Αν χρειάζεται να θέσω κι άλλα προσωπικά δεδομένα, ας το κάνω. Με τη μητέρα μου δεν είχαμε ποτέ καλή σχέση. Δεν μπορούσε να δεχτεί τις επιλογές μου και ένιωθα πάντα ότι με αγαπά υπό όρους. Δεν ενέκρινε τις φίλες μου, τη συμπεριφορά μου, τον τρόπο ζωής μου, τίποτα. Την είχα αποδεχτεί όμως ως συναισθηματικά ανεπαρκή μάνα και ανώριμο άνθρωπο και έτσι αδιαφορούσα. Δεν αξιολόγησα την αντίδρασή της ούτε όταν έφυγα από το πατρικό μου εν μέσω αλαλαγμών για να μείνω με τον σύντροφό μου. Ωστόσο, ο σύντροφός μου είναι εκείνος που επιδιώκει την παρέα της οικογένειάς μου και ιδίως της μητέρας μου. Εκείνος δεν έχει σχέση με τους δικούς του και αισθάνομαι ότι έχει την ανάγκη μιας οικογένειας. Η μητέρα μου από την άλλη είναι μια χαρά άνθρωπος για να την κάνει κάποιος παρέα. Στην οικογένεια αρχίζουν τα δύσκολα. Ως εκ τούτου, το πνεύμα και οι γνώσεις της (γιατί είπαμε ότι στην θεωρία είναι πολύ προοδευτική) τον κάνουν να θέλει να περνάμε χρόνο μαζί της. Εγώ δεν έβγαινα ποτέ με τους δικούς μου και είχα σαφώς 15 χρόνια να κάνω διακοπές μαζί τους. Βλέποντας όμως ότι η μεταξύ τους παρέα ικανοποιεί ανάγκες και των δύο (την ανάγκη του για οικογένεια και την ανάγκη της να με έχει κοντά της), δεν εμπόδισα τις κοινές εξορμήσεις. Σκέφτηκα μάλιστα, ότι αργά ή γρήγορα αυτό θα γινόταν, με το που θα δημιουργούσαμε τη δική μας οικογένεια. Απλά προσπαθούσα να κρατάω ισορροπίες, πράγμα κουραστικό αλλά αναπόφευκτο στην αρχή και ίσως τελικά αδύνατο.
Σχολιάζει ο/η