Σέριφος: Οκτάωρο στον ήλιο

Σέριφος: Οκτάωρο στον ήλιο Facebook Twitter
0
Σέριφος: Οκτάωρο στον ήλιο Facebook Twitter

Τρεις με πέντε έκλεινε το ψιλικατζίδικο στο Λιβάδι. Τρεις με πέντε έκλειναν λίγο τα μάτια τους κι οι ντόπιοι στη Σέριφο. Τους ξένους δεν τους ένοιαζε και πολύ. Ξεχύνονταν στην παραλία, στην αμμουδιά ξεκαπέλωτοι, στα βράχια γυμνοί, στα στενά περάσματα του Νότου με τα υπόγεια ρεύματα – γεμάτα αχινούς. Αλλιώς, ακίνητοι στέκονταν σε μια στάση που να ευνοεί την περιφερική όραση και κλεφτά έριχναν ματιές στο ξένο, το διαφορετικό.

Αλάργα ήταν ο καφενές για τους πλακατζήδες, για όταν χρειάζονταν τα κουτσομπολιά τους ν' ανταλλάξουν και να γελάσουν. «Κοινή ησυχία» το λέγανε μεταξύ τους.

«Πάμε;».

«Πάγαινε συ, θα 'ρθει κι ο Πέτρος σε λίγο».

Κοιτούσαν ρολόι, ψηλά ή στο χέρι, μέχρι να μάθουν τα νέα του Πέτρου. Κι όταν ερχόταν ο Πέτρος τα ίδια άκουγαν, τα δικά τους κάπως παραλλαγμένα. Γελούσαν κι άκουγαν κι έβγαζαν συμπεράσματα για το ποιόν του ενός και του άλλου.

Πέντε παρά πέντε μόλις πήγαινε, ο νέος σηκωνόταν πρώτος, αμήχανος, ευθυτενής, γεμάτος περιέργεια κι ανυπομονησία. Τραβούσε για του καρδιακού του φίλου το μαγαζί, να κάτσει δίπλα του για παρέα. Έκανε χάζι. Έβλεπε κόσμο, άκουγε ξένες γλώσσες –δεν αναγνώριζε καμιά–, παρατηρούσε· παράδεισος του φαινόταν.
Οκτώ η ώρα ξεπρόβαλε εκείνη. Στρουμπουλή, ξανθιά, έπαιζε την ατίθαση μπούκλα που έκρυβε μια μικρή μεριά από τα μαύρα γυαλιά της. Δεν ήξερε πώς την έλεγαν, δεν γνώριζε ηλικία, εμφανιζόταν πάντα μόνη. Όχι πως δεν μπορούσε να ρωτήσει, να μάθει κάτι. Θα τον κορόιδευαν όλοι, το 'ξερε. «Άντε βγάλε άκρη» σκεφτόταν σαν στοίχημα με τον εαυτό του. Έτσι, μόνο την παρατηρούσε. «Ένα νεράκι» έλεγε πάντα, κρατώντας ένα τοσοδά πορτοφολάκι με το ακριβές αντίτιμο. Χαμογελούσε πλατιά και στους δυο (στον Πέτρο πρώτα) κι έφευγε ξαφνικά με μια αεράτη κίνηση σαν να χόρευε. Κάθε μέρα ίδια ώρα. Τότε έφευγε κι ο Πέτρος.
«Κι αύριο μέρα είναι» του 'λεγε ο κολλητός του χαμογελώντας κάτω απ' τα μουστάκια του, «θα τη βρω την άκρη» απαντούσε ο Πέτρος, «έγνοια σου» κι επαναλάμβανε μόνος του στον δρόμο για το σπίτι «σου, σου, σου». Κλοτσούσε τα χαλίκια μπρος στο σχολειό, έκανε νοητά σχήματα με τα φώτα που λαμπύριζαν από τη Χώρα στο σκοτάδι, βάφτιζε τα συγκροτήματα σαν ακίνητα καταστρώματα ενός φανταστικού πλοίου και πριν το καταλάβει έφτανε στο κελί του, κληρονομιά από της μάνας του το σόι – ο μόνος επιζών.

Εκεί, στην απομόνωση, κάπνιζε ένα τσιγάρο πριν πέσει κι έδινε ονόματα στη νεράιδα του. Συλλάβιζε τις λέξεις, μασούσε τα φωνήεντα, την καλούσε. Κι έτσι γλυκά τον έπαιρνε ο ύπνος μέχρι το ξημέρωμα. Τη μέρα τον αγκάλιαζε το φως. Κίνηση ελάχιστη κείνη την ώρα. Κοιτούσε να επωφεληθεί, να βρει θέση στ' ασβεστωμένα αρμυρίκια –δεν είχε σε κανένα προτίμηση–, κουβαλώντας μαζί του τ' απαραίτητα: μαύρα γυαλιά, τζόκεϊ και μια αλλαξιά. Βουτούσε στην θάλασσα με το τζόκεϊ, απλωνόταν, την αγκάλιαζε, ζύγιζε τα κύματα κι έπειτα έβγαινε για να χαιρετήσει τους ξένους – όποιον του έριχνε μια κλεφτή ματιά.

Απ' αυτούς έπαιρνε δύναμη. Στη ματιά τους έβλεπε τη δύναμή του. Στα γυαλιά τους καθρεφτιζόταν: ψηλός, κατσαρό μαλλί, γεροδεμένος, μυστήριος. Έβγαζε το καπελάκι του στις γυναικείες συντροφιές και τους χάριζε την καλημέρα του. Τρεις η ώρα, ντάλα ο ήλιος, πήγαινε στον καφενέ. Έλεγε τα νέα στους ντόπιους. Πόσους είδε, τι είπανε, νέα απ' την πρωτεύουσα κι άλλα, ό,τι έπαιρνε τ' αυτί του.

«Με τη δικιά σου; Τι γίνεται;».

«Δεν βαριέσαι. Θα τη βρω την άκρη».

Και μισοχαμογελούσαν οι παλαιότεροι. Καθόταν ένα δίωρο εκεί ακολουθώντας τον χαιρετισμό των πλοίων μ' ένα νεύμα, ανταποδίδοντας με τον τρόπο τους τη χαιρετούρα.

Η φωνή τους νανούριζε τον Πέτρο, όπως τον νανούριζε το απαλό κυματάκι που έσκαγε στον γιαλό ή το βοριαδάκι που φυσούσε άξαφνα μες στη θάλασσα. Ή τα τζιτζίκια που λυσσομανούσαν στα φυλλώματα των δέντρων στον οικισμό και τα σπουργίτια με τις δεκαοχτούρες που σφύριζαν τα νέα τους, τα σκυλιά που τρίβονταν στην άμμο μετά το θαλασσινό τους μπάνιο, οι γάτες που τον αγκάλιαζαν με την ουρά τους χάμω· αυτά, το δεδομένο οκτάωρο.

Άκουγε τα «λοιπόν» των παλαιών και με τέτοια ξυπνούσε και θυμόταν τη νεράιδα του. Μιλούσε στα φιλαράκια του, προσπαθούσε να μάθει τ' όνομά της, πήγαινε τρεις, πήγαινε οκτώ και την έβλεπε. Και δεν την έχανε απ' το οπτικό του πεδίο. Εκείνη ακολουθούσε πάντα την ίδια διαδρομή. Έμπαινε στο μαγαζί με μια ελαφριά υπόκλιση κάπως σκυφτή, έκανε πως χάζευε ευθεία μπροστά της τα καλούδια προς πώληση, γυρνούσε το χέρι της δεξιά σαν να 'κανε φιγούρα και στεκόταν σε μια φανταστική ουρά, περιμένοντας τη σειρά της να μιλήσει.

Ο Πέτρος κολλούσε τότε στον φίλο του ν' ακούσει «Ένα νεράκι» για να πάει αργά-αργά να της το φέρει. Το ακουμπούσε με χάρη πάνω στο ταμείο δίπλα της και ξανακολλούσε στον φίλο του που τέντωνε την παλάμη και άγγιζε τα ακροδάχτυλά της. Πώς ζήλευε! Έβλεπε τη μικρή ελιά στο δεξί της χέρι, κάτω απ' τον καρπό, το ίδιο παρεό, τα ίδια σανδάλια, τον ίδιο αμέθυστο κρεμασμένο στον λαιμό με δερμάτινο λουράκι. Έβαζε η ίδια το νερό στην πλαστική σακούλα, τους χαμογελούσε (στον Πέτρο πρώτα) κι έφευγε. 

Διάφορα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ