικά αγάλματα στις πλατείες και στους δρόμους (τα οποία είναι πολύ αγαπημένα μου, ειδικά αυτά που αποτελούν το Μνημείο του Σοβιετικού Στρατού και οι καλλιτέχνες-βάνδαλοι τα βάφουν συχνά με χρώματα) μέχρι τα σύγχρονα που είναι απίθανα – όπως αυτό που δείχνει μια γυναίκα που κάνει voguing κι ένα άλλο που από τα πλάγια φαίνεται ότι είναι κάποια που ζητιανεύει, αλλά ανφάς καταλαβαίνεις ότι έχει απλώσει τις χούφτες της και πίνει νερό. Κι όχι νερό ό,τι κι ό,τι, αλλά το φοβερό θεραπευτικό νερό της Σόφιας που βγαίνει ζεστό έξω από τα λουτρά (ένα πολύ όμορφο κίτρινο κτίριο νέο-βυζαντινής αρχιτεκτονικής διακοσμημένο με πολύχρωμα πλακάκια που σήμερα φιλοξενεί το ιστορικό μουσείο). Έχει κι άλλα αρκετά μουσεία, πιο πολλά από όσα περιμένεις, μοντέρνας τέχνης, σοσιαλιστικής τέχνης, φυσικής ιστορίας, γκαλερί με έργα ξένων καλλιτεχνών, άλλη μόνο με Βούλγαρων, εθνική πινακοθήκη, το παλάτι με τη συλλογή του τσάρου, πολλές μικρές γκαλερί αλλά και street art από κάθε εποχή (την οποία μπορείς να την δεις σε ξεχωριστό δωρεάν τουρ).

 

Στο μουσείο μοντέρνας τέχνης, που φιλοξενείται στο τεράστιο πρώην παλάτι κι έχει κυρίως έργα Βουλγάρων αλλά και πολλών Γάλλων καλλιτεχνών, ζωγράφων και γλυπτών, οι μόνοι επισκέπτες ήμασταν εμείς και άλλοι δυο νεαροί που ήταν επίσης Έλληνες, Θεσσαλονικείς και περαστικοί από την πόλη, που πήγαιναν να βρουν χιόνι για να κάνουν σκι. Από αυτούς μάθαμε για τα Σόδομα και Γόμορρα του Σαντάνσκι – ίσως τον πιο δημοφιλή προορισμό των Βορειοελλαδιτών στη Βουλγαρία, και όχι μόνο επειδή μπορείς να βάλεις πολύ φτηνά μασέλα ή να ψωνίσεις πάμφθηνες «μαϊμούδες». «Οι Θεσσαλονικείς πάνε εκεί για σεξοτουρισμό», μας είπαν, «μάλιστα, κάποτε, έφευγε πούλμαν από την παραλία μόνο με άντρες που έλεγαν στις γυναίκες τους ότι πάνε διήμερο στο Άγιο Όρος για να προσκυνήσουν και αυτοί πήγαιναν στο Σαντάνσκι για να γαμήσουν. Στην επιστροφή έβγαζε ο οδηγός πλαστικά μπουκαλάκια από το πορτ μπαγκάζ, τα μοίραζε στους ξεχαρμανιασμένους, τα γέμιζαν με νερό και τα πήγαιναν στις γυναίκες τους για αγιασμό».


Το μνημείο του Σοβιετικού Στρατού, το οποίο στήθηκε το 1954, για να τιμήσει τους Ρώσους στρατιώτες που σκοτώθηκαν βοηθώντας τους Βούλγαρους κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκεται σε ένα μεγάλο πάρκο όπου συχνάζει πιτσιρικαρία και είναι από τα πιο γνωστά skate spots της πόλης, με πίστες και μεγάλη άπλα για κόλπα. Το σημείο μαζεύει πολύ κόσμο από διάφορες υποκουλτούρες και είναι πολύ δημοφιλές στέκι για αντιδραστικούς τύπους κάθε είδους, οι οποίοι δεν φαίνεται να πολυσυμπαθούν τα γλυπτά που συνθέτουν το μνημείο, γιατί τα βανδαλίζουν με τέτοιο τρόπο που τα κάνει ακόμα πιο μεγάλο αξιοθέατο.

 

Το 2011 κάποιοι μετέτρεψαν τις πραγματικών διαστάσεων ανθρώπινες φιγούρες στην ανατολική πλευρά του μνημείου σε ήρωες της αμερικάνικης ποπ κουλτούρας (Σούπερμαν, Wonder Woman, Ronald McDonald) και Άγιο Βασίλη, βάφοντάς τες με τα αντίστοιχα χρώματα και γράφοντας από κάτω το σύνθημα «In Pace With Time». Από τότε τα έχουν καθαρίσει και τα έχουν ξαναβάψει αμέτρητες φορές – ροζ για να τιμήσουν την άνοιξη της Πράγας, με τα χρώματα της ουκρανικής σημαίας, τα έχουν βάψει γαλάζια, τους έχουν βάλει μουστάκια και μύτες κλόουν, τους έχουν βάλει κουκούλες όπως των Pussy Riot κι άλλα πολλά. Η βουλγάρικη κυβέρνηση –και ακόμα περισσότερο η ρώσικη– φρικάρει κάθε φορά που τα βανδαλίζουν αλλά είναι πολύ δύσκολο να τα διατηρήσουν εντελώς καθαρά, γιατί το σημείο συγκεντρώνει τόσο πολλή πιτσιρικαρία που είναι αδύνατο να την ελέγξουν. Δεκάδες νεαρά άτομα πηγαίνουν κάθε απόγευμα για να χαζέψουν τους σκέιτερς και τους BMX-άδες που κάνουν ακροβατικά στις ράμπες και τα σκαλιά του μνημείου, αλλά και να φάνε, να πιουν και να φλερτάρουν μέχρι αργά τη νύχτα.

 

 

Το πιο φωτογραφημένο σημείο της Σόφιας είναι το μάλλον άσχημο άγαλμα της Αγίας Σοφίας (ok, αν το δεις καναδυό φορές δεν σου φαίνεται και τόσο άσχημο) που στέκεται στα 20 μέτρα, εκεί που μέχρι το 1991 ήταν το άγαλμα του Λένιν, δίπλα στο σταθμό του μετρό Serdika. Το έφτιαξε ο γλύπτης Georgi Chapkanov από μπρούτζο και χαλκό και τοποθετήθηκε στο συγκεκριμένο σημείο το 2000. Στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με την Αγία Σοφία, είναι ένας συνδυασμός της αρχαίας Αθηνάς και της αρχαίας Σοφίας και η εκκλησία δεν ήθελε να συνδεθεί με κανέναν τρόπο μαζί της, επειδή θεώρησε το άγαλμα πολύ παγανιστικό και πολύ σέξι – κάποιοι λένε ότι αναπαριστά την σύζυγο ή την κόρη του δήμαρχου Stefan Sofiyanski.

 

Το ελληνικό στοιχείο είναι έντονο στη Σόφια γιατί πολλές επιχειρήσεις (πάνω από 15.000) έχουν δημιουργήσει θυγατρικές εταιρείες εκεί τα τελευταία χρόνια ή έχουν μεταφέρει την έδρα τους στη Βουλγαρία, λόγω του σταθερού οικονομικού περιβάλλοντος που παρέχει και της χαμηλής φορολογίας, αν και πολλές είναι εντελώς μούφα, χωρίς πραγματική επιχειρηματική δραστηριότητα. Ένας Βούλγαρος ταξιτζής που μίλαγε ελληνικά με έντονη κρητική προφορά (είχε μεγαλώσει στο Ηράκλειο) μας έδωσε και συμβουλές για το πώς μπορούμε πολύ εύκολα να ιδρύσουμε μια εικονική εταιρεία στη Σόφια, ενώ ταυτόχρονα μας πρότεινε να δούμε τα απομεινάρια της ρωμαϊκής εποχής που βρίσκονται κάτω από την πόλη και είναι επισκέψιμα. Η αλήθεια είναι ότι ο τρόπος που έχουν αναδείξει τα αρχαία τους είναι εντυπωσιακός, ωστόσο η ξεναγός που μας συνόδεψε στη βόλτα στο κέντρο παραπονιόταν συνεχώς για την κακοδιαχείριση και τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται με τα δημόσια κτίρια.

 

Την ημέρα την Πρωτοχρονιάς, λίγο πριν ξεκινήσει η ατελείωτη βόλτα στους δρόμους γύρω από την Rakovski και την Pirotska street –κι ενώ δεν βρήκαμε ανοιχτό ούτε ένα από τα μαγαζιά με το καταπληκτικό πρωινό που τρώγαμε τις προηγούμενες μέρες– πήγαμε στη Σιμενόβο, σε μια γειτονιά στα προάστια της Σόφιας, για να δούμε το σπίτι σαλιγκάρι, ένα υποτίθεται δυνατό hotspot και από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα, το οποίο δεν είχε ούτε ακουστά ο ταξιτζής που μας μετέφερε και έπρεπε να ψάξει στο GPS για να το βρει. Θα πρέπει να πήγαμε αρκετά βόρεια, γιατί όσο πλησιάζαμε στο χίπικο κτίριο με τα πέντε πατώματα, το χιόνι σκέπαζε τα πάντα.

 

Το γιγαντιαίο σαλιγκάρι που είναι βαμμένο στα χρώματα του ουράνιου τόξου και δεν έχει ούτε μία γωνία, ούτε μία άκρη, ούτε έναν ίσιο τοίχο, κατοικείται κανονικά κι ας μοιάζει με τεράστιο παιδικό παιχνίδι ή με μουσείο αλλόκοτων εκθεμάτων. Η πόρτα του είναι το στόμα του σαλιγκαριού και όταν ανοίγει και τη διαπερνάς, μοιάζει σαν να σε καταπίνει, η καμινάδα είναι μια τεράστια μέλισσα και οι κεραίες είναι αλεξικέραυνα, τα μάτια αγωγοί εξαερισμού και τα καλοριφέρ είναι μεταμφιεσμένα σε βατράχια, πασχαλίτσες και κολοκύθες. Η έκπληξη του ταξιτζή όταν το αντίκρισε ήταν όλα τα λεφτά. Θα πρέπει να τον εντυπωσίασε τρελά, γιατί ανέβηκε στον απέναντι λόφο και μέχρι να φύγουμε δεν σταμάτησε να βγάζει σέλφι.

 

Όσο ασυνήθιστο και να είναι το σπίτι σαλιγκάρι, το πιο περίεργο θέαμα που θα δεις ως πρωτάρης στη Σόφια είναι τα klek, τα μαγαζάκια που βρίσκονται παντού διασκορπισμένα κατά μήκος των δρόμων και είναι τόσο χαμηλά που πρέπει να σκύψεις για να ψωνίσεις τσιγάρα, μπίρα ή ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Η λέξη «klek» στα βουλγάρικα σημαίνει «οκλαδόν» και τα klek μαγαζιά είναι «αυτά που πρέπει να γονατίζεις για να ψωνίσεις», επειδή είναι υπόγεια κι ημιυπόγεια, και βρίσκονται πολύ χαμηλά, κοντά στο επίπεδο του δρόμου. Ως εικόνα είναι μοναδική, κι επειδή φαίνονται τόσο άβολα για κάποιον ξένο, συνήθως τα προσπερνάει χωρίς να ψωνίσει (οι Γιαπωνέζοι πριν από μερικά χρόνια έκαναν ολόκληρο ρεπορτάζ για τα klek της Σόφιας, αναφέροντάς τα ως «τα ψιλικατζίδικα που δεν μοιάζουν με κανένα άλλο μαγαζί, οπουδήποτε στον κόσμο»).


Η ιστορία των klek δεν είναι και τόσο παλιά, ξεκινάει μετά την πτώση του κομμουνισμού στη Βουλγαρία το 1989, όταν άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα ιδιωτικά μαγαζιά, μέχρι τότε όλες οι επιχειρήσεις ανήκαν στο κράτος. Τα πρώτα χρόνια η βουλγάρικη κοινωνία ήταν σε μεγάλο σοκ λόγω των μεγάλων αλλαγών και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση ήταν δύσκολες και ασαφείς, έτσι οι άνθρωποι έπρεπε να επινοήσουν δημιουργικούς τρόπους για να τα βγάλουν πέρα. Κάπως έτσι προέκυψαν τα πρώτα klek, από ανθρώπους που είχαν στην ιδιοκτησία τους υπόγεια στο επίπεδο του δρόμου – τα γέμισαν με τσιγάρα και αλκοόλ και άνοιξαν ένα παραθυράκι για να μπορούν να τα πωλούν. Το κεφάλι του πωλητή ήταν στο επίπεδο που ήταν τα παπούτσια του πελάτη, αλλά κανένας δεν το έβρισκε ενοχλητικό, σημασία είχε ότι δεν πλήρωνε ενοίκιο για το μαγαζί και ό,τι και να έβγαζε ήταν κέρδος.


Ακόμη και σήμερα που η Βουλγαρία είναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η οικονομική κατάσταση στη χώρα έχει αλλάξει, εξακολουθούν να ανοίγουν klek, έτσι το κέντρο είναι γεμάτο από ψιλικατζίδικα που εκ πρώτοις νομίζεις ότι απευθύνονται σε hobbit. Βέβαια, σήμερα τα klek έχουν γίνει όπως ήταν τα αθηναϊκά περίπτερα τις μέρες τις δόξας τους, σαν μικρά σούπερ μάρκετ που πουλούσαν σχεδόν τα πάντα. Κάποια klek έχουν ακόμα και τσαγκάρικα που σου γυαλίζουν τα παπούτσια και επισκευάζουν το σπασμένο τακούνι. Η εικόνα των φωτισμένων προσώπων των πωλητών στα klek που τους δίνει μια υποκίτρινη απόχρωση αργά τη νύχτα και τα κάνει να μοιάζουν σαν πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ είναι μία πολύ ξεχωριστή εικόνα που παίρνεις μαζί σου όταν αποχαιρετήσεις τη Σόφια. Για να πω την αλήθεια, μπορεί να μην έχει το γοητευτικό χάος που έχει η Θεσσαλονίκη, τις ανηφόρες, τα κάστρα, και (κυρίως) την παραλία, αλλά είναι μία εξίσου όμορφη και ζωντανή πόλη. Ελπίζω η Σαλονικιά που δεν έβλεπε στην ώρα να γυρίσει στην πατρίδα και να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της, να με συγχωρέσει για τη σύγκριση...

 

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου