Γιατί θυμίζω σιγουριά και μυρίζω δεδομένο

Γιατί θυμίζω σιγουριά και μυρίζω δεδομένο Facebook Twitter
2

Δε ξέρω πως να αρχίσω. Δε ξέρω τι να πω.  Είναι αυτό το συναίσθημα που έχεις όταν μπαίνει κάποιος στη ζωή σου. Δε τον ξέρεις. Δε ξέρεις γιατί μπήκε. Δε ξέρεις πως να το διαχειριστείς. Δε ξερεις τι να πείς. Ώσπου όλα μπαίνουν σε μία σειρά. Απο μόνα τους. Σαν ένα ντόμινο που το χτίζεις εσύ ο ίδιος και προσέχεις την κάθε σου κίνηση, μη σε πάρει το ποτάμι. Ο καθένας φτιάχνει το δικό του ντόμινο. Το δικό μου ντόμινο δε συμπίπτει με το δικό σου. Όσο και να ταιριάζουμε, είμαστε διαφορετικοί. Όσο και να ταιριάζουν οι απόψεις μας περί τέχνης, περί πολιτικής, περί απόψεων διαφόρων θεμάτων, πάντα ένα κομμάτι του εαυτού μου θα είναι μοναδικό. Μοναδικό και πολύ διαφορετικό απ'το δικό σου μοναδικό και διαφορετικό.

Και εδώ ξεκινάει το πρόβλημα. Ξεκινάει εκεί που εγώ δέχομαι την διαφορετικότητα σου και εσύ φοβάσαι την μοναδικότητα σου. Ξεκινάει εκεί που το παρελθόν σου μένει στο παρόν σου και επηρεάζει το μέλλον σου. Εκεί που οι ανοικτοί σου λογαριασμοί σε χρεώνουν ακόμα. Τι πιο δύσκολο από ξεκαθάρισμα λογαριασμών; Τι πιο δύσκολο απ'την αλήθεια ωμή και όχι ξεροψημμένη για να κάνει πιο νόστιμο το εγώ σου;  Είναι νόστιμο το ψέμα. Κάθε τι παράνομο είναι νόστιμο. Κάθε τι παράνομο έχει ημερομηνία λήξης.

"Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν" δε λένε; Ε ποτέ δε τους πίστεψα. Το ωραίο ποιος το βαριέται; Κι αν το βαρέθηκες δεν ήταν αρκετά ωραίο.  Όταν το ψάχνεις ενώ το έχεις, τότε δεν το έχεις.  Δε το είχες ποτέ αν το ψάχνεις ακόμα. Απλά ήταν νόστιμο για τις γεύσεις σου. Σε βόλεψε στις ανάλατες μέρες σου. Σε βόλευε κάθε φορά που σε πίκριζε η πηγμένη καθημερινότητα σου. Σε βόλευε να χωρέσεις λίγη απ΄την γεύση μου σε ένα τρίωρο σου. Κάτι σα την δόση του ναρκωμανή. Ψάχνεις την δόση σου για να βγάλεις την μέρα σου.  Για ένα βόλεμα είμαστε όλοι. Ε δε θα με βγάλω και απ'εξω. Όλοι μια φορά στη ζωή μας έχουμε βολευτεί. Είτε επειδή το θέλαμε, είτε (και ακόμα χειρότερα) γιατί και του άλλου ο οργανισμός το τραβούσε.  Ακούγεται εγωιστικό και τετριμμένο άλλα όλοι το έχουμε κάνει. Και εσύ, ναι εσύ φίλε/η μου που θα πεις "Όχι εγώ δενννε..", και δένε και λύνε. Θα το κάνεις χωρίς να το καταλάβεις. Θα το κάνεις και δε θα πεις και τίποτα. Γιατι έτσι είναι, γιατί εκεί θα σε οδηγήσουν άλλες συμπεριφορές. Κι αν δε το πάθεις μία φορά, γενικά αν δε πάθεις, είναι επειδή δε ζεις. Δε γίνεται να μην παθαίνεις, να μην πονάς. Αν δε φθαρείς πως θα ανακαλύψεις; Αν δε φύγει το πρώτο δέρμα πως θα δεις αν υπαρχει κι άλλο; Αν δε φύγει η προστασία πως θα δεις πόσο αντέχεις και τι όρια έχεις;  Είναι σαν τα δόντια. Φεύγουν τα παιδικά και έρχονται τα μόνιμα.  Η ζωή έχει όλες τις γεύσεις. Και άμα τις συνδιάσεις τότε ξέρεις και να τρως και να ζεις. Και αν ξέρεις και να τρως και να ζεις, τότε επιβιώνεις.

Και επιστρέφω στο σημείο που δε δέχεσαι την διαφορετικότητα σου. Εκεί που την φοβάσαι. Εκεί που εγω την βλέπω ενώ δε θες γιατί ξέρεις πως αν την δω και πάρω λίγη απ'την μοναδικότητα σου, λίγη απ'την μαγεία σου θα σε κατασπαράξω και θα σε αφήσω μισό. Προτιμάς την φυγή, το έυκολο και το κατεψυγμένο. Προτιμάς την επιφάνεια. Ψάχνεις την επιφάνεια και σε καλύπτει και με το παράπανω. Τρως με το κουτάλι την επιφάνεια και μόλις την σιχαθείς ψάχνεις εκείνη την λίγη μαγεία σου που γεύτηκα κάποτε για να μου την χαρίσεις απλόχερα γιατί μόνο εγώ θα την εκτιμήσω. Γιατί θυμίζω σιγουριά και μυρίζω δεδομένο. Γιατί όταν όλα ήταν ιδανικά κάτι σου βρώμαγε. Κάτι δε σε κάλυπτε. Θα σου πω εγώ τι. Το ανικανοποίητο εγώ σου. Αυτό το μαλακισμένο εγώ για το οποίο ζούμε και πεθαίνουμε όλοι. Για ένα εγώ που μας φτάνει στην παράνοια. Στην παράνοια της απραξίας και της υπερπροσπάθειας που πνίγει πολλές φορές τον άλλον. Και τον πνίγει, θυμήσου γιατί. Γιατί όσο και να ταιριάζουμε, αν δεν είσαι εσύ ικανός να δώσεις τότε πως περιμένεις να πάρεις; Σαν πολλά δε ζητάς; Σαν πολύ εύκολα δε με κάνεις να πατάω την γραμμή μεταξύ λογικής και παράνοιας; Και που ξέρεις εσύ τι θεωρώ λογικό και τι παράλογο; Που ξέρεις μέχρι που μπορώ να φτάσω για σένα; Ρώτησες; Ζήτησες για να σου δοθεί; Διεκδίκησες;

Αν η απάντηση σου είναι όχι, τότε πάρε απ'τη αρχή το παιχνίδι. Από εκεί που στήνεις τα ντόμινο. Από εκεί που βάζεις του κάνονες σου και αναθεώρησε τους. Στοίχησε τους με τις επιθυμίες σου και όχι βάσει των αναγκών σου. Βάλε στόχους και μη τους πετυχαίνεις με σφαίρες. Να τους πετυχαίνεις με τον εαυτό σου και να τους ξεπερνάς. Ξέρεις γιατί βάζουμε στόχους; Για να τους ξεπερνάμε. Γιατί μαζί με αυτούς ξεπερνάς και τον ίδιο σου τον εαυτό.

2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ