Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν την Τρίτη 12 Μαρτίου (18:00-22:00) παρουσία του καλλιτέχνη.Ο ιστορικός τέχνης Μάνος Στεφανίδης αναφέρει:

 

«Στο πένθος μας χαρούμενοι. Κι ενώ κοιτάζουμε κατάματα την ιστορία. Δηλαδή την ανθρώπινη μοίρα. Να ένας πιθανός ορισμός της τέχνης. Από την άλλη όσο αφηγούμαστε, όσο ζωγραφίζουμε τον κόσμο, τόσο ο κόσμος παύει να είναι πια τόσο ακατανόητος. Η ευλογία της τέχνης.

 

Ο ζωγράφος Απόστολος Χαντζαράς διαθέτει κάτι πολύ σπουδαίο: την αδιαμεσολάβητη και πρωτογενή του σχέση με τον αρχαίο Μύθο. Σαν να μην έχουν διαρρεύσει χιλιετίες ολόκληρες, ο ζωγράφος αφηγείται τις πανάρχαιες ιστορίες σαν να τις ψιθύρισε χτες το βράδυ στο αυτί του ο παππούς Όμηρος. Σαν να είναι δικές του αποκλειστικά. Θαύμα. Λίγοι καλλιτέχνες στο παγκόσμιο στερέωμα διεκδίκησαν κάτι ανάλογο. Ο Cy Twombly είναι ένα παράδειγμα.

 

Ο Χαντζαράς επίσης δεν φοβάται να τοποθετεί πολλά πρόσωπα στα έργα του αλλά και σώματα που ασφυκτιούν στα στενά πλαίσια ενός πίνακα έτσι ώστε ο χώρος να κυριαρχείται από τις φιγούρες και να διαχέονται έτσι οι ρόλοι. Επειδή στη ζωγραφική του Αποστόλου το θέατρο και ο μύθος του έμμεσα ή άμεσα πρωταγωνιστούν. Έχουμε λοιπόν θεούς, ήρωες, ημίθεους, θνητούς, άλογα που κλαίνε και πλοία που μιλάνε, που ταξιδεύουν συνέχεια χωρίς να κουράζονται καθώς η ζωγραφική τα κάνει όλα αθάνατα.

 

Όπως εξάλλου τα σώματα και τα πρόσωπα.

 

Από την άλλη ο ζωγράφος παρατηρεί τον εαυτό του μέσα από το έργο και οι θεατές βλέποντας δοκιμάζονται ως προς τα όρια της δικής τους οπτικής τους δυνατότητας. Τί καταλαβαίνουμε τελικά όταν κοιτάμε μια ζωγραφιά;  Φαρδιές πινελιές, τυπώματα, λαζούρες, σφουγγίσματα, επικολλήσεις, γραφές, αποθέωση της εικόνας και ψυχές που αδημονούν σε χώρους πηχτούς από την αποφορά της ζωής. Ή, τη λάμψη του μύθου... Διαφάνειες, μαύρα, γκρίζα, παιχνίδια με λευκά ή κόκκινα. Κάπως έτσι προχωράει η τέχνη καθώς τα ζωγραφισμένα πρόσωπα δεν πεθαίνουν ποτέ αφού τα προστατεύει η τρομερή Γιαγιά  ζωγραφική. Η μήτρα κάθε εικόνας. Από το θέατρο και την φωτογραφία ως το σινεμά και το βίντεο. Αυτή, η ζωγραφική δανείζει σε θεούς και ήρωες τα πρόσωπα των ανθρώπων, τάχα μου για να τα σώσει από τη φθορά. Που ντύνει με άσεμνα,  δηλαδή με αιώνια χρώματα το πένθος της θνητότητας. Που καταπραΰνει τον πόνο και την έλλειψη μέσα ακριβώς από τον πόνο και την έλλειψη. Επειδή για να γεννηθεί κάτι στην τέχνη, πρέπει απαραιτήτως να πεθάνει κάτι άλλο. Πάντα μια Ιφιγένεια να ανεβαίνει στο βωμό, πάντα ένα μαχαίρι να σπιθίζει στον ήλιο, πάντα ο Αίας να πέφτει πάνω στο σπαθί του, πάντα να θρηνούν για το χαμό του αγαπημένου τους τα άλογα του Αχιλλέα. Πώς αλλιώς;

 

ΥΓ.  Κι ο Χριστός όταν μετέτρεψε το νερό σε κρασί, περισσότερο από θαύμα έκανε μια πράξη ζωγραφικής. Επειδή αναζητούσε το ιδανικό κόκκινο...Μην ξεχνάτε: όσο επιμένουμε ν' ζωγραφίζουμε τον κόσμο, τόσο ο κόσμος γίνεται λιγότερο σκοτεινός. Παύει να είναι ακατανόητος. Και τότε το κόκκινο γίνεται το χρώμα του...»