Εγκαίνια Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών Ιδρύματος Ωνάση, Τρίτη 07/12/10
Δεκ15
 

Εγκαίνια Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών Ιδρύματος Ωνάση, Τρίτη 07/12/10

H Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση άνοιξε και επίσημα τις πόρτες τις πριν περίπου μια εβδομάδα, με μια τελετή που αποτελεί το πιο ενδιαφέρον και σημαντικό εικαστικό έργο και επίσης το πιο καίριο, τολμηρό και συγκινητικό (με την κυριολεκτική έννοια της λέξης) σχόλιο που έχω δει τελευταίως στην Ελλάδα.

Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός που είχε αναλάβει τη σκηνοθεσία αυτής της τελετής δεν θα μπορούσε να είχε κάνει τίποτα καλύτερο. Όχι μόνο εκμεταλλεύτηκε σωστά μια τόσο κατεστημένη σύμβαση, όπως η τελετή έναρξη του Ιδρύματος Ωνάση, και τη μετέτρεψε σε έναν, τελικώς, έντονα πολιτικό σχολιασμό, αλλά επίσης δημιούργησε κάτι το οποίο μπορεί ανά πάσα στιγμή να σταθεί και αυτόνομα ως έργο αυτοτελές. Ο Μαρμαρινός πήρε την ευθύνη της κατασκευής του θεάματος, γύρω μάλιστα από το ανθρώπινο δυναμικό και τον ανθρώπινο μόχθο, και μας το «φόρεσε» στο πρόσωπο. Δεν προσπάθησε να κρυφτεί, δεν προσπάθησε να δημιουργήσει κάτι υποτιθέμενα εναλλακτικό και ούτε να κρατήσει «πισινές» για να μην κατηγορηθεί ως ο σκηνοθέτης του ανθρώπινου πόνου! Αντίθετα, και πάντα κατά τη γνώμη μου, σκηνοθέτησε τον ανθρώπινο παράγοντα και την κοινωνική αδικία όσο καλύτερα μπορούσε, εκμεταλλευόμενος κυρίως τη συγκυρία στην οποία βρισκόταν. Στην τελετή που παρακολουθήσαμε πρωταγωνιστές δεν ήταν μόνο όσοι ήταν επί σκηνής αλλά και όσοι καθόμασταν στην πολυτελή αίθουσα του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής ηγεσίας. Μέρος, δε, του σεναρίου μοιάζει να ήταν το να νιώσουμε «άβολα» -ό,τι αυτό σημαίνει για τον καθένα- φέρνοντάς μας αντιμέτωπους ακόμη και με τον χειρότερο εαυτό μας.

Αντλώντας έμπνευση από τον Μπρεχτ και τις Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει -γεγονός βέβαια που δεν καταλάβαμε από την αρχή αφού οι φράσεις και οι λέξεις εμφανίζονταν στην οθόνη μια μια- το κύριο θέμα της βραδιάς ήταν οι άνθρωποι που έχτισαν τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και κατ' επέκταση όλοι οι άνθρωποι που «κτίζουν» στη σύγχρονη Ελλάδα και αλλού.

«Ποιός έχτισε τη Θήβα την επτάπυλη;

Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά μόνο βασιλιάδων ονόματα.

Οι βασιλιάδες είχανε τις πέτρες κουβαλήσει;

Και τη Βαβυλώνα που την κατέστρεψαν πολλές φορές,

Ποιος, τόσο πολλές φορές την έχτισε πάλι;»

Ανάμεσα σε αυτές τις προτάσεις που εμφανίζονταν αποσπασματικά, άλλοτε ολόκληρες, άλλοτε λέξη λέξη, και υπό την μπαρόκ κλασική μουσική που ερμήνευε η Καμεράτα, προβάλλονταν κινηματογραφημένα στιγμιότυπα από την ανέγερση του κτιρίου του ιδρύματος, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο τους ίδιους τους μαστόρους και τον τρόπο που βίωναν την οικοδομή. Όχι απλά πλάνα, αλλά κινηματογραφημένα με ιδιαίτερο σκεπτικό και τρόπο από τον σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ Απόστολο Καρακάση. Και, μεμιάς, ξαφνικά και αναπάντεχα, πάνω που πήγαινες να αναρωτηθείς πού να βρίσκονται τώρα όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν γίνει κάπως γνώριμοι μέσα από την επανάληψη των κοντινών πλάνων στο βίντεο, άνοιξε μια μικρή πόρτα στην κυρίως σκηνή και παρουσιάστηκαν (όχι με τα ρούχα της δουλειάς, εννοείται) oι εργάτες. Εκατό και παραπάνω άνδρες πήραν τις θέσεις τους έτσι όπως είχαν σκηνοθετηθεί κινησιολογικά από τον Μαρμαρινό. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο και, κατά τη γνώμη μου, αυτό ήταν και η πολιτική θέση του σκηνοθέτη. Ανάμεσα στον ανδρικό πληθυσμό, ξεχώρισε, τραγουδώντας άριες, η μεσόφωνος Μαίρη-Έλεν Νέζη.

Κάποια στιγμή εμφανίστηκε στην οθόνη ολόκληρο το ποίημα, ενώ το κοινό όρθιο χειροκροτούσε πολύ ζωηρά τους ήρωες. Ποιος ξέρει από τι; Από ενθουσιασμό; Από ενοχή; Από θαυμασμό; Από ευγνωμοσύνη; Από αλληλεγγύη; Από αγάπη; Από το αίσθημα δικαιοσύνης; Από όλα μαζί;

Η ανθρώπινη παρουσία είναι πολύ δυνατή, πιο δυνατή από κάθε θεμέλιο που χτίζει.

Κάποιοι κατέκριναν την τελετή , λέγοντας ότι αποτελεί άλλοθι για τον «δόλιο» τρόπο με τον οποίο θα λειτουργήσει το ίδρυμα. Κάποιοι αντιτάχτηκαν στη θεαματικοποίηση του ανθρώπινου πόνου, κάποιοι άλλοι σχολίασαν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα του ιδρύματος και την προσποίηση με την οποία αγκάλιασε τους χτίστες. Οι περισσότεροι μπου έκαναν τέτοια σχόλια είναι αυτοί που εμφανίζονται ως «υπέρμαχοι της επανάστασης ενάντια στον καπιταλισμό», αλλά όταν έρθει η ώρα να πολεμήσουν ανοιχτά στην εμπροσθοφυλακή, κρύβονται στα χαρακώματα, διότι δεν θέλουν να χάσουν τη θέση τους στο Δημόσιο ή όποιον άλλο εξουσιαστικό μηχανισμό. Οι περισσότεροι είναι αυτοί που εάν δούλευαν για το ίδρυμα και δεν είχαν κοπεί στην ίδια ή κάποια παρόμοια διαδικασία, θα τα έλεγαν αλλιώς. Πρόσφατα, μου έτυχε «μαρξιστής» που αντιτίθεται στην εξουσία και στις σάπιες δομές να μου γράφει σε προσωπικό μήνυμα να μη λέω όλη την αλήθεια στο κοινό μας, γιατί μετά θα χαθεί η ευκαιρία να βρει δουλειά στο εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο αντιτίθεται. Τι να πεις!

«Πόσο πολλά ιστορήματα! Πόσο πολλά ερωτήματα!» που λέει και ο Μπρεχτ στο εν λόγω ποίημα!

 
 
 
 
I WAS THERE