Πηγαίνω στη θάλασσα
Δεν θέλω να περπατήσω, να κολυμπήσω θέλω.

ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ που περπάτησα για πρώτη φορά. Έτσι έχω αποφασίσει. Ότι δεν μου διαφεύγει καμία λεπτομέρεια. Θυμάμαι να κάθομαι πάνω στα βότσαλα, με το κέντρο βάρους να με τραβάει προς τα μπρος, μια κίτρινη πετσέτα δίπλα μου σαν σημαδούρα στην ξηρά για να μη με ψάχνουν, και κοκκινίλες από κουνούπια σαν βέλη πεζοπορίας από τον αστράγαλο μέχρι το μάγουλο. Ενός έτους, περίπου. Ο αδερφός μου, τεσσάρων παρά κάτι. Η μοναδική οικογένεια στην παραλία. Σιγά μη πηγαίναμε σε μέρος που υπήρχαν άνθρωποι. Σιγά μη παρκάραμε δίπλα. Σιγά μη πλησιάζαμε σε μέρος με ξαπλώστρα. Αντιηλιακό, μόνο για μαύρισμα. Προστασία από τον ήλιο, γιατί; Όταν μεγάλωσα έμαθα ότι το κοριτσάκι στη συσκευασία του Coppertone ήταν η Τζόντι Φόστερ. Ένα σκυλάκι της κατέβαζε το βρακάκι και έβλεπες τη διαφορά ανάμεσα στο ηλιοκαμένο δέρμα και το λευκό κωλαράκι. Αυτό το κορίτσι μεγάλωσε και μετά επισκεπτόταν τον κανίβαλο Dr Hannibal Lecter στο κελί του. Eκείνος την υποδεχόταν και της έλεγε «Μorning» και όχι «Hello Clarise», όπως νομίζουν πολλοί. Αυτό το λέει σε άλλη ταινία. Πάντως, το δέρμα της μύριζε ακόμη καρύδα όταν πήγε να τον συναντήσει για πρώτη φορά.
Το καλύτερό μου όνειρο είναι το να κολυμπάω κάτω από το νερό και να αναπνέω κανονικά, χωρίς να χρειάζεται να βγάλω το κεφάλι μου. Όχι γοργόνα. Εγώ, κανονικά. Με πόδια.
Κι εγώ εκεί. Στα βότσαλα. Να κοιτάζω τη θάλασσα και να ζηλεύω. Να θέλω να μπω και να μη μπορώ να σταθώ. Να θέλω να κολυμπήσω και να μη μπορώ να περπατήσω. Οι γονείς μου στην καλύτερη γεωγραφική θέση για το καλό της σχέσης τους και το δικό μας. Σημαντικά μακριά ο ένας από τον άλλον. Ο πατέρας μου, δεινός κολυμβητής, χάνεται ταχύτατα προς τον ορίζοντα με κατεύθυνση προς Ιταλία και ειδικό προορισμό την Gallipoli, η μητέρα μου θεωρεί ότι γυμνάζεται υδρόβια, σε κάθετη θέση, με πιο τεμπέλικη προσέγγιση στην έννοια της σωματικής δραστηριότητας, ο αδερφός μου χοροπηδάει στα ρηχά, ξαφνικά υψώνει τα χέρια και βγάζει κάτι ιαχές, κι εγώ εκεί. Στοχαστική, αναπολώντας τους μήνες που πέρασα μέσα στο νερό μέχρι να γεννηθώ, εκκρεμές μπρος-πίσω μέχρι να βρω τη φόρα και να σηκωθώ. Δεν θέλω να περπατήσω, να κολυμπήσω θέλω.
Είμαι αποφασισμένη. Θα συρθώ. Θα κάψω my baby fat κουτρουβαλώντας ως εκεί που σκάει το κύμα. Και δεν είναι ήρεμη η θάλασσα. Όχι, αλλοίμονο. Τι δουλειά έχουμε σε παραλία με άμμο και ρηχά, ήπια νερά, να μπαινοβγαίνουμε χαρωπά; Τότε, δεν καταλαβαίναμε την αναποδιά της επιλογής. Δεν είχαμε μέτρο σύγκρισης. Θάλασσα σήμαινε αφήνω το αυτοκίνητο στον επαρχιακό δρόμο, κοιτάζω κάτω, βρίσκω μονοπάτι ή το επινοώ και αρχίζω να κατεβαίνω φωνάζοντας από μέσα μου «τώρα θα πέσω, και όχι τίποτε άλλο, αλλά δεν θα προλάβω να φτάσω κάτω και να κάνω τη βουτιά που τη θέλω τόσο μα τόσο». Μέχρι να μάθεις πώς παίζεται το παιχνίδι, κατεβαίνεις με σαγιονάρες, μετά καταλαβαίνεις ότι νομοτελειακά θα κοπεί η μία γιατί γλιστράει το ιδρωμένο πόδι και παλινδρομεί στον λασπωμένο, λαστιχένιο πάτο – δεν φοράς καν 37 ακόμη- αλλά όταν φτάσεις να φοράς 39, παίρνεις το ξυπόλητο ρίσκο να πατήσεις αγκάθια και χαλίκια.
Δεν είμαι σίγουρη ότι καταλαβαίνω ότι το κύμα μπορεί να με πνίξει. Προφανώς, όχι. Θέλω να μπω στο νερό. Βλέπω τα χρώματα. Τρελά κι αυτά. Σαν κι εμένα. Κατεβαίνει παγωμένο νερό από τις πηγές στα γύρω βουνά. Ανακατεύεται το γλυκό με το αλμυρό, ανακατεύονται και οι θερμοκρασίες, και ψάχνεις να βρεις εσύ εξήγηση γιατί είναι εδώ πιο σκούρο κι εδώ πιο ανοιχτό. Μετά από κάποια χρόνια, δεν ξέρω πόσα, αλλά όχι πολλά, μαθαίνω μια συγκλονιστική πληροφορία. Σε κάποιο επεισόδιο της σειράς «Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας», ο θεός Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν που εδώ είναι απλώς ιερέας ζει έναν αληθινό έρωτα με την ωραία Rachel Ward. Αποκτούν έναν γιο, καλόψυχο όσο δε παίρνει, ο οποίος σώζει δύο γυναίκες από βέβαιο πνιγμό. Και, ναι. Τα γυρίσματα του παρ’ ολίγον πνιγμού γίνονται εδώ. Σε αυτήν εδώ την παραλία που κάθομαι τώρα εγώ, ενός έτους παρά κάτι, και νομίζω ότι η θάλασσα μου ανήκει και της ανήκω. Εδώ, στους Πετανούς της Κεφαλλονιάς.
Ήρθε η στιγμή. Λίγο στα γόνατα, λίγο σέρνομαι, λίγο σταματάω. Δεν με προσέχουν. Σου λέει «πού να πάει; Δεν περπατάει». Πώς γίνεται να τα θυμάμαι τόσο καλά; Με πιάνουν οι αλμυρές σταγόνες. Λίγο ακόμη. Ναι! Έφτασα! Θάλασσα! Ελευθερία!
Θα μπορούσε να τελειώνει εδώ η πέρα ως πέρα αληθινή ιστορία. Δεν έχει σημασία τι συνέβη μετά. Αν κινδύνευσα να πνιγώ. Αν έτρεξε κανείς. Λογικά, όλα έγιναν σωστά. Έχει να λέει η οικογένεια ότι πρώτα κολύμπησα και μετά περπάτησα. Υπάρχει μια φωτογραφία μου από εκείνη την ημέρα. Δίπλα στην κίτρινη πετσέτα. Στέκομαι όρθια. Περήφανη. Λένε ότι η χαρά μου είναι για τα πρώτα μου βήματα, Όχι. Είναι για εκείνη τη βουτιά που έκανα μόνη μου, επειδή το ήθελα εγώ. Και επειδή μου άρεσε πολύ. Στο ράφι της βιβλιοθήκης του αδερφού μου είδα πριν λίγο καιρό τη Leica του πατέρα μου. Στη συγκεκριμένη φωτογραφία διακρίνεται η άδεια, καφέ, δερμάτινη θήκη της μηχανής.
Και τώρα, τέτοιες παραλίες αναζητώ. Και παιδεύω τα παιδιά μου. Ξανά το αυτοκίνητο στον επαρχιακό δρόμο. Ξανά οι κατηφόρες. Ελπίζοντας ότι το ίδιο θα κάνουν κι εκείνα. Ότι θα ξέρουν ότι το να πατήσεις αχινό είναι ένα καλοκαιρινό αποδεικτικό στοιχείο που λύνεται με τσιμπιδάκι και λάδι. Όχι για τη νοσταλγία. Δεν πάσχω από τέτοια πολυτέλεια. Για τη γείωση. Για την ανεμελιά. Για την ξεφοβισμένη βουτιά. Για την ελευθερία.
Το καλύτερό μου όνειρο είναι το να κολυμπάω κάτω από το νερό και να αναπνέω κανονικά, χωρίς να χρειάζεται να βγάλω το κεφάλι μου. Όχι γοργόνα. Εγώ, κανονικά. Με πόδια. Αύριο φεύγω. Και πηγαίνω εκεί.