Να τις αγαπάτε τις μάνες σας ρε.

Facebook Twitter
17

Ευτυχώς, όχι σπάνια στις Εξομολογήσεις βρίσκεις διαμάντια. Όπως είναι η παρακάτω, ενός 26χρονου άντρα, που με έκανε κομμάτια - και συνοδεύεται από μία φωτογραφία. 

Να τις αγαπάτε τις μάνες σας ρε.

Γιατί πάντα στα δύσκολα έρχεται στο μυαλό μας η μάνα μας; Όταν σκατοχαρείς θα πάρεις τον φίλο, την φίλη, τον γκόμενο, την γκόμενα. Της μάνας “θα της τα πω στο σπίτι”. Αν της τα πω. Όταν όμως αγγίξεις τα σκατά, όταν πιάσεις πάτο, πάντα τη μάνα θα ζητήσεις. Για να μιλήσεις, να γκρινιάξεις, να κλάψεις. Λες και σαν από μια σαδιστική τάση θα νιώσεις καλύτερα αν της μαυρίσεις την ψυχή, αν μοιραστείς το πρόβλημα μαζί της.


Ζω εδώ και ένα χρόνο στο εξωτερικό. Κάθομαι στο σαλόνι. Ο Γάλλος σύντροφος μου σε mood διακοπών να βλέπει TV. Εγώ με το λάπτοπ στα γόνατα σε mood απελπισίας και ανέρευσης εργασίας. Και η εφιαλτική προοπτική του να γυρίσεις στα σκατά όλο και πιο κοντά. Κι ο πούστης εκεί στην TV. Να με βλέπει να ξεφυσάω και να πασχίζω να γράψω το κωλο lettre de motivation σε μια γλώσσα που δε την χειρίζομαι καλά και να μην ρωτάει αν χρειάζομαι βοήθεια. Μόνο ανυπόμονα να περιμένει πότε θα πάμε στο κρεββάτι.


Κι άντε το τέλειωσες το συνοδευτικό σημείωμα κι άντε το έστειλες και το βιογραφικό κι άντε να πέσεις και στο κρεββάτι. Κι όταν από το άγχος κι από τη στεναχώρια δεν… και μετά το “je suis désolé” αυτός χαμογελάει συγκαταβατικά, κλείνει το φώς και γυρνάει πλευρό. Κι εγώ έτσι. Να κοιτάω ψηλά και να προσπαθώ να ξεχωρίσω μέσα στην πίσσα το ταβάνι...

 

Και να σου να πετιέται η Δημητρούλα στο μυαλό και να κσεσφίγγεται η καρδιά μου. Και να ‘ρχόταν λέει στο Σαρλ-ντε-Γκωλ να δει τον γιόκα της στα Παρίσια. Μόνη της, φοβισμένη και χαμένη. Που δεν το κούναγε απ’το σπίτι χαλασμός να γινόταν. Τόσο ανασφαλής η Δημητρούλα. Αλλά ο γιος δεν είναι καλά. Ο γιος έχει πρόβλημα. Οπότε στο διάολο και οι φοβίες και όλα.


Γιατί έτσι ήταν η Δήμητρα. Πλάσμα φοβισμένο. Χωρίς αυτοπεποίθηση και δίχως νεύρο. Δύσκολο να ζητήσει το δίκιο της. Αλλά όσο κότα ήταν για πάρτη της, τόσο σκυλί γινόταν για τους δικούς της. 8 χρονών ήμουν κι ακόμα δεν το έχω ξεχάσει που ήρθε να καθαρίσει για πάρτη μου στο σχολείο. Να της έχει γυαλίσει το μάτι και να το ‘χει πιάσει το μαλακιστήρι από το γιακά να του πεί δυο «όμορφα λόγια» όπως είπε. Μαύριζε η ψυχή της που γυρνούσα κλαίγοντας κάθε μέρα σπίτι, που φοβόμουν και κλεινόμουν.

 

Πάντα σκυλί για τους άλλους η Δήμητρα. Ποτέ για τον εαυτό της. Όπως τότε εν μέσω χημειοθεραπείας και λίγους μήνες πριν μας αφήσει. Να ‘χει πάει μία η ώρα και φαΐ να μην έχει φτιάξει ακόμα και να κοντεύει να κλείσει η λαϊκή. Πώς να βγεις όμως έξω; Με τι κουράγιο; Μέσα στο σπίτι καλά την έβγαζες με το μαντήλι τυλιγμένο στο κεφάλι. Έξω όμως; Πώς να βγεις; Και πώς ν’αντιμετωπίσεις τα βλέμματα του κόσμου; Που είσαι και ντροπαλή. Που ‘χεις και μια περηφάνεια ως εκεί πάνω. Που σιχαίνεσαι τον εαυτό σου να σε λυπούνται. 


Η οικογένεια όμως πρέπει να φάει. “Ντύσου και φύγαμε” μου λέει. Πετάει το μαντήλι, την περούκα όπως όπως στο κεφάλι και δρόμο. Κι ο πούστης ο καιρός κόντρα εκείνη τη μέρα. Ντάλα ο ήλιος αλλά ο αέρας να λυσσάει. Να με σέρνει από το χέρι και ν’ανεβαίνουμε γρήγορα την Ηρακλείου. Κι εκεί στη γέφυρα της Αττικής που ανοίγει ο τόπος και το πιάνει πιο πολύ ο αέρας με το ένα χέρι να κρατάει την περούκα μην της την πάρει ο αέρας (γιατί είναι και δανεικιά) και με το άλλο να τραβολογάει εμένα. Κι ο πούστης ο αέρας λες και τό ‘ξερε πόση ντροπή κουβαλάει και να της σηκώνει την περούκα από τα πλάγια και να φαίνεται το γυμνό της κεφάλι. Να κοιτάνε οι περαστικόι. Κι εμένα να σκίζεται μικρό παιδάκι η ψυχή μου νιώθωντας την ντροπή της. Η Δήμητρα όμως εκεί σκυλί. Να σφίγει τα μάτια κόντρα στον άνεμο και να με σέρνει από πίσω.


Στη λαϊκή να μην κοτάει να κοιτάξει άνθρωπο στα μάτια. Να κρατάει την περούκα και να προσπαθεί να κρύψει την ασθένεια της. Να προσπαθεί ν’ αποφύγει τον οίκτο των γύρω. Και να μου λέει μπροστά από κάθε πάγκο τη να βάζω. Κι εγώ να κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ για να την γλιτώσω μια ώρα αρχύτερα από την ντροπή της. Και να με κοιτάνε οι μανάβηδες μέσα στα μάτια καθώς μου δίνουνε τα ρέστα.
Και δρόμο πίσω σπίτι. Να ετοιμαστέι το φαγητό. “Λοιπόν σήμερα θα μαγειρέψεις εσύ”. “ Μα πώς εγώ;” “Τι με κοιτάς; πρέπει να μάθεις. Άντρας έγινες. Σε λίγο θα φύγεις να σπουδάσεις. Να μην ξέρεις να φτιάχνεις ένα φαΐ ; Λοιπόν κάτσε και θα σου λεω εγώ πώς να γεμίσεις τις πιπεριές”. Κι εγώ να την ακούω και να κάνω ό,τι μου λέει. Και να προσπαθώ να μην βουρκώσουνε τα μάτια μου και να μην πατήσω τα κλάματα, γιατί αν και 14 καταλάβαινα πολύ καλά όλα αυτά τι σημαίνουν και τι σκοπό είχε η Δημητρούλα.


Έτσι και τώρα στα σκατά την σκέφτηκα πάλι. Οτί είναι στο αεροδρόμιο λέει και περιμένει να πάω να την βρώ να την φέρω σπίτι. Κι εγώ κλασσικά να έχω αργήσει και να περιμένει τρομαγμένη στην ξένη χώρα η Δημητρούλα. Και πάω και την βρίσκω εκέι να κρατάει με τα παχουλά της τα χεράκια τη βαλιτσούλα της και τα καλούδια που ‘χει ετοιμάσει για τον γιόκα της. Και φωτίζει το πρόσωπο της λέει με το που με βλέπει και μου δείχνει το πιο ωραίο της χαμόγελο. Κι εγώ τρέχω λέει να την αγκαλίασω και να την σφίξω στην αγκαλιά μου και να της ζητήσω συγγνώμη που την κουβάλησα ως εδώ. Συγγνώμη για όλα.

 

Για όπως τότε που ενώ αυτή στο νοσοκόμειο για μαστεκτομή, εγώ έτρεχα τριήμερη στη Θεσσαλονίκη. Μην χάσω. Και σου είχα πάρει και εικονίτσα του Αγίου Δημητρίου αλλά δε στην έδωσα ποτέ. Το βρήκα γρουσουζιά λέει,“σαχλαμάρες”. Αλλά δεν ήξερα ρε μάνα. Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό. Γιατί εσύ ήσουν πάντα σκυλί και δυνατή. Δυνατή όμως για τους άλλους. Ποτέ για σένα.


Και παίρνεις μια βαθειά ανάσα. Λες κι ένα “α ρε μάνα” ξεφυσσώντας και κοιμάσαι.

 

Να τις αγαπάτε τις μάνες σας ρε.

 

 

 

 

 

 

 ----

 

 

ΥΓ. Η Δημητρούλα μου θύμισε το Αρτεμάκι μου. >> http://www.lifo.gr/team/bitsandpieces/29046

 

 

 

 

17

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

16 σχόλια
Και η Γαλλία, και η μάνα που έφυγε, και το πώς έφυγε, και το όνομα της, και τα lettres de motivation, και η γλώσσα που ποτέ δε φτάνουμε να χειριζόμαστε τέλεια... Δε χρειάζεται να 'χει κανείς κοινά για να καταλάβει, αλλά να, αν υπάρχουν κι αυτά, σε πιάνει κάτι... Αύγουστος στο Παρίσι...
Οταν μιλησες για τη λαϊκη το εκανα εικονα στο μυαλο μου και φανταστηκα τη λαϊκη της γειτονιας μου επειδη εκει παω με τη μανα μου. Μετα, διαβαζοντας παρακατω, διαπιστωσα οτι μιλαμε για την ιδια λαϊκη. Αυτο εκανε ακομα πιο ζωντανη την ιστορια σου στο μυαλο μου. Τοσο αληθινο!
Se katalabeno...k ego sto eksoteriko edo k xronia... i mana mou pote den ixe mpi se aeroplano...mono gia mena proti fora otan tin xriastika...Elpizo tora ola na pigenoun kala sto Parisi k na brikes doulia k na arxise na se katalabeni o sintrofos sou... k an to diabasis to minima mou...stile mou minima sto FBook..isos ta poume apo konta sto Parisi... :-)
Πώς το έλεγε η Χαρούλα;"Με πήρες κάποτε απ'το χέρι,και δε σε ρώτησα πού πάμε.Σου 'πα με 'σένα δε φοβάμαι,μάνα καλή, μάνα μου έρμη"Οι καλύτερες εξομολογήσεις τελικά είναι αυτές που είναι λιγότερο για εσένα και περισσότερο για όλους.
Πολύ γλυκό και ανθρώπινο. Το καλύτερο "μνημόσυνο" στους ανθρώπους που αγαπάμε, κατ' εμέ, είναι αυτό που κάνουμε, όταν είναι κοντά μας. Και στη μάνα μας, και στον πατέρα μας, και στα αδέρφια μας, και στους φίλους μας και σε όλους όσους κάνουν τη ζωή μας όμορφη (μπορεί και άσχημη καμιά φορά, αλλά ας μένουμε στην ουσία). Κι εγώ θα συμπληρώσω το εξής: Αγκαλιάστε τους δικούς σας ανθρώπους, πείτε τους ότι τους αγαπάτε. Έστω κι αν δεν είναι Ανάσταση ή Πρωτοχρονιά. Κάθε μέρα! Όποτε μπορείτε! Για όσο μπορείτε.