Ρόδος - Για την Τσαμπίκα

Ρόδος - Για την Τσαμπίκα Facebook Twitter
1
Ρόδος - Για την Τσαμπίκα Facebook Twitter

Δεν ξέρω ποιο αόρατο χέρι μ' έβαλε φέτος στο καράβι για Ρόδο. Τόσα καλοκαίρια αποφεύγω αυτό το ταξίδι. Στα μισά της διαδρομής άφησα τη γυναίκα και την κόρη μου στην καμπίνα κι ανέβηκα στο κατάστρωμα. Η αλμύρα του αέρα νότισε την ψυχή μου.

Κοίταξα πίσω. Πάνε είκοσι χρόνια. Είχα μόλις τελειώσει το Πολυτεχνείο κι ήμουν στεγνός από χρήμα. Ένας συμφοιτητής μου, ο Μιχάλης, από «τ' Αφάντου» της Ρόδου, είπε ότι ζητούσαν χέρια στο μπαρ όπου δούλευε εκείνος τρία καλοκαίρια στη σειρά. Τη δουλειά πίσω από την μπάρα δεν την ήξερα. Με διαβεβαίωσε ότι δεν είχε σημασία. Λάντζα θα πήγαινα. Γρήγορα κατάλαβα πως είχε δίκιο. Μόνο ένας ήξερε τη δουλειά. Οι άλλοι ήμασταν λίγο-πολύ τυχαία εκεί. Κάναμε το χαμαλίκι, ενώ όταν πλάκωνε κόσμος βάζαμε και καμιά βότκα πορτοκάλι.

Δεν θα ξεχάσω το σοκ όταν πρωτοείδα το δωμάτιο που θα μοιραζόμασταν. Ήταν στενόχωρο και μύριζε υγρασία. «Δεν ήρθαμε για διακοπές», είπε ο Μιχάλης, «Για έναν ύπνο είναι. Κι αυτό παίζεται. Θα έχεις και τα τυχερά σου. Χαμός γίνεται στο μαγαζί». Θυμάμαι ακόμα το συνωμοτικό του ύφος. Η δουλειά ήταν σκληρή, ενώ το συνεχές «παιχνίδι» με τις Βορειοευρωπαίες τουρίστριες με άφηνε αδιάφορο. Ίσως γιατί με το που έφτασα στο νησί έδεσα στα γκρίζα μάτια της Αναστασίας.

Ήταν μικροκαμωμένη, με σκούρα επιδερμίδα και αντιθέσεις που με κέρδισαν. Η συστολή στα μάτια της δεν κατάφερνε να σβήσει τη σπίθα που λάτρεψα. Ατίθαση και τολμηρή, έχτιζε όνειρα για άλλες θάλασσες, ενώ υπέμενε αδιαμαρτύρητα τη ζωή που την κράταγε στο νησί. Η οικογένειά της ήταν από τον Αρχάγγελο. Την είχαν τάξει και τη φώναζαν Τσαμπίκα, που για τους ντόπιους σημαίνει σπίθα, από το άκτιστο φως της Παναγιάς. Τα τρία αγόρια είχαν απλώσει τις δουλειές της οικογένειας τόσο στη Ρόδο όσο και στην Κω. Ο μικρότερος έτρεχε το μπαρ στην Παλιά Πόλη, όπου δούλευα εγώ. Οι ντόπιοι λένε ότι ο καλύτερος Αρχαγγελίτης έχει σκοτώσει τη μάνα του. Κι εγώ βρήκα να ερωτευτώ την αδερφή τριών από δαύτους.
Η Τσαμπίκα δούλευε στο μαγαζί με τις γούνες, στη Σωκράτους, στην Παλιά Πόλη. Εκεί κουμάντο έκανε ο μεγαλύτερος αδερφός, γνωστός στην πιάτσα ως Φτερούγας. Τον έλεγαν έτσι γιατί έκλεινε γρήγορα την πώληση, «στο φτερό». Εκείνη φρόντιζε τα πάντα χωρίς να φαίνεται. Από την πρώτη κιόλας φορά που βρεθήκαμε μόνοι κατάλαβα ότι απλώς τσούλαγε τη ζωή της στο νησί. «Οι περισσότεροι τουρίστες είναι Αυστριακοί και Γερμανοί. Τους βάζουν στο μαγαζί οι "κράχτες". Τους κερνάμε ούζο με πορτοκαλάδα. Αυτό κάνω εγώ. Δεν ξέρω τη γλώσσα. Μόνο κερνάω "ouzo mit orangensaft". Μετά "καθαρίζουν" οι πωλητές».
Βλεπόμασταν κρυφά –όποτε τα δύσκολα ωράριά μας το επέτρεπαν– συνήθως στον λόφο του Μόντε Σμιθ, με τη Ρόδο να απλώνεται όπου πιάνει το μάτι. Ρισκάραμε κι οι δυο για να ανταμώσουμε κάθε φορά. Κι αυτό κράταγε λίγο, όσο χώραγε ένα φιλί και μια αγκαλιά.

Παραμονές Δεκαπενταύγουστου τ' αδέρφια της έφυγαν για δουλειά στην Κω. Δεν θα ξεχάσω τη μία και μοναδική συνάντησή μας στη Λίνδο. Έφτασα αργά το απόγευμα, όπως είχαμε πει, και την περίμενα. Η ώρα που περνούσε μέχρι να φανεί τάιζε την ανησυχία μου. Ίσως να μην ήταν καλή ιδέα αυτή η συνάντηση. Έριχνα κλεφτές ματιές γύρω μου μήπως δω εκείνη ή κανέναν γνωστό για να τον αποφύγω. Άφησα το παπαγαλί φιατάκι μου στις Κολόνες, σε μία από τις εισόδους της Παλιάς Πόλης, να βγάζει μάτι. Ο Μιχάλης μού δάνεισε το παπάκι του, ευτυχώς χωρίς να ζητήσει πολλές εξηγήσεις. Από το μπαρ έφυγα σκαστός. Ο Μιχάλης φώναζε ότι τον κρέμασα. Εναλλακτικές δεν υπήρχαν. Μια φορά, φρέσκος ακόμα, ψέλλισα τη λέξη ρεπό κι η απάντηση ήρθε χωρίς να σηκώνει αντίλογο: «Πάνω στη σεζόν δεν δικαιούσαι ούτε να πεθάνεις».

Μετρούσα γεμάτους δύο μήνες στο νησί, όσους σχεδόν μετρούσε κι η γνωριμία μου με την Αναστασία, και κανείς δεν ήξερε για τους δυο μας. Δεν εμπιστευόμουν κανέναν.

Η ζέστη, αφόρητη, έμπαζε από παντού στα στενά σοκάκια της Λίνδου. Η Αναστασία ήρθε λίγο πριν πέσει ο ήλιος. Περπατήσαμε πλάι-πλάι χωμένοι στα άσπρα σπίτια. Με την Ακρόπολη να μας κοιτά από ψηλά και τη θάλασσα να μας περιμένει, έκλεβα στιγμές, ενώ την άγγιζα φευγαλέα στο χέρι. Θυμάμαι τον χτύπο της καρδιάς μου καθώς έπεφτε το σκοτάδι.

Μείναμε στην παραλία ως το ξημέρωμα. Με μόνο μάρτυρα το φεγγάρι χορτάσαμε ο ένας τον άλλον με χίλιους τρόπους. Δεν ήθελα να τελειώσει εκείνη η νύχτα. Το πρωί γυρίσαμε χωριστά. Η αγωνία της ήταν να προσέχω τον δρόμο στην επιστροφή.

Δύο μέρες μετά, ανήμερα της Παναγίας, το νέο ήρθε σαν μαχαιριά. Επέστρεφαν με τον αδερφό της μεσάνυχτα από το πανηγύρι στην Ιαλυσό. Έχασε, είπαν για εκείνον, τον έλεγχο της μηχανής. Η Τσαμπίκα μου έσβησε. Έμεινα στο νησί, σκιά του εαυτού μου, ως το τέλος του καλοκαιριού. Δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα κανείς.
Εκείνο το καλοκαίρι έμαθα ότι η αγάπη δεν τελειώνει, ούτε λυγίζει, ούτε χάνεται. Επιπλέον, δεν αφορά κανέναν άλλον. Στο μέρος της καρδιάς όπου έγραψε μια αγάπη δεν μπορεί να ξαναγράψει κανείς.

Διάφορα
1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

σχόλια

1 σχόλια