ΣΥΧΝΑ ΟΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ γύρω από την υγεία εξαντλούνται σε αριθμούς, ποσοστά και ελλείψεις. Όμως πώς είναι, πραγματικά, να ξαναρχίζει η ζωή; Να βιώνεις κάτι καθημερινό και αγαπημένο σαν να συμβαίνει για πρώτη φορά; Και μάλιστα χάρη σε ανθρώπους που εμπιστεύτηκαν την ιατρική και πρόσφεραν ένα κομμάτι από τον εαυτό τους; Οι ιστορίες δύο γυναικών, της Δήμητρας Ντίλιου και της Αθανασίας Παπαρήγα, υπενθυμίζουν ότι πίσω από κάθε μεταμόσχευση δεν κρύβεται μόνο η πρόοδος της επιστήμης. Κρύβεται χρόνος που παγώνει, οικογένειες που κρατούν την ανάσα τους, σώματα που ξεπερνούν τα δικά τους όρια και ψυχές και μαθαίνουν ξανά τον ρυθμό της ζωής.
Η εμπειρία και των δύο μοιάζει με μια αργή επιστροφή στο φως: ένα τηλεφώνημα που μπορεί να ανατρέψει έναν ολόκληρο κόσμο, ένα φιλί που δίνεται σαν να είναι το πρώτο, μια πεταλιά σε έναν γνώριμο δρόμο της γειτονιάς που γίνεται απόδειξη ότι το σώμα θυμάται. Μια καθημερινότητα που στήνεται ξανά, κομμάτι-κομμάτι, μέσα από μικρές, αλλά καθοριστικές χειρονομίες.
«Δεν πήγα μακριά, αλλά ένιωσα τον αέρα στο πρόσωπό μου και σκέφτηκα "ναι, γύρισα". Δεν ήταν για τη διαδρομή, ήταν για την αίσθηση. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ξανά ελεύθερη, σαν να πήρε το σώμα μου πίσω τη θέση του στη ζωή».
Και στις δύο περιπτώσεις, η πραγματική ιστορία δεν είναι μόνο η μεταμόσχευση. Είναι οι άνθρωποι που στάθηκαν γύρω τους, οι φόβοι και οι ενοχές, οι ήσυχες νίκες και εκείνες οι στιγμές που η ευγνωμοσύνη ξεπερνούσε οτιδήποτε άλλο. Είναι, επίσης, η επίγνωση πως για να αρχίσει η δική τους δεύτερη ζωή, μια άλλη οικογένεια βρέθηκε στη σκοτεινή πλευρά της απώλειας.
Σε μια χώρα που εξακολουθεί να αναζητά τον τρόπο να μιλήσει ανοιχτά για τη δωρεά οργάνων, η καμπάνια του Ιδρύματος Ωνάση, υπό την επιστημονική αιγίδα του Ελληνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων και του Ωνάσειου Νοσοκομείου, έρχεται να ανοίξει έναν διάλογο που μας αφορά όλους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι ιστορίες της Δήμητρας και της Αθανασίας αποκτούν ιδιαίτερο βάρος και συναίσθημα: δεν φωτίζουν μόνο τη δική τους πορεία αλλά και το πόσα μπορούν να αλλάξουν για καθέναν από εμάς.
Η στιγμή που ξαναρχίζει η ζωή - Η ιστορία της Δήμητρας
Τη μέρα που χτύπησε το τηλέφωνο, η Δήμητρα Ντίλιου θυμάται πως για λίγα δευτερόλεπτα δεν μπόρεσε να μιλήσει. «Ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος», μου λέει σήμερα. Το νέο ότι βρέθηκε μόσχευμα δεν έφερε ούτε καθαρή χαρά ούτε φόβος. Ήταν όλα μαζί, ένα κύμα που σε διαπερνά πριν προλάβεις να το ονοματίσεις. Ανακούφιση, ευγνωμοσύνη αλλά και ένα βάρος, ένα λεπτό νήμα συνείδησης, γιατί, όπως υποστηρίζει: «Ήξερα πως για να ζήσω εγώ, κάποιος άλλος είχε φύγει». Επομένως, ήταν μια στιγμή, λέει, που δεν θα ξεχάσει ποτέ: «Ένιωσα ότι η ζωή μου ξαναρχίζει, αλλά με έναν τρόπο πιο συνειδητό, πιο ταπεινό».
Η επιστροφή στη ζωή ήρθε μέσω μιας διαδρομής με ποδήλατο. Όχι καν διαδρομή, μερικά μέτρα, δυο-τρεις πεταλιές. «Θυμάμαι την πρώτη φορά που ξαναπήρα το ποδήλατο», αφηγείται. «Δεν πήγα μακριά, αλλά ένιωσα τον αέρα στο πρόσωπό μου και σκέφτηκα "ναι, γύρισα". Δεν ήταν για τη διαδρομή, ήταν για την αίσθηση. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ξανά ελεύθερη, σαν να πήρε το σώμα μου πίσω τη θέση του στη ζωή».
Από τότε, η δότρια είναι παρούσα μέσα της σαν κάτι αθόρυβο, αλλά σταθερό. «Τη νιώθω μαζί μου κάθε μέρα», προσθέτει. Και συνεχίζει: «Είναι σαν μια σιωπηλή παρουσία μέσα μου, μια υπενθύμιση ότι η ζωή συνεχίζεται και μπορεί να περάσει από άνθρωπο σε άνθρωπο». Δεν την κουβαλάει με θλίψη αλλά με ευγνωμοσύνη. «Όταν κάνω κάτι που αγαπώ, όταν γελάω, όταν μπορώ να είμαι δίπλα στους ανθρώπους μου, νιώθω ότι με κάποιον τρόπο το ζούμε μαζί. Είναι μια μορφή συνύπαρξης που δεν φαίνεται, αλλά υπάρχει παντού μέσα μου», αναφέρει.
Αν υπάρχει κάτι που φοβάται να ξεχάσει από την περίοδο πριν από τη μεταμόσχευση δεν είναι ένα γεγονός αλλά ένα συναίσθημα: εκείνη την απόλυτη ευθραυστότητα που σε διαμορφώνει χωρίς φωνές, χωρίς δηλώσεις.
Ιστορίες δεύτερης πρώτης φοράς | Η ιστορία της Δήμητρας
«Νομίζω πως αυτό που φοβάμαι περισσότερο μήπως ξεχάσω είναι το πώς ένιωθα τότε», δηλώνει. Και συμπληρώνει: «Τη δυσκολία, τον φόβο αλλά και τη δύναμη που δεν ήξερα ότι είχα. Εκείνη την αίσθηση της απόλυτης ευθραυστότητας, το πώς κάθε ανάσα, κάθε μέρα, είχε βάρος και σημασία». Οι μέρες εκείνες, όσο σκοτεινές κι αν ήταν, της έδωσαν κάτι που δεν θέλει να χάσει: «Με έμαθαν τι σημαίνει υπομονή, τι σημαίνει φόβος, αλλά και τι σημαίνει ελπίδα όταν όλα γύρω μοιάζουν αβέβαια. Έμαθα να εκτιμώ πράγματα που πριν θεωρούσα δεδομένα, όπως το να ξυπνάω το πρωί και να μπορώ απλώς να αναπνέω. Δεν θέλω να ξεχάσω τον άνθρωπο που ήμουν τότε, ούτε εκείνους που στάθηκαν δίπλα μου. Θέλω να θυμάμαι την αδυναμία μου, γιατί μέσα από αυτή γεννήθηκε η δύναμη που έχω σήμερα. Η μεταμόσχευση μου χάρισε ζωή, αλλά οι μέρες πριν από αυτή μου χάρισαν επίγνωση».
Γι’ αυτό και η συμμετοχή της στην καμπάνια της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση δεν ήταν για εκείνη μια παρουσίαση ή απλώς μια δημόσια εμφάνιση. Ήταν μια πράξη ουσίας. «Νιώθω μεγάλη συγκίνηση και ευγνωμοσύνη», τονίζει και λίγο πριν την αποχαιρετήσω καταλήγει: «Μέσα από αυτήν τη δράση μπορώ να μοιραστώ την εμπειρία μου και ίσως να αγγίξω κάποιον που διστάζει ή δεν έχει σκεφτεί ποτέ τη σημασία της δωρεάς οργάνων».
Αν η δική της ιστορία καταφέρει να παρακινήσει έστω και έναν άνθρωπο να γίνει δότης «θα είναι το πιο όμορφο δώρο». Για τη Δήμητρα, αυτός είναι και ένας τρόπος να τιμήσει τη δότριά της: «Να δώσω κι εγώ με τον δικό μου τρόπο κάτι πίσω στη ζωή», υποστηρίζει.
Μια ζωή που κράτησε ως την επιστροφή της – Η ιστορία της Αθανασίας
Όταν η Αθανασία Παπαρήγα έμαθε πως η εγκυμοσύνη της έκρυβε έναν σοβαρό κίνδυνο για τη δική της υγεία, η πρώτη της αντίδραση δεν ήταν ο πανικός. Ήταν κάτι πιο σύνθετο, πιο ανθρώπινο: μια προσπάθεια να μην παραδεχτεί ότι τα πράγματα μπορεί να μην εξελιχθούν καλά. «Ίσως μια μορφή άρνησης», εξηγεί σήμερα στην κουβέντα μας. «Ένας μηχανισμός άμυνας. Ένα κομμάτι άγνοιας και ένα ένστικτο επιβίωσης που σε κάνει να κρατάς γερά μέχρι να γεννηθεί το παιδί», θα πει.
Την περίοδο εκείνη, η συνειδητοποίηση της σοβαρότητας της κατάστασης άργησε. Η προσμονή για τη νέα ζωή έσπρωχνε τον φόβο στο περιθώριο. «Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να γεννηθεί το μωρό υγιές. Μετά δεν έχεις χρόνο να ασχοληθείς με τα δικά σου προβλήματα, έχεις ένα βρέφος που χρειάζεται τη μητέρα του. Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν τόσο γεμάτοι χαρά, που όλα τα υπόλοιπα έμοιαζαν μικρά», επισημαίνει.
Η πραγματικότητα, όμως, της αιμοκάθαρσης δεν μικραίνει ποτέ. Είναι μια μακρά διαδικασία που απαιτεί πειθαρχία, αντοχή και αφοσίωση. Η Αθανασία την περιγράφει με ακρίβεια: τις συνεχείς παρακεντήσεις στη φίστουλα, τα υποτασικά και υπερτασικά επεισόδια, τις υπογλυκαιμίες, τη ναυτία, τη ζάλη που την ακολουθούσε μετά από κάθε συνεδρία. «Και το αίσθημα της κακουχίας. Δεν φεύγει εύκολα. Το σώμα σου δουλεύει στα όριά του», λέει.
Αλλά αυτό που τη δυσκόλεψε περισσότερο δεν ήταν ο πόνος αλλά η αίσθηση περιορισμού. «Το χειρότερο είναι η στέρηση της ελευθερίας σου. Να ξέρεις ότι κάθε δύο μέρες θα είσαι εκεί, συνδεδεμένη με ένα μηχάνημα για τέσσερις ή πέντε ώρες. Στις αργίες, στα Χριστούγεννα, στα καλοκαίρια που δεν πήγες πουθενά», αφηγείται. Σε μια μονάδα με δέκα ή δεκαπέντε ασθενείς, ο χώρος γίνεται αναγκαστικά μια δεύτερη οικογένεια. «Κι αν για σένα μια μέρα είναι καλή, δεν σημαίνει ότι είναι και για τον διπλανό σου. Αυτό σε καταβάλλει. Βλέπεις ανθρώπους να παλεύουν, να κουράζονται, να φοβούνται», υπογραμμίζει.
Κάποια στιγμή, η ψυχική πίεση έγινε τόσο έντονη ώστε «η κατάθλιψη τής χτύπησε την πόρτα», όπως λέει η ίδια. «Αλλά δεν την άφησα να μπει. Έδωσα στον εαυτό μου μια υπόσχεση: ότι δεν θα το βάλω κάτω», εξομολογείται.
Αυτό που τελικά την κράτησε όρθια ήταν η ελπίδα της μεταμόσχευσης, η ιδέα ότι, ακόμα κι αν όλα φαίνονταν στάσιμα, κάτι στο βάθος παρέμενε ζωντανό. Και μια βαθύτερη ανάγκη: να μην αφήσει τη ζωή να της ξεφύγει. Να τη γευτεί, όσο κι αν πονούσε, «μέχρι τέλους».
Ιστορίες δεύτερης πρώτης φοράς | Η ιστορία της Αθανασίας
Σε όλη αυτήν τη διαδρομή ο σύζυγός της στάθηκε δίπλα της, όχι απλώς ως σύντροφος αλλά και ως φροντιστής. Παρών σε κάθε κρίση, σε κάθε δύσκολη συνεδρία, στις στιγμές που γύριζε στο σπίτι με ναυτία ή μέσα στα αίματα. «Αυτά δεν τα μοιράζεσαι εύκολα με άλλους. Ούτε με φίλους. Υπάρχει ντροπή, υπάρχει αξιοπρέπεια, κι υπάρχει και η αμηχανία των άλλων όταν δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν. Εκείνος, όμως, ήταν πάντα εκεί», δηλώνει.
Η εικόνα που της έχει μείνει χαραγμένη δεν είναι θεαματική. Είναι απλή, σχεδόν ταπεινή: «Να γυρνάω εξαντλημένη, ζαλισμένη, και να έχει στρώσει τραπέζι, να έχει μαγειρέψει το αγαπημένο μου φαγητό. Αυτά δεν τα ξεχνάς», θυμίζει.
Όταν ήρθε η μεταμόσχευση, ο κόσμος τους άλλαξε αθόρυβα. Το «δεύτερο πρώτο φιλί» μετά το χειρουργείο δεν ήταν απλώς μια στιγμή τρυφερότητας· ήταν μια επιβεβαίωση της διαδρομής τους. «Μου θύμισε όλο τον κόπο που έκανε, την αγάπη με την οποία με στήριξε, το πώς σηκώσαμε αυτήν τη διαδρομή μαζί. Ο δεσμός μας έγινε άρρηκτος μέσα από αυτή την εμπειρία. Και τώρα, όλα όσα στερηθήκαμε, μπορούμε επιτέλους να τα ζήσουμε. Να ταξιδέψουμε, να κάνουμε σχέδια χωρίς φόβο», λέει.
Όταν μιλά για τη συμμετοχή της στην καμπάνια της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, το βλέμμα της φωτίζεται: Και καταλήγει: «Νιώθω χαρά και ελπίδα. Θέλω οι άνθρωποι να ακούσουν τι σημαίνει πραγματικά μια δεύτερη ευκαιρία. Τι σημαίνει να ξαναβρίσκεις την ελευθερία σου. Να μη χρειάζεται να μετράς το νερό που πίνεις. Αν κάποιος δει την ιστορία μου και σκεφτεί έστω για πρώτη φορά τη δωρεά οργάνων, τότε άξιζε».
Οι ιστορίες της Δήμητρας και της Αθανασίας δεν είναι απλώς αφηγήσεις επιβίωσης. Είναι δύο παράλληλες διαδρομές που συναντιούνται σε ένα κοινό σημείο: στη βαθιά επίγνωση ότι η ζωή, ακόμα και όταν μοιάζει να σταματά, βρίσκει τρόπους να επιστρέφει. Όχι θορυβωδώς, ούτε με χειροκροτήματα, αλλά μέσα από μικρές στιγμές που μοιάζουν με καθημερινά θαύματα: μια ανάσα χωρίς πόνο, ένα πιάτο ζεστό φαγητό που σε περιμένει στο τραπέζι, μια βόλτα δίχως φόβο, ένα φιλί που αποκτά ξανά νόημα.
Και οι δύο γνωρίζουν ότι πίσω από τη δική τους αναγέννηση βρίσκεται η ανώνυμη πράξη ενός ανθρώπου που δεν θα συναντήσουν ποτέ. Ανήκουν σε εκείνες τις αληθινές ιστορίες ζωών που ξεκίνησαν ξανά. Η σκέψη αυτή δεν τις βαραίνει αλλά τις διαμορφώνει. Τις κάνει να κουβαλούν την ευγνωμοσύνη όχι ως χρέος αλλά ως τρόπο ζωής. Να στέκονται πιο προσεκτικά απέναντι στον χρόνο, απέναντι στους δικούς τους ανθρώπους, στην ιδέα της δεύτερης ευκαιρίας.
Η συμμετοχή τους στην καμπάνια της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση γίνεται έτσι κάτι περισσότερο από δημόσια κατάθεση: είναι ένας τρόπος να επιστρέψουν, με τον δικό τους τρόπο, ένα κομμάτι της ζωής που τους δόθηκε. Να μιλήσουν για όσα ο κόσμος δεν βλέπει, για όσα δεν χωρούν σε ιατρικούς όρους ή στατιστικές. Να δείξουν ότι η δωρεά οργάνων δεν είναι μια τεχνική πράξη αλλά μια πράξη μετάβασης, όπου η απώλεια ενός ανθρώπου χαρίζει διάρκεια στον χρόνο κάποιου άλλου.
Και ίσως αυτό είναι το πραγματικό κοινό τους μήνυμα: ότι η ζωή δεν γυρίζει ποτέ ακριβώς εκεί που ήταν, γίνεται όμως κάτι πιο βαθύ, πιο συνειδητό, πιο δικό σου. Και πως, μερικές φορές, δύο νέες αρχές μπορούν να γεννηθούν μέσα από μία και μόνο γενναία πράξη. Κι ας μην ξεχνάμε, όπως τονίζει η καμπάνια του Ιδρύματος Ωνάση, ότι «μέσα από τη δωρεά οργάνων εξασφαλίζουμε ότι περισσότεροι άνθρωποι θα επιστρέψουν στη ζωή τους και σε όσα αγαπάνε».