Μια άγρια παράξενη γυναίκα

Μια άγρια παράξενη γυναίκα Facebook Twitter
0

«Τα μικρά, στενά χέρια του ήταν χλωμά, με μακριά δάχτυλα, έτσι όπως υποτίθεται πρέπει να 'ναι τα χέρια των καλλιτεχνών, σε αντίθεση με τα δικά μου που είναι χοντρά και άτσαλα σα σόλες - και είναι ίδια με του πατέρα μου. Τα δικά του ήταν άσπρα κι άθικτα, δεν είχαν κάνει ποτέ ούτε μια δουλειά, εκτός από το να κρατούν μια πένα. Αυτή η εικόνα μού καρφώθηκε όταν πέθανε... εκείνα τα δύο αναιμικά πτερύγια ψαριού που έβγαιναν απ' τα σκεπάσματά του»

Ποτέ δεν γράφτηκαν δυο λόγια για την Caitlin Thomas. Τη γυναίκα του Ντύλαν Τόμας. Έστω δυο λόγια. Για χάρη όσων ζουν ανώνυμοι στη σκιά ενός σημαντικού ανθρώπου.

Ήταν μια αγριόγατα της Ιρλανδίας. Γεννημένη στο Χάμερσμιθ, κόρη του ποιητή Φράνσις ΜακΝαμάρα. Ήδη στα 12, τα αγόρια την ήθελαν πολύ. Τότε την αποπλάνησε ο γηραιός ζωγράφος Augustus John. Τον ερωτεύτηκε - όσο μπορεί να ερωτευτεί ένα παιδί. Μαζί πήγαν να ζήσουν στη Νότια Ουαλία, σε μια μικρούλα πόλη, ληθαργική, δίπλα στη θάλασσα - ένα σκάνδαλο!

Τον Τόμας τον συνάντησε ένα βράδυ, στην παμπ Wheatsheaf, στο Λονδίνο. Έγιναν εραστές το ίδιο βράδυ. Την ακολούθησε στο ουαλικό χωριό, τη διεκδίκησε, την κέρδισε, έμεινε κοντά της.

Ήταν τα ωραία χρόνια - που τρυφερά έχει διασώσει η φωτογράφος Ρόλι ΜακΚένα στο «Πορτρέτο του Ντύλαν». Τα χρόνια της χωριάτικης ευτυχίας. Δουλειά και μπάνια σ' ένα ξύλινο σπίτι, απόκρημνο πάνω απ' τη θάλασσα, πέντε παιδιά, χουζούρι στον ήλιο και πολύ ποτό στην παμπ του Brown's Hotel. Εδώ βρίσκονται οι πιο πολλές εικόνες του ποιητή: τα βρύα στο κοιμητήριο, οι καμπάνες, η παραλία που τρέχουν τα παιδιά στο «Ποιος θα 'θελες να 'ναι τώρα μαζί μας».

Μια άγρια παράξενη γυναίκα Facebook Twitter
O Dylan Thomas έξω από το Boat House, το μικρό ξύλινο σπιτάκι όπου εργαζόταν απερίσπαστος

Δουλειά και μπάνια σ' ένα ξύλινο σπίτι, απόκρημνο πάνω απ' τη θάλασσα, πέντε παιδιά, χουζούρι στον ήλιο και πολύ ποτό στην παμπ του Brown's Hotel. Εδώ βρίσκονται οι πιο πολλές εικόνες του ποιητή: τα βρύα στο κοιμητήριο, οι καμπάνες, η παραλία που τρέχουν τα παιδιά στο «Ποιος θα 'θελες να 'ναι τώρα μαζί μας».


Βαθμηδόν ο δεσμός χαλάρωσε. Αρχίσανε τα εξωσυζυγικά, ιδίως απ' τη μεριά της άγριας Caitlin. Ο Ντύλαν έγινε διάσημος, έφυγε στην Αμερική για διαλέξεις, για θεατρικά - πήγε στην Περσία να συναντήσει κάτι κινηματογραφικούς παραγωγούς. «Μη γυρίσεις πίσω», του έγραψε θυμωμένη. Μάζεψε τα κομμάτια της, ανέλαβε τα παιδιά της - μπαλώθηκε όπως όπως.

Στις 5 Νοεμβρίου 1953
ήταν ως συνήθως στην παμπ του Μπράουν. Έπινε μόνη. Της φέρανε ένα τηλεγράφημα, ότι ο άντρας των παιδιών της, που ζούσε πλέον στην Αμερική «εισήλθε στο νοσοκομείο». Γύρισε αργά το βράδυ σπίτι. Το σκέφτηκε. Βρήκε κάπου να μείνουν τα παιδιά της και έφυγε κατευθείαν για Νέα Υόρκη. Βρήκε τον άντρα της σε κώμα. Μόλις του έπιασε τα χέρια, για πρώτη φορά ύστερα από μέρες κάτι κινήθηκε στο πρόσωπό του.

Ποτέ δεν ξέχασε τα χέρια του, την υπόλοιπη ζωή της: «Τα μικρά, στενά χέρια του ήταν χλωμά, με μακριά δάχτυλα, έτσι όπως υποτίθεται πρέπει να 'ναι τα χέρια των καλλιτεχνών, σε αντίθεση με τα δικά μου που είναι χοντρά και άτσαλα σα σόλες - και είναι ίδια με του πατέρα μου. Τα δικά του ήταν άσπρα κι άθικτα, δεν είχαν κάνει ποτέ ούτε μια δουλειά, εκτός από το να κρατούν μια πένα. Αυτή η εικόνα μού καρφώθηκε όταν πέθανε... εκείνα τα δύο αναιμικά πτερύγια ψαριού που έβγαιναν απ' τα σκεπάσματά του».

Μετέφερε το σώμα του με πλοίο, πίσω στο χωριό. Μέρες στη θάλασσα, απελπισμένη. Δεν ήταν πλέον δυνατή. Προσπάθησε να μπει κι αυτή στον τάφο, προσπάθησε επανειλημμένως να αυτοκτονήσει. Αλλά ο καιρός όλα τα νικά. Μια μέρα όπως όλες τις άλλες συνάντησε τον Τζουζέπε Φάζιο, τον παντρεύτηκε και έζησε στην Ιταλία μαζί του, τα υπόλοιπα 40 χρόνια της ζωής της. Ήταν 49 ετών όταν γέννησε τον νέο της γιο.

Μίλησε μόνο μια φορά για τον μεγάλο της έρωτα, τον Τόμας: στη βιογραφία του Τρέμλετ Α Warring Absence. Μίλησε με λατρεία και δάκρυα. Με εκείνο το είδος της αυταπάρνησης που έχουν όσοι ζουν δίπλα σε πρόσωπα που τους ξεπερνούν και τα θαυμάζουν. Με την κρυφή αφοσίωση και την κρυφή συγχώρεση που έχουμε για όσους μάς εγκαταλείπουν, αλλά τους αγαπάμε. Με την ανεκζήτητη σεμνότητα και το άξεστο σέβας που έχει η ορμητική, πραγματική ζωή όταν συναντά τους ποιητές της. Αυτή, μια γυναίκα, όλο ορμές, πρωτόγονη ομορφιά και ζωώδη σοφία - γι' αυτόν, τον λυρικό στενογράφο του θαύματος που είναι το να ζεις.

Όταν πέθανε, Ιούλιο του 1994, ζήτησε να τη θάψουν στον τάφο του. Μια κοινή πλάκα στην αυλή του Αγίου Μαρτίνου, στο Laugharne. Βρύα σκεπάζουν τρεις στίχους: «Α, όταν ήμουν νέος κι άπραγος... και τραγουδούσα μέσα από τις αλυσίδες μου όπως η θάλασσα».

Ο Ιταλός δεν είχε αντίρρηση να μείνει με τη σειρά του στη σκιά: «Η καημένη, τον αγαπούσε», είπε.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ