Μαθήματα από τη γαλλική αρένα. Από τον Νικόλα Σεβαστάκη

Μαθήματα από τη γαλλική αρένα. Από τον Νικόλα Σεβαστάκη Facebook Twitter
Φιγούρες της Μαρίν Λεπέν, του Φρανσουά Φιγιόν και του Εμανουέλ Μακρόν στο καρναβάλι της Νίκαιας
0

Παρακολουθώντας την τηλεοπτική αναμέτρηση ανάμεσα στους κυριότερους υποψηφίους για τη γαλλική προεδρική εκλογή, διαπίστωσα, ξανά, πόσο διαφορετικά στέκεται η σύγχρονη λαϊκιστική (ακρο)δεξιά από τις άλλες πολιτικές οικογένειες. Δεν είναι απλώς στο ύφος αλλά σε κάτι βαθύτερο. Οι δημοσιογράφοι, στον γνωστό απολογισμό του debate, έκαναν λόγο για την επιθετικότητα της Μαρίν Λεπέν. Η επιθετικότητα είναι όμως ένας άλλος τρόπος να ονομάσει κανείς την επιθετική αμεσότητα. Περνάμε έτσι σε έναν χώρο όπου το κυρίαρχο μέλημα δεν είναι η πειστικότητα κάποιων επιμέρους απαντήσεων όσο το να αποτυπωθεί το διακριτό στίγμα μιας βούλησης. Μπαίνουμε στην περιοχή όπου δίνει τον τόνο η εξαγγελία αποφασιστικών προθέσεων. Με μια έννοια, αυτό το οποίο προσπάθησε να κάνει και ο Ζαν Λικ Μελανσόν, ο υποψήφιος της γαλλικής ριζοσπαστικής αριστεράς, με τους δικούς του όρους: να εκθέσει και ο ίδιος τα θεμελιώδη ζητήματα και όχι να απαριθμήσει μέτρα ή προτάσεις πολιτικής.


Λέει, όμως, η Λεπέν: «Εγώ, κύριοι, θα τη σταματήσω τη μετανάστευση, νόμιμη ή παράνομη».


Από την άλλη, ο Μελανσόν θα πει ότι πρέπει να σταματήσουν οι πόλεμοι που γεννούν και διατηρούν τα μεγάλα προσφυγικά και μεταναστευτικά ρεύματα.


Ο ριζοσπαστισμός της Δεξιάς εξαγγέλλει κάτι καθαρό και ανελέητα σαφές. Κάτι, επίσης, που μοιάζει με ευθύγραμμη προβολή της επιθυμίας κάποιου πραγματικού ανθρώπου, έτσι όπως μιλάει στο παγκάκι ενός πάρκου ή στο σπίτι του.

Ξέρουμε ότι η αμεσότητα συχνά συγχέεται με την αποφασιστικότητα και τις ισχυρές πεποιθήσεις. Πολλοί πιστεύουν πως όσο πιο απλά μιλάει κανείς, τόσο πιο πολύ εννοεί αυτά που λέει.

 
Από την άλλη, ο αμιγής αριστερός λόγος διακινεί έναν ηθικό στόχο ή παρουσιάζει μία, πειστική ή όχι, κοινωνιολογική εξήγηση των φαινομένων. Δύσκολα, όμως, μπορεί να φανταστεί κανείς μια καθημερινή συζήτηση που να στέκεται στο θέμα της κατάργησης των πολέμων ή στην ανάπτυξη των χωρών της Περιφέρειας, πράγμα που θα περιόριζε και τις μεταναστευτικές ροές.


Το κύριο όπλο του ακροδεξιού λαϊκισμού είναι ότι δεν ενδιαφέρεται για προτάσεις μέτρων, αλλά για παραγωγή ισχυρών εικόνων. Και αυτό δεν συνιστά επικοινωνιακό τέχνασμα, ούτε μια συνηθισμένη τεχνική προπαγάνδας. Ανήκει σε μια παράδοση που ήταν πάντα εχθρική προς τις «αφηρημένες αρχές» και τις «υπερβολικές συζητήσεις». Με άλλα λόγια, ανατρέχει στις πηγές του ριζοσπαστικού αντικοινοβουλευτισμού, όπου από τη μια τοποθετούνταν οι γραφειοκράτες πολιτικοί του συστήματος και από την άλλη ο (εκάστοτε) «υποψήφιος της Ανατροπής».


Αλλά πώς παίζεται αυτή η παλιά παράσταση με νέα εργαλεία και πρόσωπα; Παίζεται στο γήπεδο της απλής φράσης. Στη φράση που δεν νοιάζεται να συνδυαστεί με οικονομικά δεδομένα, νομικές προϋποθέσεις, κώδικες δεοντολογίας.


Εγώ θα σταματήσω τη μετανάστευση. Τελεία. Όπως ένα πρωινό tweet που θέλει να ανακατέψει τον χυλό της μέρας.


Η ίδια η φράση αποκλείει τις συζητήσεις, τη στάθμιση, τα σύνθετα σενάρια. Βγάζει, με άλλα λόγια, εκτός πολιτικής όλα όσα στοιχειώνουν τον μετριοπαθή πραγματισμό και τους δημοκράτες του.


Στην αναμέτρηση που παρακολούθησα ο προοδευτικός κεντρώος υποψήφιος Μακρόν φαινόταν αγχωμένος. Σαν να περίμενε να τελειώσει μια δύσκολη εξέταση. Μία από τις ρίζες αυτού του άγχους είναι ίσως η αίσθηση πως ο συγκεκριμένος δεν μπορούσε να μπει στην καρδιά της «αμεσότητας». Όχι λόγω ιδιοσυγκρασίας, αλλά γιατί η μοίρα του μετριοπαθούς δημοκράτη είναι η έμμεση και αβέβαιη σύνθεση, όχι το κόψιμο με το σπαθί κάποιου γόρδιου δεσμού. Είναι η πολιτική ως συνάντηση μεταξύ κάποιων ηθικών διαισθήσεων και ορισμένων συγκεκριμένων μέτρων. Δεν διακρίνει, όμως, κανείς τη ριζική πρόθεση εδώ. Σαν να βλέπει έναν από το νοσηλευτικό προσωπικό, ενώ ονειρεύεται τον Μεγάλο Γιατρό. Αντίθετα, το πηγαινέλα μεταξύ διαφορετικών παραδόσεων και ευαισθησιών είναι η κύρια ταυτότητα του «μακρονισμού».

Επιστρέφοντας στο θέμα μου, σε σχέση με την επιθετικότητα της νέας ταυτοτικής δεξιάς. Υπάρχει κάτι ανησυχητικό εδώ, ανεξάρτητα από την τελική έκβαση αυτής της μεγάλης (συμβολικά και όχι μόνο) προεδρικής εκλογής. Ξέρουμε ότι η αμεσότητα συχνά συγχέεται με την αποφασιστικότητα και τις ισχυρές πεποιθήσεις. Πολλοί πιστεύουν πως όσο πιο απλά μιλάει κανείς, τόσο πιο πολύ εννοεί αυτά που λέει. Ακόμα και αν οι λαϊκιστικές υποσχέσεις διαψεύδονται συνεχώς, έχουν με το μέρος τους πολλούς απρόβλεπτους συμμάχους: το άγχος που προκαλεί η πολυπλοκότητα, την καχυποψία για τις άνοστες τεχνοκρατικές σούπες, τον εθισμό στην ατάκα των social media. Kαι πώς να παραβλέψει κανείς την τεράστια ανασφάλεια που προκαλούν στους πιο αδύναμους οι απότομες αλλαγές στο περιβάλλον τους, στις γειτονιές, στις πόλεις τους.


Η αμεσότητα μοιάζει, εξάλλου, να είναι κόρη του «εγώ θέλω», μιας φράσης που βρίσκεται στον πυρήνα της ζωής στις σύγχρονες φιλελεύθερες κοινωνίες. Υπονοεί ότι αρκεί να υπάρχει ένα ισχυρό θέλω για να υποταχτεί η πραγματικότητα και να αναδυθεί ακέραια και αναγεννημένη η πατρίδα, η χώρα και οι ρίζες της.


Το ότι οι δημοκράτες έχουμε την εντύπωση ότι κομπιάζουν, ακόμα και αν δεν το κάνουν, είναι μια νίκη αυτής της νέας και παλαιάς συγχρόνως δεξιάς: αυτής που έχει ενσωματώσει ένα πολύ μεγάλο μέρος αριστερών λόγων σε ένα άλλο σώμα και μια διαφορετική πρόθεση.


Δεν θα ξεμπερδέψουμε εύκολα με αυτό.

Δεύτερες Σκέψεις
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Ν. Σεβαστάκης / Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Τερατώδη ψέματα έχουν ειπωθεί στο όνομα της ιδεολογίας, με τους διανοούμενους να φέρουν σοβαρότατες ευθύνες για το τείχος προστασίας σε διάφορες πολύ σκοτεινές περιπτώσεις
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ