Το κεράκι της κυρίας Εριφύλης

Το κεράκι της κυρίας Εριφύλης Facebook Twitter
Τον κοίταξε και χαμογέλασε. Τον καλημέρισε με εγκαρδιότητα. Παρέλαβε τα φάρμακα. Τον πλήρωσε, δίνοντας δύο δραχμές, επιπλέον. «Κράτησε τα ρέστα για να ανάψεις ένα κεράκι», του είπε.
0

Το φαρμακείο του Γεωργιάδη στην οδό Κασσάνδρου, βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ηλικιωμένων της γειτονιάς. Από νωρίς το πρωί πολλοί ασπρομάλληδες άνδρες και γυναίκες προσέρχονταν κρατώντας συνταγές και βιβλιάρια ασθενείας. Ο Φάνης, ο μεσήλικας φαρμακοποιός υποδεχόταν τους πάντες με ευγένεια κι έσπευδε να εκτελέσει τις συνταγές, να τους μετρήσει την πίεση, να δώσει οδηγίες για όποιο ιατρικό θέμα τους απασχολούσε.


Ήταν ένα καλοκαίρι με ανελέητο καύσωνα, όταν στο μικρό φαρμακείο ξεκίνησε να εργάζεται ο Γρηγόρης. Έχοντας πολλούς πελάτες που δυσκολεύονταν στην μετακίνηση τους σε συνθήκες αφόρητης ζέστης, ο Φάνης αποφάσισε να προσλάβει τον νεαρό μαθητή. Ο Γρηγόρης θα εργαζόταν ως βοηθός σε ένα είδος delivery φαρμάκων, κυρίως σε ηλικιωμένους και ανήμπορους, το οποίο βέβαια γινόταν με τα πόδια.


Ο νεαρός γέμιζε κάθε πρωί μια μεγάλη πάνινη σακούλα με τα σκευάσματα. Ο Φάνης του έδινε κι ένα χαρτί με τις παραγγελίες και τις διευθύνσεις των πελατών. Ο Γρηγόρης μοίραζε τα φάρμακα κι έπαιρνε από τους πελάτες τις συνταγές, που είχε γράψει ο γιατρός τους.


Στην παράδοση της παραγγελίας οι πελάτες συνήθιζαν να δίνουν στο Γρηγόρη ένα μικρό φιλοδώρημα ένα πενηνταράκι ή μία δραχμή από τα ψιλά, λέγοντας συνήθως «πάρε για να πιείς μια πορτοκαλάδα». Του χάριζαν εκείνο το αγνό, ανεπιτήδευτο χαμόγελο, που έφτανε μέχρι τους ασημένιους κροτάφους τους.


Μια μέρα ο νεαρός ανέβηκε στο ρετιρέ μιας παλιάς πολυκατοικίας, για να παραδώσει ένα Cardiazol Dicodid, ένα Ornade κι ένα Algon σε μια κυρία. Εριφύλλη Δόβελου έγραφε το κουδούνι της οδού Αισχύλου 9, που χτύπησε. Του άνοιξε μια πολύ κομψή γυναίκα, που πλημμύριζε από εκείνη την δυσεύρετη πλέον αρχοντιά του αστικού κόσμου. Ήταν ντυμένη με ένα καλοσιδερωμένο φόρεμα και είχε στερεωμένα με ένα φιλέ τα μακριά άσπρα της μαλλιά.


Τον κοίταξε και χαμογέλασε. Τον καλημέρισε με εγκαρδιότητα. Παρέλαβε τα φάρμακα. Τον πλήρωσε, δίνοντας δύο δραχμές, επιπλέον. «Κράτησε τα ρέστα για να ανάψεις ένα κεράκι», του είπε.


Τα λόγια της έκαναν μεγάλη εντύπωση στον Γρηγόρη. Δεν έδωσε, ωστόσο, συνέχεια. Εξακολούθησε να πηγαίνει την παραγγελία της κυρίας Εριφύλλης για μερικές εβδομάδες ακόμη. Μια σιωπηρή σχέση αμοιβαίας συμπάθειας είχε αρχίσει να δημιουργείται ανάμεσα στην καλοστεκούμενη αστή και τον νεαρό μαθητή. Μια μέρα τον κέρασε παγωτό, την άλλη του έδωσε δύο δροσερά βερίκοκα. Ποτέ δε λησμονούσε να του δίνει ένα μικρό φιλοδώρημα για το κεράκι. Εκείνος τα έβαζε στην τσέπη του τζιν παντελονιού του.


Πλησίαζε το τέλος του καλοκαιριού κι ο Γρηγόρης σε λίγες ημέρες θα επέστρεφε στο σχολείο του. Την τελευταία εβδομάδα δεν πήγε καθόλου στην κυρία Εριφύλλη. Το πρωί του Σαββάτου, ρώτησε ευδιάθετος το Φάνη, πότε θα πήγαινε την παραγγελία της κυρίας Δόβελου. Ο φαρμακοποιός του εξήγησε ότι δεν θα ξαναπαραδώσει παραγγελία στην οδό Αισχύλου 9. Το χαμόγελο του πάγωσε.


Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Γρηγόρης μπήκε βιαστικά στο νάρθηκα της Λαοδηγήτριας. Σταμάτησε μπροστά σε μια εικόνα της. Προσκύνησε κι ασπάστηκε την Γλυκοφιλούσα Κυρά. Τράβηξε ένα κεράκι από το παγκάρι, αφήνοντας μερικά κέρματα, που έπεσαν με γδούπο. Πλησίασε στο μανουάλι και το άναψε. Κοίταξε για λίγο τη φλόγα που σιγά σιγά φούντωνε. Κοντοστάθηκε για λίγο και συλλογίστηκε την ευγενική φυσιογνωμία της κυρίας Εριφύλλης.


Τότε, ένας ευτραφής γκριζομάλλης πιστός, άνοιξε την εξωτερική θύρα του ναού. Ένα ρεύμα αέρα εισχώρησε απότομα. Τα κεράκια τρεμόπαιξαν κι έσβησαν μονομιάς. Εκτός από ένα!

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ