Το καλοκαίρι που θα ήθελα…

Το καλοκαίρι που θα ήθελα… Facebook Twitter
0

Περιμένοντας να ανάψει ο σταυρός. 10/05/2020. Ώρα 8 μ.μ., στην πρώτη μετά (μέτρων) κορονοϊού εξόρμηση...

Θυμάμαι τον ήχο από τα τζιτζίκια. Το θρόισμα των δέντρων το βράδυ. Θυμάμαι τη λαϊκή αγορά της Πέμπτης καθώς ο ήλιος χάραζε, τις φωνές, τις φιγούρες των ανθρώπων και τον ήλιο που σιγόψηνε το δέρμα σου. Θυμάμαι τον τσοπάνη. Τα πρόβατα. Το φρέσκο γάλα, το γιαούρτι και τη μυρωδιά του αιγοπρόβειου τυριού. Θυμάμαι τον φούρναρη με το αμάξι του και τη γεύση του φρέσκου και ζεστού ψωμιού που έτρεχε να μοιράσει από σπίτι σε σπίτι. To μπακάλικο με τα θηριώδη καρπούζια. Ακόμα θυμάμαι τη γεύση του παγωτού που έλιωνε αργά αργά στον ουρανίσκο σου από το παραδοσιακό μίνι μάρκετ, σήμα κατατεθέν της παραλίας. Την παιδική χαρά, το αναψυκτήριο της παραλίας, το βατήρα που ανέμελα πηδούσαμε χωρίς να υπολογίζουμε τους κινδύνους, τον ήχο της ρακέτας, το ουζερί, τα κοκτέιλ και την τρέλα των νέων της παραλίας. Σίγουρα ο μπλε κολπίσκος, η μυστική κρυψώνα μας με τα καταγάλανα νερά που καθρέπτιζαν ακόμη και το πρόσωπο σου ήταν αυτό που επιζητούσαμε κάθε καλοκαίρι. Ούτε στα όνειρα μας τέτοια νερά. Ο θαλασσινός αέρας, η απεραντοσύνη της φύσης, τα λουλούδια, η μυρωδιά του σύκου. Κι αργά το μεσημέρι ο καπνός από τον ξυλόφουρνο ήταν η αρχή για αυτό που θα ακολουθούσε. Ένα λουκούλλειο γεύμα. Εννοείται πως δεν έλλειπε το καλό κρασί, η χωριάτικη και το επιδόρπιο στο τέλος. Θυμάμαι και τις απογευματινές βόλτες. Σε εκείνο το παραδοσιακό καφενείο. Το φρέσκο λουκούμι τριαντάφυλλο, το παγωμένο νερό και η βανίλια υποβρύχιο ήταν η λαχτάρα μιας άλλης, νοσταλγικής καθημερινότητας. Οι επιλογές για πιο αργά το βράδυ ήταν πάνω-κάτω σίγουρες. Είχαμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε βάφλα, πίτσα, σουβλάκι ή κρέπα, πάντα υπό την παρέα των πολυτελών σκαφών και των καϊκιών του λιμανιού.

Ύστερα η ώρα για ύπνο. Φυσικά κάτω από τα δέντρα, παρέα με τις γάτες. Έξω στην αυλή, στο σπαστό κρεβάτι. Εννοείται πάντα έξω στην αυλή. Ποτέ μέσα. Κι όλα αυτά; Στο εξοχικό μας σπίτι. Σε μια ατμόσφαιρα απόκοσμη, ίσως μιας άλλης εποχής. Δυστυχώς ή ευτυχώς έζησα για χρόνια με τον γνώριμο ήχο της γεννήτριας. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε. Μόνο μέσω της γεννήτριας φώτιζε όλο το σπίτι. Συχνά η μόνη πηγή φωτεινής ενέργειας ήταν εκείνες οι λάμπες πετρελαίου που χρησιμοποιούσε ο παππούς μου. Λάμπες που πλέον κοσμούν το σπίτι, αφήνοντας ένα σημάδι, ένα ίχνος ενός κινηματογραφικού σκηνικού, ενός άλλου κόσμου που μόνο ευγνώμων μπορεί να είμαι. Γιατί τον έζησα. Ποτέ δεν έψαξα τα γιατί αλλά τον έζησα. Κι εκτίμησα. Μικρό παιδί ακόμη. Εκεί. Στη γνωστή καρέκλα. Κάθε βράδυ. Περιμένοντας έστω για μια φορά να ανάψει η τηλεόραση. Να μπορέσω να απολαύσω τη μαγείας της ποδοσφαιρικής βραδιάς του παγκοσμίου ή του ευρωπαϊκού κυπέλλου. Μαζί με τον παππού μου. Μαζί. Εγώ, αυτός και η αδερφή μου. Μαζί να φωνάξουμε για τη νίκη της εθνικής μας ομάδας. Μαζί να πορωθούμε, μαζί να πανηγυρίσουμε. Με ένα πιάτο παραδοσιακές χυλοπίτες με λίγο τραχανά μαζί να μας περιμένει στο τραπέζι. Εκείνος τις έφτιαχνε. Πάντοτε περίμενα τις μέρες που ζύμωνε με ανεξάντλητη υπομονή. Κάποιες φορές ζύμωνε ψωμί, πολλές φορές έφτιαχνε χυλοπίτες, τραχανά ή και παραδοσιακές πίτες. Όταν με τις μπαγαποντιές μου τον καταφέρναμε; Ίσως να είχαμε στο τραπέζι και καμιά πατάτα τηγανητή. Μπορεί και την κρέμα βανίλια που σιγόβραζε στο γκαζάκι. Τι άρωμα και αυτό! Αν είχα μια χρονομηχανή θα ήθελα να επιστρέψω και πάλι πίσω. Ειδικά τώρα που πεθύμησα ξανά εκείνα τα καλοκαίρια. Το καλοκαίρι που θα ήθελα τώρα...


Αλήθεια παππού τι ώρα γίνεται μπλε ο σταυρός της εκκλησίας;


Υ.Γ: Με τα μάτια ενός 10-12χρονου παιδιού. Κάπου το 2004-2005. Τελικά είναι ωραίο να ανοίγεις το συρτάρι των αναμνήσεων. Και να τις αναμοχλεύεις.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ