Αν τα στοιχεία του FBI αφορούν τη δεκαετία του '60 είναι λογικό οι γείτονες του Buk να τον περιγράφουν απλώς ως έναν φιλήσυχο, μοναχικό άντρα. Τότε ήταν ακόμη ένας σχετικά άσημος συγγραφέας (τουλάχιστον για το ευρύ κοινό, πέρα από τον κύκλο των αντεργκράουντ, χίπικων εντύπων όπου κρατούσε τη γνωστή στήλη "Notes of a Dirty Old Man" και των αντίστοιχων εκδοτικών οίκων που εξέδιδαν τις ποιητικές συλλογές του), και ένας σκληρά εργαζόμενος χειρώνακτας - δούλευε νυχτερινή βάρδια στο ταχυδρομείο, στη διαλογή. Ο εν λόγω συνδυασμός δεν ήταν και πολύ ελκυστικός για τις γυναίκες. Το '69 ο εκδότης John Martin (Black Sparrow Press) του πρότεινε να εγκαταλείψει το ταχυδρομείο και να αφοσιωθεί στο γράψιμο, με αντάλλαγμα μια τακτική επιχορήγηση. Έτσι, ο Buk μπόρεσε να γράψει τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα που τον έκαναν διάσημο συγγραφέα και επιπλέον μια θρυλική μορφή της αμερικανικής ποπ κουλτούρας. Η διασημότητα έφερε και τις γκόμενες και ο άνθρωπος το γλέντησε με την καρδιά του, κι ας είχε μπει πια στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του. Βέβαια, η σκιά της στέρησης και της μοναξιάς, μέσα στις οποίες είχε χάσει τα νιάτα του, δεν έφυγε ποτέ. "The young blondes with the tight pussies came too late. The cameras came too late… Don’t grin at me like that, it’s true. They came too late, I’m too strong..." έλεγε στον Taylor Hackford το 1973.
Σχολιάζει ο/η