ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

γυναικάκι (το) YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. α. (μειωτ.) απλοϊκή, αφελής, ασήμαντη γυναίκα νεαρής συνήθ. ηλικίας. β. (λαϊκ.) χαϊδευτικά, η σύζυγος. http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%B9%CE%BA%CE%AC&dq=να υποθέσω ότι αρέσκεσαι στο "β. (λαϊκ.)";
Σχολιάζει ο/η